Η Ἀποτείχιση σύμφωνα μέ τή διδασκαλία καί τόν Βίο τῶν ἁγίων Πατέρων.



Ο Όσιος Μάξιμος ο Ομολογητής ενώπιον του μονοθελήτου Αυτοκράτορος 
Κώνσταντος Β΄ (641 – 668 μ.Χ.)
Ἀκοινωνησία καί Ἀποτείχισις σύμφωνα
 μέ τή διδασκαλία καί τόν Βίο τῶν ἁγίων Πατέρων
Αἰδεσιμ.πρωτοπρ. Ἰωάννου Φωτοπούλου

Ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστός, ὅπως γράφει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἀπέθανε ἐπί τοῦ Σταυροῦ «ἵνα καί τά τέκνα τοῦ Θεοῦ τά διεσκορπισμένα συναγάγῃ εἰς ἕν» (Ἰωάν. 11,52). 


«Τό ἕν» αὐτό εἶναι ἡ ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία.


Στό ἱερό δισκάριο εἰκονίζεται ἡ ἐν Χριστῷ καί ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ Αὐτοῦ Ἑνότης. Ὁ σφαγιαζόμενος Ἁμνός στό κέντρο, δεξιά Αὐτοῦ ἡ Θεοτόκος, ἀριστερά ἡ πληθύς τῶν ἁγίων καί κάτωθεν μνημονευόμενοι ὁ ἐπίσκοπος τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας καί οἱ Χριστιανοί ζῶντες καί κεκοιμημένοι. Ἀρχίζοντας ὁ λειτουργός τήν μνημόνευση καί τήν ἐξαγωγή μερίδων λέει: «Μνήσθητι Κύριε τοῦ ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν (τάδε) …καί πάντων τῶν ἀδελφῶν οὕς προσεκαλέσω εἰς τήν σήν κοινωνίαν πανάχραντε Δέσποτα».

Ἀπό τόν ἱερό Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη ἡ Θεία Λειτουργία, καλεῖται «κοινωνία καί σύναξις», διότι ἐξαιρετικά αὐτή συνάγει «τάς μεριστάς ἡμῶν ζωάς εἰς ἑνοειδῆ θέωσιν» καί δωρεῖται «τῇ τῶν διαιρετῶν θεοειδεῖ συμπτύξει τήν πρός ἕν κοινωνίαν»[1]
Ἡ κοινωνία μέσα στή θεία Λειτουργία, ἡ ἕνωσις μετά τοῦ Χριστοῦ καί τῶν πιστῶν εἶναι κοινωνία πίστεως καί ἀγάπης.

Ὁμολογεῖται ἡ κοινή πίστις, ἡ ὀρθόδοξη, μνημονεύεται τρεῖς φορές ὁ τοπικός ἐπίσκοπος ὡς ἐγγυητής καί φύλαξ τῆς πίστεως καί τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, δίδεται ὁ ἀσπασμός τῆς ἀγάπης, ἀναφέρονται τά προσφερθέντα δῶρα μετά Εὐχαριστίας, μεταποιοῦνται σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ καί μεταλαμβάνονται ἀπό τόν κλῆρο καί τόν λαό. 
Ἔτσι ἀπαρτίζεται τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία. 
Δέν πρέπει νά λησμονοῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι οὔτε μόνο ἑνότητα πίστεως, μέ τήν ἔννοια ἁπλῆς συμφωνίας μιᾶς ὁμάδος ἀνθρώπων στίς ὑπό τῶν ἁγίων ἀποστόλων καί Πατέρων θεσπισθεῖσες δογματικές ἀρχές, τίς ὁποῖες αὐτοί ὑπερασπίζονται μέ πάθος (Ζηλωτισμός), οὔτε ὅμως καί μιά κοινωνία ἀγάπης μέ τήν ἔννοια μιᾶς συναισθηματικῆς ἀδελφικῆς ἀτμόσφαιρας πού διαχέεται σέ μιά ὁμάδα ἀνθρώπων ἀνεξαρτήτως πίστεως καί πεποιθήσεων (Οἰκουμενισμός). 
Ἡ ἑνότητα τῆς πίστεως καί ἡ κοινωνία τοῦ ἁγίου Πνεύματος εἶναι τό συνέχον τήν Ἐκκλησία ἀλλά καί τό ζητούμενο («αἰτησάμενοι») ἀπό μᾶς τούς πιστούς, ὥστε νά ἑνούμεθα μετά τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἀδελφῶν μέσα στή Θ. Λειτουργία. 
Τό στοιχεῖο τῆς πίστεως εἶναι ἐκεῖνο πού ὁδηγεῖ στήν κοινωνία τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Χωρίς τήν ὀρθή πίστη στόν ἐν Τριάδι Θεό δέν ὁδηγούμεθα στήν ἀληθή ἕνωση ἐν Χριστῷ διά τοῦ ἁγίου Πνεύματος. 
Ἀλλά καί μέ τήν ὀρθή πίστη, χωρίς τήν αἴσθηση τῆς Χάριτος πού χορηγεῖται ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα διά τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ καί τῆς μετοχῆς στά Ἄχραντα μυστήρια, πάλι δέν ὁλοκληρώνεται ἡ ἑνότητα ἐν Χριστῷ τῶν πιστῶν.
Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων ἡ Ἐκκλησία διά τῶν Συνόδων της ἀποκόπτει ἤ πρέπει νά ἀποκόπτει ἀπό τό σῶμα της, ἀπό τήν κοινωνία τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἀδελφῶν, νά καθιστᾶ δηλαδή ἀκοινωνήτους, ὅσους σφάλλουν περί τήν πίστη ἤ τήν ἐν Χριστῷ ζωή, ἀφοῦ διασποῦν τήν ἑνότητά της. Εἶναι ἀδύνατο ἐκκλησιολογικῶς στό ἄμωμο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ νά συνυπάρξει ὁ αἱρετικός ἤ ὁ βαρέως ἁμαρτάνων μέ τούς ἑνωμένους ἐν τῇ πίστει καί τῇ εὐχαριστίᾳ χριστιανούς. 
Πολύ περισσότερο ἀποκόπτει ἡ Ἐκκλησία τούς αἱρετικούς ποιμένες, οἱ ὁποῖοι ἀντί νά φροντίζουν καί νά ἐγγυῶνται μέ τή διδασκαλία, τίς νουθεσίες, τά ἐπιτίμια καί τίς πράξεις τους τήν ἐν Χριστῷ ἑνότητα πού φέρει στή σωτηρία, διασποῦν τό Σῶμα τῶν πιστῶν καί ὁδηγοῦν στήν ἀπώλεια. 
Ἡ ἀποκοπή τῶν αἱρετικῶν ποιμένων εἶναι συνέπεια τῶν κακοδόξων διδασκαλιῶν τους μέ τίς ὁποῖες βλάπτουν τούς χριστιανούς, ἐνῷ ταυτόχρονα ἀπομακρύνονται ἀπό τό κοινό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας. 
Ἡ Ἐκκλησία μέ τήν καθαίρεση ἤ τόν ἀφορισμό τους πιστοποιεῖ τήν ἀπομάκρυνσή τους αὐτή καί προφυλάσσει τό ποίμνιό της ἀπό τήν πλάνη. 
Ὁ συνοδικός ἐξοστρακισμός τῶν αἱρετικῶν ποιμένων – ἄς περιοριστοῦμε στήν ἀποκοπή τῶν αἱρετικῶν – ἀπό τήν Ἐκκλησία ἤ ἡ ἀπομάκρυνση («ἀποτείχισις») ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες κατά τήν προτροπή τῶν ἁγίων εἶναι ἡ λεγομένη ἀκοινωνησία. 
Ἀκοινωνησία εἶναι ἡ θέση ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας στήν ὁποία περιέρχονται οἱ ἀθετοῦντες τἠν ὀρθόδοξη πίστη δηλ. οἱ αἱρετικοί ἤ οἱ κοινωνοῦντες μέ αὐτούς. Ἀκοινώνητον, κατά τό πλῆρες περιεχόμενο τοῦ ὅρου, ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης χαρακτηρίζει «τόν μήτε κοινωνοῦντα, μήτε συνιστάμενον καί προσευχόμενον μέ τούς πιστούς ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, ἀλλά ἀφοριζόμενον ἀπό αὐτούς, καί εὐγαίνοντα ἔξω τῆς ἐκκλησίας καί προσευχῆς»[2]
Ποιός καθιστᾶ ἀκοινώνητον ἕναν λαϊκό ἤ κληρικό πλανηθέντα; 

Καί στίς δύο περιπτώσεις οἱ ἐπίσκοποι ἐφαρμόζοντες τούς Ἱερούς Κανόνες μόνοι τους ἤ ἐν Συνόδῳ ἀποκόπτουν τούς αἱρετικούς ἀπό τήν κοινωνία τῆς Ἐκκλησίας ἤ ἐπιβάλλουν ἐπιτίμια σέ ὅσους κοινωνοῦν μ’αὐτούς. 

Π.χ. ὅλοι οἱ κανόνες κατά τῶν συμπροσευχῶν ἐπιτάσσουν ἀφορισμό γιά τούς λαϊκούς καί καθαίρεση γιά τούς κληρικούς πού συμπροσεύχονται μέ αἱρετικούς. Ὅμως οἱ συμπροσευχόμενοι δέν εἶναι καθηρημένοι ἤ ἀφορισμένοι, ἀμέσως μετά τήν ἀντικανονική πράξη τους, ἀλλά πρέπει νά ἀφορισθοῦν («ἀφοριζέσθω») ἤ νά καθαιρεθοῦν («καθαιρείσθω»). Αὐτή τήν ποινή μέ τήν ὁποία καθίστανται ἀκοινώνητοι μπορεῖ νά ἐπιβάλλει ἁρμοδίως ἐπίσκοπος ἤ Σύνοδος.
Ἡ θέση τῶν λαϊκῶν μέσα στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ δυναμική στάση τους ἔναντι τῶν αἱρέσεων εἶναι ἀπαραίτητη, καθώς στηρίζουν ἐν τῇ πράξει τήν θεοφώτιστη διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων καί Συνόδων, οἱ ὁποῖες ὀφείλουν νά ἐκφράζουν μέ τή σειρά τους τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Δέν πρέπει ὅμως νά ὑπάρχει πνεῦμα μειονεξίας ἤ ἀνταρσίας ἔναντι τῶν πρεσβυτέρων καί τῶν ἐπισκόπων οὔτε πάλι καί τῶν πρεσβυτέρων ἔναντι τῶν ἐπισκόπων. 

Οἱ ποιμένες σύμφωνα μέ τό Εὐαγγέλιο καί τούς ἱερούς Κανόνες ἔχουν τήν πρώτη εὐθύνη καί τό προβάδισμα στόν ἀντιαιρετικό ἀγῶνα. 


Σύμφωνα μέ τόν ΛΑ΄Κανόνα τῶν ἁγίων Ἀποστόλων ὁ πρεσβύτερος μπορεῖ νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τήν κοινωνία τοῦ ἐπισκόπου, ὅταν ὁ τελευταῖος σφάλλει περί τήν εὐσέβεια καί τήν δικαιοσύνη[3]
Ἑρμηνεύοντας συσταλτικά τόν Κανόνα αὐτόν, ὁ ΙΕ΄τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ἐπιτρέπει τήν ἀπομάκρυνση ποιμένων ἀπό τούς ἐκκλησιαστικῶς προϊσταμένους τους – τήν ἀποτείχισή τους – ὅταν αὐτοί κηρύσσουν αἵρεση «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ»[4]. Καί στίς δύο περιπτώσεις τόσο τοῦ ΛΑ΄ὅσο καί τοῦ ΙΕ΄ τῆς Πρωτοδευτέρας ἡ θεσμική ἀπομάκρυνση ἀπό τούς αἱρετικούς ἐνεργεῖται ἀπό τούς κληρικούς. 
Βέβαια καί οἱ λαϊκοί δύνανται νά ἀφίστανται τῆς κοινωνίας τῶν αἱρετικῶν ποιμένων ἀκολουθοῦντες ὅμως ὀρθοδόξους ποιμένες.
Ἀναδιφώντας τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία παρατηροῦμε, πώς ὅταν ἐμφανισθεῖ κάποια κακοδοξία στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας γίνεται συναγερμός καί συντονισμός ὅλων τῶν δυνάμεων τῆς Ἐκκλησίας ὄχι «ἐξ ἐνστίκτου», ὅπως ἀτυχῶς εἰπώθηκε, ἀλλά ἐν ἁγίῳ Πνεύματι καί διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. 

Σκοπός ὅλων γίνεται νά ἐξοστρακισθεῖ ὁ αἱρετικός ἀπό τό ἐκκλησιαστικό σῶμα ἤ νά ἀπομακρυνθοῦν ἀπό τόν αἱρετικό ποιμένα οἱ πιστοί, εἰδικά ὅταν ὁ τελευταῖος καταχρώμενος τῆς ἐξουσίας καί μέ τή βοήθεια τῶν κοσμικῶν ἀρχόντων λυμαίνεται τό ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ. Δέν μπορεῖ νά γίνει ἀνεκτή ἡ κοινωνία μέ τήν αἵρεση καί τόν αἱρετικό. «Τίς κοινωνία φωτί πρός σκότος…; ἤ τίς μερίς πιστοῦ μετά ἀπίστου;»(Β΄Κορ. 6, 14).

Ὅλοι, λαϊκοί μοναχοί καί κληρικοί, θεοφόροι Πατέρες διά τῆς ἑνότητος τῆς πίστεως καί τῆς κοινωνίας τοῦ ἁγίου Πνεύματος συντονίζονται στόν ἀγῶνα κατά τῶν αἱρέσεων. 

Καί ὅλη αὐτή ἡ κοινή προσπάθεια, οἱ αὐθόρμητες ἀντιδράσεις τοῦ λαοῦ καί ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες, ἡ θεολογία καί ὁ ἔλεγχος τῶν κακοδοξιῶν ἀπό τούς Πατέρες, ἐπιβραβεύονται, ἀποκρυσταλλώνονται, ὁλοκληρώνονται ἐνδεχομένως διορθώνονται καί ἐπισφραγίζονται στίς ἀποφάσεις τῶν τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

Βλέπουμε ἐπίσης μέ ἕνα ἀντικειμενικό κοίταγμα ὅτι δέν ὑπάρχει μιά ἀπόλυτη σειρά προτεραιότητος στίς ἀντιδράσεις. 

Πολλές φορές μέ την ἐμφάνιση τῆς πλάνης ἀντιδρᾶ πρῶτος ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, ὅπως στήν περίπτωση τοῦ Νεστοριανισμοῦ. Μόλις ἀκούστηκε μέσα στήν ἐκκλησία ἡ βλασφημία «εἴ τις Θεοτόκον εἶναι λέγειν τήν Μαρίαν, οὗτος ἀνάθεμα ἔστω» ὅπως περιγράφει ὁ ἅγιος Κύριλλος, «γέγονε μέν κραυγή μεγάλη παρά παντός τοῦ λαοῦ καί ἐκδρομή» καί ἔπαυσαν τήν κοινωνία μέ τόν αἱρετικό Πατριάρχη Κων/πόλεως Νεστόριο διότι «οὐ γάρ ἤθελον ἔτι κοινωνεῖν αὐτοῖς τοιαῦτα φρονοῦσιν»[5]
Τό ἴδιο συνέβη μέ τήν ἔναρξη τῆς εἰκονομαχίας ὅπου πολλοί ὀρθόδοξοι ἀντέδρασαν βίαια στήν ἀποκαθήλωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων καί ἄλλοι «ἀθυμοῦντες» ἔφυγαν ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη καί «ἐπί τάς ὀρθοδόξους κωμοπόλεις μετώκησαν»[6].
Ἄλλοτε πάλι ἔχουμε ἐξ ἀρχῆς τήν καταδίκη τῆς αἱρέσεως ἀπό μία τοπική Σύνοδο ὅπως τήν Σύνοδο πού κατεδίκασε πρώϊμα τόν Ἄρειο στήν Ἀλεξάνδρεια ὑπό τόν ἅγιο Ἀλέξανδρο, καί τίς Συνόδους στά Ἱεροσόλυμα καί τή Ρώμη πού καταδίκασαν τήν εἰκονομαχία.

Πάντοτε ὅμως, ὅταν ἐμφανισθεῖ μιά αἵρεση ἔχουμε κυριαρχοῦσα στόν ἀγῶνα κατά τῶν αἱρέσεων, τήν παρουσία ἑνός τῶν ἁγίων Πατέρων, ὅπως, τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου μέ τήν ἐμφάνιση τοῦ Ἀρειανισμοῦ, τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου μέ τήν ἐμφάνιση τῆς πλάνης τοῦ Νεστορίου, τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου στή Β΄φάση τῆς εἰκονομαχίας ἤ τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ κατά τήν ἐμφάνιση τοῦ Μονοθελητισμοῦ, τοῦ ἁγίου Φωτίου στή μάχη κατά τοῦ Φιλιόκβε καί τῆς παπικῆς ἐπιβουλῆς, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ κατά τήν περίοδο τοῦ Βαρλααμισμοῦ ἤ τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ κατά τήν περίοδο τῶν προσπαθειῶν ἑνώσεως μέ τόν Παπισμό. 

Μέ τά ἀνωτέρω πείθεται κανείς ὅτι ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός τήν Ἐκκλησία του τήν ὁποία ἀπέκτησε μέ τό ἴδιο Του τό Αἷμα τήν ἐπιμελεῖται μέ ἰδιαιτέρα στοργή. Σ’ αὐτήν «φραγμόν περιέθηκε …ὠκοδόμησε πύργον καί ἐξέδοτο γεωργοῖς»(Ματθ. ΚΑ΄ 33). 
Πύργος εἶναι ἡ ὀρθή πίστις, φραγμός οἱ ἱεροί Κανόνες καί οἱ καλοί γεωργοί οἱ Ἅγιοι Πατέρες.

Οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἀποτελοῦν τήν ἀσφαλιστική δικλεῖδα διά τῆς ὁποίας τηρεῖται ἡ μεσότης στίς δύσκολες στιγμές τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι καί ὁ θεόσταλτος κόμβος, ὅπου συναντᾶται ὁ λαός τοῦ Θεοῦ καί οἱ Ἅγιες Σύνοδοι. Παρόντες σέ κάθε ἐμφάνιση αἱρέσεως καί φωτιζόμενοι ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα ἐκφράζουν λόγῳ καί ἔργῳ τή συνείδηση τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως διά τῶν Ἀποστόλων ἔτσι καί διά τῶν Πατέρων ὁδηγεῖ τήν Ἐκκλησία «εἰς πᾶσαν τήν Ἀλήθειαν», διαρκῶς, σέ κάθε ἐνέργειά της.

Σέ κάθε κρίσιμη στιγμή τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἕνας Ἅγιος κατέχει αὐτό πού ἔλεγε ὁ μακαριστός καθηγητής μας Στυλιανός Παπαδόπουλος, «τό πρωτεῖο τῆς ἀληθείας», εἶναι φορεύς τῆς Ἀληθείας ἐν ἁγίῳ Πνεύματι καί ὅλοι τόν ἀκολουθοῦν. 
Ὅπως συνέβαινε καί μέ τον Χριστό, ὅταν ὁμιλοῦσαν οἱ Ἅγιοι «πάντων …[ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ] οἱ ὀφθαλμοί ἦσαν ἀτενίζοντες» εἰς αὐτούς( Λουκ. 4, 20). 

Τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἀκολουθεῖ τούς ἁγίους ὄχι τυφλά, ἀλλά ἐπειδή ἀναγνωρίζει σ΄αὐτούς τήν παραδεδομένη ὑπό τῶν πρό αὐτῶν Ἁγίων πίστη, τή συνέχεια τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως.

Ἔτσι καμμία αἵρεση δέν καταδικάζεται στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, κανείς ἐπίσκοπος ἤ πρεσβύτερος δέν καθίσταται ἀκοινώνητος ὅταν αἱρετίζει, χωρίς τήν ἀποφασιστική συμβολή καί τή συμβουλή τῶν ἁγίων Πατέρων πού ἐν τέλει υἱοθετοῦνται ὑπό τῶν Συνόδων. 
Τό ὅτι ἡ συμβολή τῶν Πατέρων εἶναι sine qua non προϋπόθεση στήν ἀντιμετώπιση καί καταδίκη τῶν αἱρέσεων ἀπεικονίζεται στίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Πχ. διακηρύττεται στήν Ζ΄Οἰκουμ. Σύνοδο : «Οὕτω γάρ κρατύνεται ἡ τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν διδασκαλία, ἤτουν Παράδοσις τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας». Φαίνεται ἐπίσης καθαρά στούς βίους τῶν ἁγίων.

Στόν ΙΕ΄ Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου τέλος ἀποτυπώνεται ἡ ἐπί αἰῶνες ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία θεωρεῖ τούς ἁγίους Πατέρες ὁδηγούς μας στά θέματα τῶν σχέσεων μέ τούς αἱρετικούς. Ὁ Κανόνας αὐτός ὁρίζει ὅτι ὁ πρεσβύτερος ἤ ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ Μητροπολίτης εἶναι ἄξιος ἐπαίνου ἀπό τήν Ἐκκλησία,  ἄν ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τήν κοινωνία τοῦ προϊσταμένου του καί παύσει τή μνημόνευση τοῦ ὀνόματός του στή Θ. Λειτουργία στήν περίπτωση πού δημόσια κηρύσσει καί «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» διδάσκει ἐπ’ Ἐκκλησίας αἵρεσιν «παρά τῶν ἁγίων Συνόδων ἤ Πατέρων κατεγνωσμένην». 

Ἡ ὑπό τῶν Πατέρων «κατάγνωση» τῶν αἱρέσεων, ὅπως φαίνεται στή διδασκαλία καί στό βίο τους, ἐννοεῖται ὡς ἐντόπιση, ἔρευνα ἐκ μέρους τῶν ἁγίων μιᾶς κακοδοξίας, ὡς θεολογική της ἀναίρεση καί καταδίκη της ἔργῳ καί λόγῳ. 

Δηλ. ὅταν παρουσιαζόταν, ὅταν καί μόλις ἐκκολαπτόταν μιά αἵρεση, διά τοῦ φωτισμοῦ τοῦ ἁγίου Πνεύματος οἱ Πατέρες ἐντόπιζαν τήν αἱρετική διδασκαλία, ὁριοθετοῦσαν διά τῆς θεολογίας τους ἔναντι αὐτῆς τήν ὀρθή πίστη, διαλέγονταν καί κατετρόπωναν τούς αἱρετικούς καί προεκτείνοντας στήν πράξη τήν ἀποστροφή πρός τήν πλάνη προχωροῦσαν σέ ἀκοινωνησία τῶν αἱρετικῶν

Ἄς δοῦμε τώρα πῶς καί πότε ἐφήρμοζαν οἱ Πατέρες στήν πράξη τόν ΙΕ΄Κανόνα. Πρέπει ἐδῶ νά ποῦμε ὅτι ὁ Κανόνας αὐτός συνετάχθη τόν 9ο αἰῶνα, ἀλλά ἐκφράζει τήν διαχρονική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας. Θέλω νά πῶ ἐδῶ, καί ὅλοι πρέπει νά συμφωνήσουμε, ὅτι δέν πρέπει νά κάνουμε ἑρμηνεία contra legem, δηλαδή ἐνάντια στό γράμμα τῶν Κανόνων, οὔτε νά παραβλέπουμε ἤ νά ἐκβιάζουμε τίς ἱστορικές καί πατερικές πηγές. Ἄς δοῦμε λοιπόν σχετικά παραδείγματα.
Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος συμβουλεύει τόν Ἥρωνα: « πᾶς ὁ λέγων παρά τά διατεταγμένα, κἄν ἀξιόπιστος ᾖ, κἄν νηστεύῃ κἄν παρθενεύῃ, κἄν σημεῖα ποιεῖ κἄν προφητεύῃ, λύκος σοι φαινέσθω, ἐν προβάτου δορᾷ προβάτων φθοράν κατεργαζόμενος»[7]. Ὁ Μ. Ἀθανάσιος γράφει σέ κάποιους μοναχούς γιά τούς Ἀρειανούς καί τούς Ἀρειανόφρονες : ὧν τό φρόνημα ἀποστρεφόμεθα, τούτους ἀπό τῆς κοινωνίας προσήκει φεύγειν [8]. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος γιά κάθε αἱρετικό τῆς ἐποχῆς του: εἰ μέν πίστεως ἕνεκεν, φεῦγε αὐτόν καί παραίτησαι, μή μόνον ἐάν ἄνθρωπος ᾖ, ἀλλά κἄν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ κατιών [9].
Λαμβάνοντας ὑπ’ὄψιν τή συχνή, δίς τοῦ ἔτους συγκρότηση τοπικῶν Συνόδων στήν ἀρχαία Ἐκκλησία ἀντιλαμβανόμεθα ὅτι «τά διατεταγμένα», τό «φρόνημα» καί ἡ «πίστις» ὑπονοοῦν τήν συνοδική κατάγνωση τῶν αἱρέσεων πού ἀκολουθοῦσαν οἱ ποικίλοι αἱρετικοί. Συνεχίζουμε.
Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας ἀπευθυνόμενος στό Νεστόριο μέ ἐπιστολή του, τοῦ ζητεῖ νά ἐπανέλθει στήν ὀρθή πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλιῶς, τοῦ γράφει : γίνωσκε σαυτόν οὐδένα κλῆρον ἔχοντα μεθ’ἡμῶν, οὐδέ τόπον ἤ λόγον ἐν τοῖς ἱερεῦσι τοῦ Θεοῦ καί ἐπισκόποις[10].

Ἐδῶ ἡ αἵρεση τοῦ Νεστοριανισμοῦ καταγινώσκεται θεολογικῶς, μέ τή συμφωνία καί τῶν λοιπῶν Πατριαρχῶν, ὑπό ἑνός ἁγίου Πατρός, τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, καί ὁ Νεστόριος ἀπειλεῖται μέ ἀκοινωνησία. Ὁ θεσμικός χαρακτήρας τῆς ἐπιστολῆς του μᾶς βεβαιώνει ὅτι ὁ ἅγιος Κύριλλος δέν ἔπαυσε τή μνημόνευσή του ἕως ὅτου κατεδικάσθη ἀπό τήν Γ΄Οἰκουμ. Σύνοδο.

Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής φυλακισμένος καί ἀνακρινόμενος ὑπό τῶν αἱρετικῶν μονοθελητῶν ἐρωτᾶται:οὐ κοινωνεῖς τῷ θρόνῳ Κωνσταντινουπόλεως;» 

Καί ἀπαντᾶ: οὐ κοινωνῶ…ὅτi τάς ἁγίας τέσσαρας συνόδους ἐξέβαλον[11]

Ἐδῶ ὁ ἅγιος προβάλλει ὡς αἰτία τῆς ἀκοινωνησίας του πρός τόν μονοθελήτη πατριάρχη τήν οὐσιαστική ἀθέτηση ἀπό τούς Μονοθελῆτες τῶν δογμάτων, τήν στρέβλωση τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, πού ἐκφράζεται στίς πρῶτες τέσσαρες οἰκουμενικές Συνόδους ἀφοῦ μέ τήν κακοδιδασκαλία τοῦ Μονοθελητισμοῦ κολοβώνεται ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ.
Ἀλλά δέν ἀρκεῖται σ΄ αὐτό. Προσθέτει: οἱ τοίνυν ὑφ΄ ἑαυτῶν κατακριθέντες καί ὑπό τῶν Ρωμαίων καί τῆς μετά ταῦτα…γενομένης Συνόδου καθαιρεθέντες, ποίαν ἐπιτελέσουσι μυσταγωγίαν ∙ ἤ ποῖον πνεῦμα τοῖς παρά τῶν τοιούτων ἐπιτελουμένων ἐπιφοιτᾶ ;[12] Ἐδῶ τῆς ἀκοινωνησίας τοῦ Ἁγίου προηγεῖται συνοδική κατάκριση καί τῆς αἱρέσεως καί τῶν αἱρετικῶν ποιμένων ὑπό τῆς τοπικῆς Συνόδου τῆς Ρώμης.
Ὁ ἅγιος Στέφανος ὁ Νέος , ὁ «ἀμνημόνευτος», ὅπως τόν ἀποκαλοῦσαν οἱ εἰκονομάχοι, ἦταν ὁ «ὁδηγός» τῶν μοναχῶν, τῶν ἀσκητῶν καί τοῦ λαοῦ στήν ἀντιμετώπιση τῆς αἱρέσεως. Στούς μοναχούς πού εἶχαν συγκεντρωθεῖ ἀπό διαφόρους τόπους καί τόν θεωροῦσαν «σύμβουλον σωτηρίας» συνιστᾶ νά κοινωνοῦν μέ τίς ἐκκλησίες πού βρίσκονται σέ συγκεκριμένες περιοχές πού οἱ ἐπίσκοποί τους δέν κοινωνοῦν «τῇ μιαρᾷ αἱρέσει» καί συνεχίζει: Τί δέ χρή λέγειν περί τῶν προέδρων τοῦ τε Ρώμης καί Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων καί Ἀλεξανδρείας, οἵτινες οὐ μόνον ἀπεβδελύξαντο καί ἀνεθεμάτισαν τό μυσαρόν τῶν εἰκονοκαυστῶν δόγμα, ἀλλά καί ἐπιστολαῖς στηλιτευτικαῖς οὐκ ἐπαύσαντο καθυβρίζοντες τόν…ἀσεβῆ βασιλέα, ἀποστάτην καί αἱρεσιάρχην αὐτόν ἀποκαλοῦντες ἐν οἷς καί ὁ τιμιώτατος καί σοφώτατος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός πρεσβύτερος…; [13]. Ἐδῶ ὁ ἅγιος ἐπικαλεῖται τίς τοπικές Συνόδους τῶν Πατριαρχείων πού ἀναθεματισαν τούς «εἰκονοκαῦστες» καί τόν πρό ἐτῶν καταπολεμήσαντα καί καταδικάσαντα τήν αἵρεσι ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό.
Ὁ Μ. Φώτιος συνιστᾶ: «Αἱρετικός ἐστίν ὁ ποιμήν; Λύκος ἐστί…φύγε τήν κοινωνίαν αὐτοῦ καί τήν πρός αὐτόν ὁμιλίαν ὡς ἰόν ὄφεως», ἐννοῶντας κάθε αἱρετικό : Μανιχαῖο, εἰκονομάχο ἤ λατινίζοντα, αἱρετικούς, ὅλους καταγνωσθέντες ὑπό τῶν Συνόδων.

Ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ὁ ὑπό τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ συγγραφείς «Ἁγιορειτικός Τόμος», κείμενο, ὅπου ἐκτίθενται μέ βεβαιότητα ἡ διδασκαλία περί τοῦ ἀκτίστου φωτός καί τῆς θεοποιοῦ ἀκτίστου Χάριτος, ὅπως τήν βίωνε καί τήν βιώνει τό ἅγιο Ὄρος καί ὅλη ἡ Ἐκκλησία. Τόν Τόμο ἐπισφραγίζει ὑπογράφοντάς τον ὁ ἐπίσκοπος Ἱερισσοῦ καί διακηρύσσει ὅτι τόν μή συμφωνοῦντα τοῖς ἁγίοις καθώς καί ἡμεῖς καί οἱ μικρῷ πρό ἡμῶν πατέρες ἡμῶν, ἡμεῖς τήν αὐτοῦ κοινωνίαν οὐ παραδεξόμεθα[14]. Παρά ταῦτα σπεύδει ὁ ἅγιος Γρηγόριος στή Σύνοδο τοῦ 1341, στήν ὁποία ἐπί τῇ βάσει τοῦ ἁγιορειτικοῦ Τόμου, καταδικάζονται οἱ πλάνες τοῦ Βαρλαάμ. Ἀργότερα ἀποτειχίζεται ἀπό τόν Πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα πρίν καταδικασθεῖ ἐκεῖνος προσωπικῶς ἐφόσον ἀκολουθοῦσε τίς κατεγνωσμένες συνοδικά πλάνες τοῦ Βαρλαάμ. Ἀκολουθοῦν καί ἄλλες Σύνοδοι τό 1347 καί τό 1351 μέ τή διαρκῆ παρουσία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.

Ἀπό τά ἀνωτέρω συμπεραίνουμε ὅτι οἱ Ἅγιοι Πατέρες σέ περίπτωση ἐμφανίσεως κάποιας αἱρέσεως δέν ἐνεργοῦσαν κατά τό δοκοῦν διαβάζοντας ἁπλῶς τό Εὐαγγέλιο ἤ τά συγγράμματα τῶν πρό αὐτῶν Πατέρων. Ὄχι. 
Ἀκολουθοῦσαν τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, εἶχαν γνώση τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων, ἀλλά ὡς καθαρθέντες καί θεωθέντες, εἶχαν συμπαραστάτη τους τό ἅγιο Πνεῦμα καί μέ τό φωτισμό του διέκριναν τήν αἵρεση, διεκήρυτταν αὐθεντικῶς καί μετά βεβαιότητος τήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας. Ἐν ἀνάγκη ἀπομακρύνονταν ἀπό τούς αἱρετικούς ἐπισκόπους καί πολλοί τούς ακολουθοῦσαν. 

Ὅμως ὡς ἐκκλησιαστικοί ἄνθρωποι, ὡς ποιμένες δηλ. ὄχι τοῦ ἑαυτοῦ τους, ἀλλά τῆς Ἐκκλησίας, διακηρύσσοντας ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ τήν ὀρθή πίστη, βάζοντας ὅρια ἀνάμεσα στήν πλάνη καί τήν ἀλήθεια, ἐπιδίωκαν τή σύγκληση τοὐλάχιστον τοπικῶν Συνόδων. 

Ὁ Ἅγιος Μάξιμος π.χ. σπεύδει στήν Αφρική καί τή Ρώμη γιά νά ἐπιτύχει συνοδική καταδίκη τοῦ Μονοθελητισμοῦ καί τίς ἀποφάσεις τους τίς ἐπικαλεῖτο, ὅταν χρειαζόταν.
Στίς Συνόδους οἱ ἅγιοι Πατέρες ἦσαν παρόντες εἴτε διά τοῦ λόγου, ὅταν ζοῦσαν εἴτε διά τῆς θεολογίας τους ἄν εἶχαν κοιμηθεῖ. Μέ βάση τή διδασκαλία τους ἀναθεματίζονταν οἱ αἱρετικοί. 

Πολλές φορές οἱ Πατέρες ἀνέμεναν «ἄχρι καιροῦ» τήν ἐπιστροφή τους, καί οἰκονομοῦσαν ὅσους μετανοοῦσαν.
Ἀπό τήν ἱστορία ἀποδεικνύεται ὅτι εἶναι ἀπαραίτητη καί ἡ ὑπό τῶν Συνόδων κατάγνωσις τῆς αἱρέσεως, γιατί αὐτές δίδουν ἑκάστοτε τήν λύση τῆς τραγωδίας, τῶν περιπετειῶν δηλ. στίς ὁποῖες περιπίπτει ἡ Ἐκκλησία ἐξ αἰτίας τῶν αἱρέσεων. 

Μέ τό ὅπλο τῆς καταγνώσεως μιᾶς αἱρέσεως ἀπό τίς Συνόδους οἱ Ἅγιοι και ἡ ἐκκλησία ὅλη βαδίζουν ἀσφαλέστερα στήν κανονική ὁδό, εἰδικά στό θέμα τῆς ἀποτειχίσεως ἀπό τούς αἱρετικούς ἐπισκόπους, εἴτε ἔχουν εἴτε δέν ἔχουν προσωπικά καταδικασθεῖ ἀπό Σύνοδο.

Στή συνάφεια αὐτή πρέπει νά τονισθεῖ μέ ἔμφαση ὅτι μέσα στή δίνη τοῦ πολέμου κατά τῶν αἱρέσεων καί τῶν ἀλλεπαλλήλων συνόδων, πάλι οἱ Πατέρες ἦσαν αὐτοί πού ἐν ἁγίῳ Πνεύματι διέκριναν ποιά Σύνοδος ἦταν ὀρθόδοξη, ποιά δηλ. συμφωνοῦσε μέ τή δογματική παράδοση τῶν προγενεστέρων Συνόδων καί Πατέρων.
Παρά τό σεβασμό τῶν ἁγίων Πατέρων στίς ὀρθοδόξους Συνόδους, δέν ἀποτελεῖ ἀντικανονικότητα τό γεγονός ὅτι σέ κάποιες περιπτώσεις, ἕνας Ἅγιος ἐντοπίζοντας μιά προφανῶς αἱρετική διδασκαλία, διακόπτει τήν κοινωνία καί τό μνημόσυνο τοῦ ἐπισκόπου του, ὄχι μόνο πρό τῆς συνοδικῆς κρίσεως τοῦ ἐπισκόπου ἀλλά καί πρό τῆς συνοδικῆς καταδίκης τῆς αἱρέσεως. 
Μήπως καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός πού ἤλεγξε τήν εἰκονομαχία, πρίν τίς ἀποφάσεις τῆς συνόδου στή Συρία, θά κοινωνοῦσε μέ τούς ἐχθρούς τοῦ Χριστοῦ; 
Ἀσφαλῶς ὄχι. 
Δέν μπορῶ ἐπίσης νά δεχθῶ ὅτι ὁ ἅγιος Στέφανος ὁ Νέος, ἀκολουθούμενος ἀπό πλῆθος μοναχῶν καί λαϊκῶν, θά μποροῦσε, ἀναμένοντας τήν ἀπόφαση μιᾶς ὀρθοδόξου Συνόδου, νά κοινωνεῖ μέ ἱερεῖς καί ἐπισκόπους πού θεωροῦσαν καί διεκήρυτταν ὅτι οἱ εἰκόνες εἶναι εἴδωλα.
Ναί, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός καί ὁ Στέφανος ὁ Νέος καί ἄλλοι ἅγιοι Πατέρες δέν κοινωνοῦσαν μέ τούς εἰκονομάχους Πατριάρχες καί ἐπισκόπους ἀκόμη καί χωρίς συνοδική ἀπόφαση, ἐρχόμενοι ἀντιμέτωποι μέ τή βλάσφημη καθαίρεση τῶν ἁγίων εἰκόνων. Καί πολλοί κληρικοί μοναχοί καί λαϊκοί τούς ἀκολουθοῦσαν.

Ναί, ἀλλά ποιοί ἦσαν αὐτοί οἱ ἅγιοι;
Ἐκπλήττεσαι ἀπό τήν ἄσκησή τους, τήν τελειότητα τῆς πίστεως καί τῶν ἀρετῶν τους καί ἀπό τά θαύματά τους.

Οἱ εἰκονομάχοι τούς ἔκοβαν τίς μύτες, τ΄αὐτιά, τούς ἔβγαζαν τά μάτια τούς ἔκαιγαν τά μοναστήρια, ἀλλά θείῳ Πνεύματι κινούμενοι ἀδυνατοῦσαν νά συγκατατεθοῦν καί νά κοινωνήσουν στήν αἵρεση. 

Κάνοντας μία κίνηση πρός τά πίσω ἄς ἀναλογισθοῦμε τά μέτρα ὅλων τῶν θεοφόρων Πατέρων. Οἱ Πατέρες μας αὐτοί δέν ἦσαν ἁπλῶς οἱ ἥρωες, πού ἀνθίσταντο μέ γενναῖο φρόνημα στίς αἱρέσεις, πού εἶχαν ἄπταιστη γνώση τῶν ἁγίων Γραφῶν καί τῆς διδασκαλίας τῶν πρό αὐτῶν ἁγίων Πατέρων, πού διετύπωναν τά ὀρθόδοξα δόγματα καί τά ὑπερασπίζονταν μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους. 

Ἡ πίστη τους καί τά ἔργα τους ἦσαν ἑδραιωμένα στήν ἐν αὐτοῖς ζῶσαν καί ἐνεργοῦσαν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. 

Ὁ σημειοφόρος Στέφανος ἦταν κατά τόν βιογράφο του ὁ ἀεί ἐν ἑαυτῷ τόν Χριστόν περιφέρων καί ὅλως ὑπ΄ αὐτοῦ διδασκόμενος.[15] Ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος γράφει σχετικῶς : Ὁ Θεός πῦρ ἐστί καί πῦρ ἦλθε καί ἔβαλε ἐπί τῆς γῆς…Ἐκ γάρ τούτου τοῦ πυρός ἐκείνου τοῦ θείου πᾶσαν ἐπιστήμην καί πᾶσαν τέχνην οὗτοι [οἱ ἅγιοι] σοφῶς διδαχθέντες διά πάντων ἐν παντί τῷ βίῳ καί ἐν πάσῃ αὐτῶν τῇ ζωῇ τῷ Θεῷ εὐηρέστησαν…Τοιοῦτοι δέ ὑπῆρχαν καί οἱ ἅγιοι καί θεοφόροι πατέρες ἡμῶν καί διδάσκαλοι οἱ τάς αἱρέσεις διά τοῦ πυρός τούτου τοῦ θείου ὡς ἀκάνθας ἐξαφανίσαντες[16]
Οἱ Πατέρες, ἔχοντες ἐν ἑαυτοῖς «τό ἄυλο πῦρ» τοῦ ἁγίου Πνεύματος ὄχι μόνο κατέστρεφαν τήν πλάνη ἀλλά ἐνεργοῦσαν μέ διάκριση χάριν τοῦ πλανωμένου καί χάριν τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ. 

Ἐφήρμοζαν διακριτικά τούς Ἱ. Κανόνες.
Ὅπως μοῦ ἔλεγε ὁ γέρων Παΐσιος «τό Πηδάλιο πρέπει νά τό χρησιμοποιεῖ κάποιος, ὅπως τό πηδάλιο τῶν πλοίων, κάνοντας κατάλληλους ἐλιγμούς γιατί ἀλλιῶς τό πλοῖο θά πέσει στά βράχια».

Καί ὁ γέροντάς μου ὁ π. Ἐπιφάνιος ἔλεγε ὅτι δέν πρέπει νά κάνουμε τούς Κανόνες κανόνια στρεφόμενα ἐναντίον τῶν ἄλλων ἀδελφῶν μας.

Ἔτσι ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας πρόμαχος τῆς πίστεως καί πρωτοστάτης τῆς καταδίκης τοῦ Νεστορίου καί τῶν ὀπαδῶν του δέν περιέλαβε στά ἀναθέματα τῆς Γ΄ Οἰκουμ. Συνόδου ὀνομαστική καταδίκη τοῦ τότε ἤδη κοιμηθέντος αἱρετικοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας, δασκάλου τοῦ Νεστορίου οὔτε διέκοψε τό μνημόσυνο ἐπισκόπων τῆς Ἀνατολῆς πού τόν μνημόνευαν στά δίπτυχά τους, γιατί φοβόταν τό σκάνδαλο καί τά σχίσματα πού θά ἀκολουθοῦσαν. Ὁ Θεόδωρος καταδικάστηκε πολύ ἀργότερα στήν Ε΄ Οἰκουμ. Σύνοδο μετἀ ἀπό 120 χρόνια, ὅταν εἶχε λείψει ὁ κίνδυνος τοῦ σχίσματος.
Ἐρχόμεθα στή σημερινή μάστιγα τῆς Ἐκκλησίας τήν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.

Πατριάρχες, μητροπολίτες καί θεολόγοι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὑποστηρίζουν μέ κάθε λόγο καί τρόπο τήν ἕνωση τῶν «Ἐκκλησιῶν» καί Ὁμολογιῶν, ἐνῷ κάποιοι κάνουν ἀνοίγματα στήν Πανθρησκεία. 

Ἀρνοῦνται ἔτσι τή μοναδικότητα «τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος», τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς δηλ. τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀμβλύνοντας μέ τή συνεχῆ προπαγάνδα τό ὀρθόδοξο φρόνημα τῶν πιστῶν.
Τί ἔχει συμβεῖ σέ σχέση μέ τήν ἐξάπλωση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μέχρι τώρα στήν Ἐκκλησία μας;
Ἔχουμε τό τραυματικό σχῖσμα τῶν ἀδελφῶν μας Παλαιοημερολογιτῶν. Τήν ἀποτείχιση τῶν Ἁγιορειτῶν τό 1969, σύμφωνα μέ τόν ΙΕ΄ Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου πού προαναφέραμε, καί τριῶν Μητροπολιτῶν τῶν Ν. Χωρῶν ἐξ αἰτίας τῶν βλασφήμων θέσεων τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου καί τοῦ Ἀμερικῆς Ἰακώβου καί τήν μετά ἀπό τέσσερα χρόνια ἐπαναφορά στήν κοινωνία τοῦ Πατριάρχου Δημητρίου.
Ἔχουμε ἀργότερα καί ἄλλες ἀπομακρύνσεις μονῶν καί κληρικῶν ἀπό τήν κοινωνία τῶν ἐπισκόπων τους λόγω αἱρετικῶν διδασκαλιῶν τους ἤ τῆς κοινωνίας τῶν ἐπισκόπων τους μέ αἱρετικούς προϊσταμένους τους καί κάποιων πάλι ἐπιστροφῶν στήν κοινωνία τῆς τοπικῆς τους Ἐκκλησίας. Τέλος ἔχουμε ἀποτειχίσεις κληρικῶν καί μονῶν πού προσεχώρησαν στό σχῖσμα τοῦ Παλαιοῦ ἡμερολογίου.

Ὅλες αὐτές οἱ κινήσεις μαρτυροῦν ἀφ΄ἑνός μέν μιά ὑγιᾶ διάθεση τῶν πιστῶν νά μήν ἀνεχθοῦν στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τόν μολυσμό τῶν αἱρέσεων, ἀλλά ἀπό τήν ἄλλη σέ πολλές περιπτώσεις φανερώνουν μία σύγχυση περί τοῦ πρακτέου.

Ἡ σύγχυση ἐπιτείνεται ἀπό τήν ἐπίμονη ὑποστήριξη τῆς ἀντικανονικῆς θέσεως ζηλωτῶν κληρικῶν περί ὑποχρεωτικῆς ἀποτειχίσεως τῶν κληρικῶν ἀπό τούς προϊσταμένους τους, εἴτε αὐτοί αἱρετίζουν εἴτε κοινωνοῦν μέ αἱρετίζοντες καί πρό συνοδικῆς κρίσεως τῆς αἱρέσεως, καθώς καί ἄλλων ἀστηρίκτων κανονικῶς θέσεων π.χ. ὅτι μέσῳ τοῦ κανόνος οἱ κηρύττοντες πλάνη εἶναι χωρίς συνοδική καταδίκη ἀναθεματισμένοι, ὅτι οἱ λαϊκοί εἶναι κριτές καί δικαστές τῶν αἱρετιζόντων ἐπισκόπων.
Νομίζω ὅτι μέχρι τώρα, παρά τόν πόνο πού βιώνουν οἱ πιστοί ἀπό τή βλάσφημη εἰσβολή τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τελικῶς τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ἀκολουθήσει τόν χρυσό κανόνα δηλ. τούς Ἱ. Κανόνες καί τούς ἁγίους τοῦ καιροῦ μας. Ἡ κατάγνωση ἀπό τούς Πατέρες, σύμφωνα μέ τό πλῆρες περιεχόμενο τοῦ ὅρου τοῦ ΙΕ΄ Κανόνος τῆς πρωτοδευτέρας Συνόδου, εἶναι ἡ ἀρχή, τό ἔναυσμα, γιά κάθε κανονική τοποθέτηση καί ἐνέργεια κληρικῶν καί λαϊκῶν. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες εἶναι πού ὁδηγοῦν ὅταν πρέπει σέ καταδικαστικές συνοδικές ἀποφάσεις. 
Ἔχουμε καί σήμερα Πατέρες Ἁγίους. Χωρίς ἁγίους ἡ Ἐκκλησία μας θά ἦταν γυμνή Χάριτος. Αὐτοί εἶναι οἱ αὐθεντικοί ἑρμηνευτές καί τηρητές τῶν ἱ. Κανόνων.

Ἀπό τήν πολιτεία τῶν τωρινῶν ἁγίων μας γίνεται ἀντιληπτό ὅτι δέν ἀρκεῖ νά μελετᾶ κανείς τούς Κανόνες καί εἰδικά σέ τόσο σοβαρά ζητήματα καί νά ὁρμᾶ στήν ἐφαρμογή τους.

Χρειάζεται φωτισμός θεῖος καί διάκριση εἰδικά σήμερα ὅπου ὁ Οἰκουμενισμός ἔχει μεθόδους καί διακλαδώσεις σατανικές, ἐπικίνδυνες γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.

Οἱ ζῶντες ἅγιοι ὁμιλοῦν καί ἐνεργοῦν μέ τήν ἐπιστασία τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Γνωρίζουν πῶς καί πότε θά ὁμιλήσουν, πῶς καί πότε θά συστήσουν τίς κατάλληλες ἐνέργειες. Γιά τόν Οἰκουμενισμό ὁμιλοῦν, γράφουν, καταδικάζουν, ἀφυπνίζουν, ἀλλά καί συγκρατοῦν τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας στήν ἑνότητά του. Προσέχουν νά μή διχάσουν τό ἤδη «πολυκομματιασμένο φόρεμα τῆς Μητέρας μας»,(π. Παΐσιος) τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας.

Ἄς δοῦμε τή στάση τῶν σημερινῶν ἁγίων.
Ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς ἔγραψε: «Ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι κοινόν ὄνομα διά τούς ψευδοχριστιανούς, διά τάς ψευδοεκκλησίας τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης…Ὅλοι δέ αὐτοί οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὅλαι αἱ ψευδοεκκλησίαι δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μιά αἵρεσις παραπλεύρως εἰς τήν ἄλλην αἵρεσιν. Τό κοινόν εὐαγγελικόν ὄνομά των εἶναι ἡ παναίρεσις»[17].

Ὁ ἅγιος Γέροντας Παΐσιος σέ ἐπιστολή του στίς ἀρχές τοῦ 1969 κατηγορεῖ τίς φιλενωτικές κινήσεις τοῦ Ἀθηναγόρα καί τόν ἐλέγχει γιά τόν σκανδαλισμό τῶν χριστιανῶν. 

Λέει ἐπίσης ὅτι «ἐπειδή τό θέμα τῆς ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι κάτι τό πνευματικόν καί ἀνάγκην ἔχομε πνευματικῆς ἀγάπης, ἄς τό ἀφήσουμε σέ αὐτούς πού ἀγαπήσανε πολύ τόν Θεόν καί εἶναι θεολόγοι, σάν τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας…πού προσφέρανε καί προσφέρουν ὁλόκληρο τόν ἑαυτό τους εἰς τήν διακονίαν τῆς Ἐκκλησίας (ἀντί μεγάλης λαμπάδας) τούς ὁποίους ἄναψε τό πῦρ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ…». (ἄς θυμηθοῦμε ἐδῶ τό πῦρ γιά τό ὁποῖο μίλησε καί ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Ν. Θεολόγος). Συνεχίζοντας βεβαιώνει ὅτι «ὁ Κύριος ὅταν θά πρέπῃ, θά παρουσιάσῃ τούς Μάρκους τούς Εὐγενικούς καί τούς Γρηγορίους Παλαμάδες διά νά συγκεντρώσουν ὅλα τά κατασκανδαλισμένα ἀδέλφια μας, διά νά ὁμολογήσουν τήν Ὀρθόδοξον πίστιν, νά στερεώσουν τήν Παράδοσιν καί νά δώσουν χαράν μεγάλην εἰς τήν Μητέρα μας».

Λέγει ὅμως ὅτι «δέν εἶναι καθόλου καλόν νά ἀποχωριζώμεθα ἀπό τήν Ἐκκλησίαν κάθε φορά πού θά πταίῃ ὁ Πατριάρχης. Ἀλλά ἀπό μέσα κοντά στήν Μητέρα Ἐκκλησία ἔχει καθῆκον καί ὑποχρέωσι ὁ καθένας νά ἀγωνίζεται μέ τόν τρόπον του»[18].
Ὁ π. Παΐσιος τελικῶς στό τέλος τοῦ 1969 παρακίνησε τούς ἁγιορεῖτες στή διακοπή τοῦ μνημοσύνου τοῦ Πατριάρχου τό ὁποῖο ἐπανῆλθε μετά 4 χρόνια. 
Ὁ μητροπολίτης Αὐγουστῖνος, ὁ ἅγιος γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος, ὁ σεβαστός γέροντας μας π. Ἐπιφάνιος, ὁ π. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος, ὅλοι σέβονταν τό π. Ἡμερολόγιο, δέν ἤθελαν ὅμως τό σχῖσμα. 
Ὅλοι ἀντιπαθοῦσαν τόν Οἰκουμενισμό καί μάχονταν ἐναντίον του, ἀλλά ἀπέφυγαν τήν ἀποτείχιση. 
Οὔτε οἱ πλήρεις χαρισμάτων τοῦ ἁγίου Πνεύματος ὅσιοι Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης, Ἰάκωβος Τσαλίκης, οὔτε ὁ διωκόμενος στή Σερβία ὅσιος Ἰουστῖνος διενοήθησαν νά ἀποτειχισθοῦν ἀπό τήν κοινωνία τῆς Ἐκκλησίας. 
Ἡ βιασύνη γιά ἀποτείχιση σήμερα βασίζεται στήν ἐσφαλμένη ἀντίληψη περί ὑποχρεωτικοῦ χαρακτῆρος τοῦ Κανόνος. 

Ἄν ἤθελαν οἱ θεοφόροι Πατέρες, συντάκτες τοῦ Κανόνος νά καταστήσουν τόν Κανόνα ὑποχρεωτικό θά ξεκινοῦσαν μέ τό ρῆμα «δεῖ» ἤ «πρέπει» ἤ «ἀναγκαῖον ἐστί» καί θά προέβλεπαν ποινές ἀναθέματος καί ἀφορισμοῦ στήν περίπτωση παραβάσεως τοῦ Κανόνος. Ἔχουν εἰπωθεῖ πολλά σχετικά μέ τό ζήτημα αὐτό. Θά προσθέσω τοῦτο. 

Ὁ κανόνας αὐτός, κατά τό τμῆμα πού μᾶς ἐνδιαφέρει, εἶναι σέ πολλά σημεῖα κατά γράμμα παρμένος ἀπό τήν «Περί ἐξαγγελιῶν» πραγματεία τοῦ Ἁγίου Σωφρονίου Ἱεροσολύμων[19]. Σ’αὐτήν ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος γιά λόγους παιδευτικούς καταρᾶται τούς παραβάτες τῶν θείων ἐντολῶν[20]
Φθάνοντας ὅμως στό συγκεκριμένο ἀπόσπασμα, κανένα ἐπιτίμιο δέν προβλέπει. Ἐκτιμᾶ μόνο, ὅπως ὁ ΙΕ΄κανών, ὅτι ὅποιος ἀποτειχισθεῖ ἀπό τόν αἱρετικό προϊστάμενό του, πρέπει νά τύχει τιμῆς καί ἀποδοχῆς.
Γιατί ἄραγε μοιάζουν ἐλαστικοί οἱ Πατέρες στό ζήτημα αὐτό; Στήν ἀνησυχία πού ἐξέφρασα πρός τόν Ὅσιο Πορφύριο γιά τίς ἐνέργειες τῶν ὑψηλά ἱσταμένων οἰκουμενιστῶν μοῦ εἶπε: «Πρέπει νά εἴμαστε προσεκτικοί». 

Οἱ Ἅγιοι Πατέρες, οἱ συντάκτες τοῦ ΙΕ΄Κανόνος δέν ὑποχρεώνουν σέ ἀποτείχιση καί οἱ ἐσχάτως διαλάμψαντες ἅγιοι, ἰδιαίτερα σήμερα, τήν ἐποχή τῆς συγχύσεως, ὅπου «ἐψύγη ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν», δέν σπεύδουν σέ ἀποτειχίσεις γιατί καί τότε οἱ ἅγιοι καί τώρα ἀναλογίζονται τίς προβλεπόμενες καί μή προβλεπόμενες συνέπειες ἀπό τέτοιες κινήσεις καί νιώθουν εὐθύνη γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. 

Καθένας, εἰδικά κάθε ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας μπορεῖ νά σκεφθεῖ πάρα πολλά «παρατράγουδα» σέ περίπτωση ἀποτειχίσεων. 

Δέν πρέπει νά ἀκολουθήσουμε τούς ἁγίους ὅσιο Ἰουστῖνο, ὅσιο Πορφύριο, ἁγίους Γέροντες Παΐσιο, Ἰάκωβο Τσαλίκη, Φιλόθεο Ζερβάκο, ἐπίσκοπο Αὐγουστῖνο;

Ἐν προκειμένῳ, ἔχει καταγνωσθῆ ὁ Οἰκουμενισμός ὡς παναίρεση ὑπό τῶν συγχρόνων γερόντων, ἀλλά γιά νά ἀπομακρυνθοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι ἀπό τήν κοινωνία τῶν Οἰκουμενιστῶν χρειάζεται κατάγνωσις ὑπό τῆς Συνόδου – αὐτό εἶναι διαζευκτικά ἕνα ἀπό τά προαπαιτούμενα τοῦ ΙΕ΄Κανόνος – «ἁγίων Συνόδων ἤ Πατέρων» – δεδομένου ὅτι κατά τή μαρτυρία καί τῶν ἀποτειχισθέντων ἀδελφῶν, ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι ὕπουλη αἵρεση καί ὡς πρός τήν οὐσία του καί ὡς πρός τήν πρός τά ἔξω ἔκφρασή του.

Ὅπως ἐγράφη ὀρθῶς «ὁ Οἰκουμενισμός σήμερα προχωρεῖ εἰς τήν κατάργησιν τῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς πίστεως σταδιακά καί μεθοδικά» ἐνῷ «ἐκ τοῦ ἀντιθέτου…παρουσιάζεται σάν νά μήν καταργῆ τίποτε ἀπό τήν πίστι καί τήν Παράδοσι, οἱ δέ ποιμένες καί δή [βεβαίως ὄχι ὅλοι, σημ. δική μας] οἱ ἐπίσκοποι νά…αὐτοπροβάλλωνται ὡς φύλακες τῆς πίστεως καί προστάτες τοῦ ποιμνίου…» Αὐτό, συνεχίζει, «ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι ἡ ὑπουλώτερη ἐξ ὅλων τῶν αἱρέσεων».

Προβάλλει λοιπόν λόγῳ τοῦ χθονίου χαρακτῆρος τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἡ ἀνάγκη, κατά τόν Θεόδωρο τόν Στουδίτη, νά ἐκφωνηθῆ «τό πονηρόν δόγμα καί ἀνάθεμα» σέ Σύνοδο. 

«Πρό τούτων…» οὐκ ἔστιν «ἀσφαλές ἀποστῆναι τῶν παρανομούντων τελείως …οἰκονομίᾳ δέ πρεπούσῃ ἀναφέρειν ἕως καιροῦ»[21] 

δηλαδή εἶναι ἀναγκαῖο νά γίνει φανερή ἡ αἵρεση, νά διακηρυχθεῖ συνοδικά ἀπό κάποια ψευδοσύνοδο, καί στή συνέχεια βέβαια κατά τό πρότυπο τῶν Συνόδων νά ἀναθεματισθῆ ἐν Συνόδῳ, ἄν ὄχι σέ Οικουμενική, τουλάχιστον σέ μιά τοπική Σύνοδο. 

Μἐχρι τότε, «ἄχρι καιροῦ», μνημονεύονται οἱ αἱρετίζοντες ἐπίσκοποι ἀλλά ἀπαιτεῖται πίστις, ἐγρήγορση ἐν Χριστῷ ἄσκησις καί ἐργασία τῶν ἐντολῶν. 

Ἔχει βέβαια ἀναθεματισθῆ ὁ Οἰκουμενισμός ἀπό τήν ὑπερόρια ρωσική Σύνοδο τοῦ Φιλαρέτου στήν Ἀμερική, ἀλλά πρόκειται γιά Σύνοδο ἀμφιβόλου κανονικότητος. Κι ἐδῶ πρέπει νά ἀκολουθήσουμε τόν ἅγιο Ἰουστῖνο. Λησμονοῦμε ὅτι ὄχι μόνο χαρακτήρισε «παναίρεση» τόν Οἰκουμενισμό, ἀλλά σέ Ὑπόμνημά του πρός τή Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας, σχετικό μέ τήν καί τότε μελετωμένη «Μεγάλην Σύνοδον» ἔγραψε: 


Ἕτερον θέμα, τό ὁποῖον θά ἠδύνατο καί θά ἔπρεπε, κατά τήν ἡμετέραν αἴσθησιν καί ἐπίγνωσιν, νά ἀπασχολήσῃ μίαν ὄντως Οἰκουμενικήν Σύνοδον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σήμερον, εἶναι τό θέμα τοῦ «οἰκουμενισμοῦ». 

Τό θέμα τοῦτο…εἶναι εἰς τήν πραγματικότητα ἐκκλησιολογικόν θέμα καθ’ ὅτι ἀναφέρεται εἰς τήν Ἐκκλησίαν ὡς ἕνα καί ἑνιαῖον καί μοναδικόν θεανθρώπινον ὀργανισμόν, τόν ὁποῖον ὁ συγκρητισμός τοῦ συγχρόνου οἰκουμενισμοῦ θέτει ὑπό ἀμφισβήτησιν[22]
Ἡ κανονική καταδίκη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ θά ἀποτελέσει τήν ἀπαρχή γιά τήν πλήρη καταστροφή τῆς αἱρέσεως.
Μέχρι τότε δέν πρέπει νά ἐφησυχάζουν καί δέν ἐφησυχάζουν οἱ ὀρθόδοξοι κληρικοί καί λαϊκοί οὔτε βολεύονται, ὅπως κατηγοροῦνται ἀπό τούς ἀποτειχισμένους. 
Μέ τό κήρυγμα, μέ δημόσιες ὁμιλίες, μέ κείμενα συγγραφόμενα καί ὑπογραφόμενα ἀπό ἐπισκόπους καί λοιπούς κληρικούς μοναχούς καί λαϊκούς, μέ ποικίλες παρεμβάσεις, δημοσιεύματα, ἀφ’ ἑνός καλλιεργεῖται τό ὀρθόδοξο φρόνημα τῶν πιστῶν πού κρατοῦνται ἔτσι σέ ἐγρήγορση καί ἑνότητα, καί ἀπό τήν ἄλλη ἀναγκάζονται οἱ Οἰκουμενιστές νά «πονοκεφαλιάζουν» καί πολλές φορές νά χάνουν τήν ψυχραιμία τους. 
Ὅσο κι ἄν προχωροῦν σέ ἀποστασία ἀπό τήν Ορθοδοξία, γνωρίζουν ὅτι ὑπάρχη ζῶσα παρεμβολή τῶν ὀρθοδόξων, πού ἔχει ὅρια στήν ἀνοχή τῆς παρανομίας. 

Ὅσοι χαρακτηρίζουν χλευαστικά τήν «Ὁμολογία Πίστεως» καί τή λοιπή σήμερα ἀναπτυσσόμενη ἀπολογητική γραμματεία ὡς «χαρτοπόλεμο», θά ἔπρεπε κάνουν τό ἴδιο καί γιά τήν πατερική γραμματεία πού ἀνέκαθεν ἀναπτυσσόταν γιά δεκαετίες μέχρι τήν καταδίκη τῶν αἱρέσεων.
Θά ἤθελα νά συνοψίσω τίς παραπάνω σκέψεις σχετικά μέ τή στάση τῶν Ἁγίων ἔναντι τῶν αἱρέσεων.
Α) Ἡ συμβολή τῶν ἁγίων Πατέρων διά τοῦ φωτισμοῦ, τῆς θεολογίας καί τῆς παρρησίας τους εἶναι ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ προϋπόθεση γιά τήν διάγνωση καί κατάγνωση τῶν αἱρέσεων.
Β) Οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἀποτειχίζονται ἀπό τήν κοινωνία τῶν αἱρετικῶν ἐπί τῇ βάσει τῆς διδασκαλίας τῶν πρό αὐτῶν Πατέρων, καί μέ τή βεβαιότητα καί τήν πληροφορία, πού τούς παρέχει τό ἅγιο Πνεῦμα.
Γ) Σπεύδουν στή συγκρότηση Συνόδων γιά τήν καταδίκη τῶν αἱρέσεων καί τῶν αἱρετικῶν ποιμένων, διακρίνουν ποιές ἀπό τίς Συνόδους εἶναι ὀρθόδοξες,  καί στίς ἀντιπαραθέσεις μέ τούς αἱρετικούς, προβάλλουν μαζί μέ τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, τίς τοπικές συνόδους πού καταδικάζουν τήν πλάνη, γιά νά αἰτιολογήσουν τήν ἀποτείχισή τους ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες.
Δ) Δέν ἐνεργοῦν παρορμητικά καί ἰσοπεδωτικά, ἀλλά μετά διακρίσεως ἀναμένοντας τόν κατάλληλο καιρό γιά τήν ἀποτείχιση φροντίζοντας μέ θεῖο φόβο γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Ε) Ἅγιοι Πατέρες ὑπάρχουν καί σήμερα καἰ ὅπως πάντοτε ὀφείλουμε καί σήμερα μπροστά στή λαίλαπα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ νά τούς ἀκολουθοῦμε.
Συμπεράσματα ἀπό τόν κατοπτρισμό μας στήν πολιτεία τῶν Ἁγίων.
Ἀναλογιζόμενοι τό μέγεθος τῆς ἁγιότητος τῶν ἁγίων Πατέρων θεωρῶ ὅτι ἀκολουθώντας κατά τό δυνατόν τό πνεῦμα τους 

α) δέν μποροῦμε οὔτε κατ΄ἐλάχιστον νά συγκρίνουμε τόν ἑαυτό μας, τίς πράξεις καί τά γραπτά μας μέ αὐτά τῶν ἁγίων πού ἀνῆλθαν στή θεωρία τοῦ Θεοῦ καί ἐδέχθηκαν τό χάρισμα τοῦ θεολογεῖν.
β) Εἶναι κατ΄ἐμέ ἐπιεικῶς ἀπαράδεκτο, λόγῳ τῆς κρισιμότητος τῶν πραγμάτων καί τῆς καταιγιστικῆς προωθήσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ νά ὁμιλοῦμε ὑποτιμητικά γιά τήν ἐν Χριστῷ διδασκαλία περί ἀσκήσεως, καί νά χαρακτηρίζουμε «εὐσεβιστικά» τά κηρύγματα περί νοερᾶς προσευχῆς, ὑπακοῆς κλπ.

Γιατί τούτη ἡ ζωή τῆς ἀσκήσεως καί ὁ ἀγῶνας γιά τήν ἐν Χριστῷ τελείωση ἦταν ἡ βάση τῶν ἁγίων καί πρέπει νά ἀποτελεῖ καί γιά μᾶς τό κριτήριο ὅλων τῶν ἐνεργειῶν μας.

γ) Ἐγγίζει τά ὅρια τῆς βλασφημίας ὁ ἰσχυρισμός, ὅτι ἔχοντας τά κείμενα τῶν ἁγίων Πατέρων καί τούς ἱερούς Κανόνες δέν ἔχουμε ἀνάγκη τόν θεῖο φωτισμό γιά τίς ἐνέργειές μας καί
δ) Οἱ ὕβρεις πού ἐκτοξεύονται κατά τών θεοφόρων ἁγίων τοῦ καιροῦ μας, ἁγίων πού δέν τούς ἀνεκήρυξαν, ὅπως ἐλέχθη, οἱ Οἰκουμενιστές, ἀλλά ὅλο τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο ζεῖ καί ἀναπνέει μέ τό ὄνομά τους, ὄχι μόνο ἀποτειχίζουν τούς ὑβριστές ἀπό τούς αἱρετίζοντες προϊσταμένους τους, ἀλλά φρονῶ τούς ἀποσχίζουν καί ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Τελικῶς δέν πρέπει μόνοι μας, μέ κριτήριο τούς λογισμούς μας, τά διαβάσματά μας καί τόν ζῆλο μας νά βαδίζουμε στή ζωή μας καί νά κάνουμε τίς ἐπιλογές μας, αὐτή μάλιστα τήν ἐποχή τοῦ «σατανοκινήτου» Οἰκουμενισμοῦ (π. Ἐπιφάνιος).

Ἀλλά «σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις» ἔχοντες κατοικοῦντα τόν Χριστό στίς καρδιές μας διά τῆς πίστεως, ριζωμένοι καί θεμελιωμένοι στήν ἀγάπη, θά μπορέσουμε νά καταλάβουμε «τί τό πλάτος καί μῆκος καί βάθος καί ὕψος» καί νά γνωρἰσουμε τήν ὑπερβάλλουσα τῆς γνώσεως ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, τηροῦντες μετά φόβου τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τήν κοινωνία τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.


Ἀκοινωνησία καί Ἀποτείχιση 

σύμφωνα μέ τή διδασκαλία καί τόν Βίο τῶν αγίων Πατέρων

Αἰδεσιμ.πρωτοπρ. Ἰωάννου Φωτοπούλου


(Εἰσήγηση στήν ἡμερίδα τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς τήν 27 Νοεμβρίου 2014 στόν Πειραϊκό Σύνδεσμο).


Βιβλιογραφικές αναφορές:

[1] ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περί ἐκκλ. Καί οὐρανίου ἱεραρχίας, Ἐκδ. Πουρναρᾶ Θεσσ/νίκη 1985 σ.50.
[2] ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Πηδάλιον σ. 13
[3] ΚΑΝΩΝ ΛΑ΄Ἁγίων Ἀποστόλων: Εἴ τις καταφρονήσας τοῦ ἰδίου Ἐπισκόπου χωρίς συναγάγῃ, και θυσιαστήριον ἕτερον πήξῃ, μηδέν κατεγνωκώς τοῦ Ἐπισκόπου ἐν εὐσεβείᾳ καί δικαιοσύνῃ, καθαιρείσθω ὡς φίλαρχος.(Πηδάλιον σ. 32). Ἐξ αντιδιαστολῆς συμπεραίνεται ὅτι δίδεται ἡ δυνατότητα στόν πρεσβύτερο νά ἀποκοπῇ ἀπό τήν κοινωνία τοῦ ἐπισκόπου ὅταν ἐκεῖνος σφάλλῃ στήν πίστη καί τό δίκαιο.
[4] ΚΑΝΩΝ ΙΕ΄ τῆς Πρωτοδευτέρας ἐν Κων/πόλει Συνόδου(ἐπί Μ. Φωτίου): «…Οἱ γάρ δι΄αἵρεσίν τινα παρά τῶν ἁγίων Συνόδων ἤ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς πρός τόν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτούς διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι τήν αἵρεσιν δημοσίᾳ κηρύττοντος, καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἐαυτούς τῆς πρός τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλά καί τῇς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται…»(Πηδάλιον σ. 358).
[5] ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Ἐπιστολή πρός Κελεστῖνον ἐπίσκοπον Ρώμης, ἐν Τῶν Ἱερῶν Συνόδων νέα καί δαψιλεστάτη συλλογή, τόμος Α΄σ. 443 
[6] Βίος Στεφάνου τοῦ Nέου, P.G. 100, 1038A 
[7] P.G. 5, 912AB
[8] Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, P.G. 26, 1188ΒC
[9] ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Ἑρμηνεία εἰς τήν πρός Ἑβραίους Ἐπιστολήν, Ὁμιλία ΛΔ΄, P.G. 63, 231
[10] ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Ἴσον ἐπιστολῆς πρός Νεστόριον περί τῆς ἀκοινωνησίας, ἐν Τῶν Ἱερῶν Συνόδων νέα καί δαψιλεστάτη συλλογή, τόμος Α΄ σ. 457.
[11] Ἐξήγησις τῆς κινήσεως γενομένης μεταξύ τοῦ κυροῦ ἀββᾶ Μαξίμου καί τῶν συν αὐτῷ ἐπί σεκρέτου P.G. 90, 120C
[12] Ὡς ἄνω P.G. 90, 120D
[13] ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΔΙΑΚΟΝΟΥ, Εἰς τόν Βίον καί μαρτύριον τοῦ παμμάκαρος καί Ὁσίου μάρτυρος Στεφάνου τοῦ Νέου, P.G. 100, 1117D- 1119A
[14] ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Ἁγιορειτικός Τόμος, Φιλοκαλία τ.Δ΄ σ. 192.
[15] ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΔΙΑΚΟΝΟΥ,Εἰς τόν Βίον καί μαρτύριον τοῦ παμμάκαρος καί Ὁσίου μάρτυρος Στεφάνου τοῦ Νέου P.G. 100, 1157D
[16] ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Ἠθικός Ζ΄ Ἐκδόσεις Ὠφελίμου Βιβλίου, τ. 5 σσ.281-282.
[17] ΑΓΙΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί ὁ Οἰκουμενισμός, Ἔκδοσις Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 224
[18] ΑΓΙΟΥ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, «Άγνωστη επιστολή πόνου κατά οικουμενιστών και φιλενωτικών», Ορθόδοξος Τύπος (9/16-3-2007) .
[19] ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Περί ἐξαγγελιῶν «Εἰ δέ τινες ἀποσταῖεν τινος οὐ διά πρόφασιν ἐγκλήματος ἀλλά δι’αἵρεσιν ὑπό συνόδου ἤ ἁγίων Πατέρων κατεγνωσμένην τιμῆς καί ἀποδοχῆς ἄξιοι ὡς ὀρθόδοξοι» P.G. 87, 3369- 3371D
[20] Π.χ. : «Ὁ λύων ὅρον γονέων ἤ ζώντων ἤ τεθνεώτων ἀνάθεμα ἔστω….Εἰ τούς στάχυας τούς ἀποπίπτοντας οὐκ ἀφίησι συλλέγειν τοῖς πτωχοῖς ἐπικατάρατος. εἰ τις δίδοι τοῖς μάντεσι ἀντίψυχον καί λαμβάνει γραπτόν…ἐπικατάρατος»(P.G. 87, 3368AB).

[21] ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ, P.G. 99, 1048D

[22] ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ(νῦν ΑΓΙΟΥ) ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Περί τήν μελετωμένην «Μεγάλην Σύνοδον» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Ὑπόμνημα πρός τήν Σύνοδον τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1977 σ. 18

Πηγή: Όρθρος

Εμπειρία Θεού ~ Διονυσίου Φαρασιώτη


Εμπειρία Θεού
Διονυσίου Φαρασιώτη
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Οι Γκουρού, Ο Νέος και ο Γέροντας Παϊσιος» 
Εκδόσεις Παναγόπουλος
Ακόμα απορώ και εξίσταμαι!… 
Σταματάει ο νους μου και δεν μπορώ να το χωνέψω… 
Αν προσπαθήσω να εννοήσω το βάθος, σαλεύομαι… 
Μόλις νοιώσω λίγο την αγαθότητα και το έλεος, συντρίβομαι… Η σίγουρη αίσθηση της αναξιότητάς μου και της αχαριστίας μου απέναντι σ’ όλα αυτά που μου χαρίστηκαν με κάνει να φρίττω, να τρέμω και να παραληρώ για τη συγκατάβαση και την καταδεκτικότητα. 
Πόσο συγκαταβαίνουν προς την αναξιότητά μας ο Θεός και οι Άγιοί του!!…
Είχα κάποτε τη μεγάλη τιμή και ευλογία να μεταφέρω το γέροντα Παΐσιο κάπου με το αυτοκίνητό μου. Μέσα στη μεγάλη του απλότητα και ταπείνωση, ξεχνιόμουν και εγώ και παρασυρόμουν σε μία… οικειότητα. Έβλεπα μπροστά μου τον πατέρα μου και λησμονούσα ότι ο Θεός κατοικούσε μόνιμα μέσα του… 
Λησμονούσα ότι είχε πραγματώσει στο έπακρο τις δυνατότητες της ανθρώπινης φύσης και ότι είχε γίνει ένας θεοφόρος… 
Λησμονούσα ότι με το λόγο του διώχνει δαιμόνια, ότι με ένα λόγο του ανίατες ασθένειες εξαφανίζονται, ότι το πρόσωπό του έλαμψε σαν ήλιος μπροστά στα μάτια μου, ότι… ότι… ότι με ατελείωτα χαρίσματα έχει τιμηθεί και στολισθεί από το Άγιο Πνεύμα, τη Χάρη Του Θεού…
Τα γνωρίζω καλά όλα αυτά και τα φυλάω βαθειά μέσα στα βάθη της ψυχής και παρακαλώ το Θεό με αγωνία και δάκρυα να μη μου τα κλέψει ποτέ από κει ο λυσσασμένος εχθρός μου, ο διάβολος. Κι όμως… όταν βρισκόμουν με το γέροντα, πολλές φορές η απλή και ανεπιτήδευτη συμπεριφορά του, η γεμάτη καλοσύνη και χιούμορ, με παρέσερνε στην οικειότητα, από την οικειότητα κατρακυλούσα στην αναίδεια και το θράσος, και άνοιξα το στόμα μου με όλη την αναισθησία και τη χαζομάρα μου και είπα.
– Γέροντα, πες μου για το Θεό, μίλησέ μου, πώς είναι;
Ο γέροντας δε μίλησε κι εγώ εξακολουθούσα να οδηγώ, σε στροφές μάλιστα πάνω στο βουνό.
Θεέ μου !… Άρχισα ξαφνικά να νοιώθω το Θεό παντού!…
Μέσα στο αυτοκίνητο, έξω στα βουνά, μακριά στους απόμακρους Γαλαξίες… 
Ήταν παντού, γέμιζε τα πάντα, αλλά δεν ήταν τίποτα από όλα αυτά!…
Μια ουσία που διαπερνούσε όλες τις άλλες, χωρίς να μπερδεύεται ή να συγχέεται μ’ αυτές. Μια δύναμη παντού παρούσα, που όμως κανείς δεν την αντιλαμβάνεται, έξω από κάθε αντίληψη. Δεν μπορεί κάποιος να την ανακαλύψει με δική του… αλαζονική προσπάθεια.
Μια δύναμη που μόνο… αυτοαποκαλύπτεται!… 
Όλα αυτά τα βουνά, τα αστέρια, τα δέντρα, οι άνθρωποι υπήρχαν και διατηρούνταν στη ζωή χάρις στη δική Του δύναμη. Μπορούσε σε μια στιγμή μέσα να τα εξαφανίσει, να πάψουν να υπάρχουν χωρίς θόρυβο ή πάταγο ή αντίσταση. Όπως γυρίζουμε το διακόπτη και σε μια στιγμή χάνεται το φως.
Είναι τόσο παντοδύναμος και όμως τόσο…ευγενικός. Δεν πιέζει κανένα με την παντοδυναμία Του ή την παρουσία Του… 
Τόσο κοντά μας και τόσο αθέατος την ίδια στιγμή, για να μη νοιώσουμε κάποιο βάρος, κάποια υποχρέωση από την παρουσία Του και μόνο…
Να μη μας βαρύνει καθόλου, να μη μας δημιουργήσει καμία δέσμευση, να μας αφήσει τελείως ελεύθερους, να κάνουμε ό,τι θέλουμε… Όχι να εξαναγκαστούμε από την ομορφιά Του κατά κάποιον τρόπο. Θα μπορούσε να επιβάλει την αγάπη Του όχι τίποτα με φόβους και δύναμη και ισχύ, αλλά απλά και μόνο με τη γλυκύτητα της παρουσίας Του, στην οποία καμία ύπαρξη δε θα μπορούσε να αντισταθεί. Δεν το κάνει, από ένα άπειρο… ακατανόητο σεβασμό για την ελευθερία του ανθρώπου.
Δεν το κάνει, από αγάπη για τον άνθρωπο. Μας αγαπάει τόσο πολύ, μας επιθυμεί τόσο σφοδρά που… καίγονται τα σπλάχνα Του, από επιθυμία και αγάπη για μας… Γι’ αυτό αυτοπεριορίζεται, εξαφανίζεται από την αντίληψή μας και προσπαθεί με χίλιους τρόπους, με άπειρη σοφία, με τρομερή προσοχή και ενδιαφέρον, σαν «μανιακός» εραστής να μας ελκύσει στην αγάπη Του. 
Να μας ξυπνήσει, να μας κινήσει το ενδιαφέρον, να μας κάνει να καταλάβουμε και να Τον αγαπήσουμε.
Κάθεται και ασχολείται με τον καθένα μας προσωπικά, και ταυτόχρονα με όλο το σύμπαν, ο απειροδύναμος!…
Και επειδή έχει ενδιαφέρον γι’ αυτό το απέραντο σύμπαν, δε μειώνεται ούτε κατ’ ελάχιστο, δεν υποτονεί ούτε κατά διάνοια η αγάπη και το ενδιαφέρον που έχει για τον καθένα μας προσωπικά.

Ο Θεός θέλει την αγάπη μας… Δεν την απαιτεί. 
Η αγάπη είναι ένα συναίσθημα που γεννιέται και ζει μόνο μέσα στον αέρα της ελευθερίας, έξω απ’ αυτόν παύει να υπάρχει, διαστρέφεται, αλλοιώνεται, πεθαίνει. Γι’ αυτό ο Θεός μας αφήνει τελείως ελεύθερους… για να κερδίσει την αγάπη μας, που μπορεί να γεννηθεί μόνο μέσα σ’ αυτή την ελευθερία.
Τι έχουμε εμείς και μας αγαπάει ο Θεός; Κάποια ομορφιά, κάποια εξυπνάδα, κάποια δύναμη, κάποια αρετή; Τίποτα! Είμαστε ανύπαρκτοι μπροστά Του…
Και όχι μόνο δεν έχουμε κάτι που ν’ αξίζει να μας αγαπήσει κανείς, αλλά έχουμε και πάρα πολλά που βρωμάν και απωθούν και προτρέπουν ισχυρά κάποιον να μας αποστραφεί και να μας μισήσει. 
Είμαστε μικρόψυχοι στη γενναιοδωρία Του· ελάχιστης νοημοσύνης απέναντι σε μια απέραντη διάνοια· πονηροί απέναντι στην εξυπνάδα Του· άρπαγες, τη στιγμή που ολόκαρδα προσφέρει· αυτό που μας χαρίζει πλούσια, ξέχειλα, εμείς θέλουμε να το αρπάξουμε· απαντάμε στην καλοσύνη Του με αρπακτικότητα και χλευασμό· αχάριστοι προς τις ευεργεσίες Του· αλαζονικοί στη συμπεριφορά απέναντι στην παντοδυναμία Του· δόλιοι και ανεπαρκείς απέναντι στη Σοφία Του… 
Θέλει να μας χαρίσει από τη Χάρη Του, θέλει να μας δώσει ομορφιά, ζωή, Σοφία, δύναμη. Δε θέλουμε να τα πάρουμε ως δώρα. Ο εγωισμός μας τα καταστρέφει η υπερηφάνειά μας τα βρωμίζει. 

Δεν μπορούμε να κρατήσουμε κανένα από τα δώρα του λόγω της κακής μας προαίρεσης…
Κι αν κάτι απ’ αυτά μείνει στην ψυχή μας, αμέσως φουσκώνουμε από υπερηφάνεια, λες και το αποκτήσαμε με την αξία μας, λες και δεν είναι χάρισμα, δώρο χωρίς κόπο…
Σηκώνουμε το φρύδι και κοιτάμε υπεροπτικά το διπλανό μας. 
Σηκώνεται και το χάρισμα και φεύγει απ’ την ψυχή μας… 
«Ο Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν» «Πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον ανωθέν έστι καταβαινον, από τους Πατρος των Φωτων» (Ιακ. 1, 17).
Τι να πω; Πού να σταματήσω; Ένα μάτσο χάλια είμαστε. Η πεσμένη ανθρώπινη φύση μας, που οικειοθελώς παραμείνει πεσμένη και βουτηγμένη μέσα στο βούρκο των παθών, μόνο εμετό και ασφυξία προκαλεί από τη βρώμα της.
Όπως έλεγε και ο προφήτης Ησαΐας. Δεν πρόκειται για ένα τραύμα που σαπίζει, για μια βαθειά πληγή που έχει. Ο άνθρωπος όλος από την κορυφή μέχρι τα νύχια τα νύχια είναι μια πληγή. Πού να βάλεις γάζα; πού φάρμακο;… Χρειάστηκε ο Ίδιος ο Θεός, ο Χριστός να αναπλάσει απ’ την αρχή, με τη γέννησή Του, τη φύση μας που οικειοθελώς και μετά μανίας την αυτοκαταστρέψαμε. Αυτός από συμπάθεια και αγάπη να αναπλάσει εξ αρχής.
Αυτό είναι η ανθρώπινη φύση σήμερα… 
Δεν ήταν έτσι πάντοτε. Δεν πλαστήκαμε έτσι, καταντήσαμε έτσι. 
Οι επιλογές μας μάς διαμόρφωσαν έτσι… 
Διαλέγουμε συνέχεια το κακό και έτσι αυτοκαταστρεφόμαστε. 
Και ενώ πλαστήκαμε όμορφοι, φωτεινοί, πολυδύναμοι, σοφοί και τιμημένοι, κυρίαρχοι του υλικού σύμπαντος, αθάνατοι, καταντήσαμε σήμερα θνητοί, σκοτεινοί, υποταγμένοι στις ανάγκες της υλικής ζωής, στον πόνο, στην αρρώστια, στη θλίψη, στη φθορά, στο θάνατο. Δεν έχουμε γνώση, δεν έχουμε σοφία, σαν τυφλοί περιφερόμαστε μέσα στον κόσμο, σκοντάφτουμε και πέφτουμε και πληγωνόμαστε και δε γνωρίζουμε που σκοντάψαμε, γιατί πέσαμε, ποιος μας βάζει τρικλοποδιές και προσπαθεί να μας ρίξει σε άγριες χαράδρες και να μας σκοτώσει, για να καγχάσει και να πανηγυρίσει μέσα στην κακία του ο μισάνθρωπος, ο εφευρέτης της κακίας, ο πατέρας του ψεύδους, ο δράκος ο αρχαίος, ο πανάρχαιος εχθρός μας, ο διάβολος.
Και ο Θεός μας αγαπάει…Μας αγαπάει ακόμη…
Με μια αγάπη που καίει, με μια αγάπη που τρέμει από λαχτάρα, με μια αγάπη που αψηφά τον πόνο που της προκαλούμε, με μια αγάπη που δέχεται να μπει στον κόπο μας, που δέχεται να υποφέρει από την τρέλα της κακίας μας. Ω…Θεέ μου ! Πόσο πόνο σου προκαλούμε !
Τόσο πολύ μας αγάπησε ο Θεός, ώστε δέχτηκε να γίνει άνθρωπος… Συμμετρίασε το μεγαλείο Του στην ταπεινότητά μας… Δέχτηκε ν’ ανέβει στο Σταυρό… Δέχτηκε ν’ αφήσει το διάβολο με τις δολοπλοκίες του να Τον ανεβάσει στο Σταυρό και εκεί του συνέτριψε το κεφάλι προς χάριν μας. 
Τώρα πια μπορούμε να νικάμε το διάβολο όποτε θέλουμε. 
Κι όλα αυτά για το χατήρι μας!… Για μένα και για σένα…
Εξακολουθούσα να νοιώθω το Θεό και να τον καταλαβαίνω με την καρδιά μου. Μια βαθειά ηρεμία με πλημμύρισε. Κάθε φόβος εξαφανίστηκε. Αφού υπάρχει ο παντοδύναμος Θεός, αφού όλα τα γνωρίζει, αφού είναι τόσο καλός, αφού είναι τόσο σοφός, αφού με αγαπάει τόσο πολύ, τι να φοβηθώ;…
Είμαι μέσα στην αγκαλιά Του ! Είμαι μέσα στα φούχτα Του. Ποιος μπορεί να μου κάνει τι;… 
Είμαι σίγουρος για την αρχή, την πορεία και το τέλος του κόσμου. 
Χαιρόμουν, γιατί στο τέλος, όπως και πάντοτε Αυτός θα είναι ο νικητής και η καλοσύνη και η αγιότητα θα θριαμβεύσουν.
Πνεύμα ο Θεός!…Ύλη ο κόσμος… Το πνεύμα διαπερνά την ύλη, τη στηρίζει στην ύπαρξη, τη φέρνει στην ύπαρξη, τη διατηρεί στην ύπαρξη, όμως είναι τελείως άλλο πράγμα από την ύλη. Η ύλη είναι προορισμένη να χαθεί. Το πνεύμα υπάρχει πάντα. Ο χρόνος είναι αποτέλεσμα, ιδιότητα της ύλης. 
Στον τρόπο ύπαρξης του πνεύματος δεν υπάρχει χρόνος… 
Η αιωνιότης είναι ο τρόπος ύπαρξης του Πνεύματος… 
Παρελθόν και μέλλον συμπίπτουν σ’ ένα απέραντο παρόν. Είναι ταυτόχρονα παντού από το άπειρο σύμπαν και μέσα στο αυτοκίνητό μου…
Είναι πολύ απλός στη φύση, όμως τόσο μυστηριώδης!… Πόσο βαθειά ικανοποιήθηκε η ψυχή μου! Πόσο χάρηκα! Πόσο ανακουφίστηκα! Πόσο θέλω να το ξαναζήσω! Χαίρομαι στη σκέψη ότι όταν πεθάνω θα αρχίσω, ελπίζω, να ζω κοντά Του. Τόσο που… λαχταράω να πεθάνω. Θα ήθελα να πεθάνω σήμερα, αν γνώριζα ότι θα Τον συναντούσα. 
Φοβάμαι την αμαρτία μου, την κακία μου, μήπως με χωρίσει απ’ Αυτόν…
Θυμάμαι που διάβασα στον Άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό «Πιστεύομεν εις ένα Θεό, άυλον, απεριόριστον, άπειρον, άναρχον, αιώνιον, παντοδύναμον, αθάνατον, άχρονον, φως νοερό…» (Αγίου Ιωαν. Δαμασκηνού, «Έκδοση Ακριβή της Ορθοδόξου πίστης»).
Δε νομίζω αυτή η κατάσταση να κράτησε πολύ. Άμα κρίνω από το δρόμο που έκανε το αυτοκίνητο, 3-4 χιλιόμετρα ίσως, αλλά λόγω των πολλών στροφών πήγαινα σιγά.
Σίγουρα δεν ήμουν, όπως είμαι τώρα που γράφω… 
Είχα πάθει μία αλλοίωση. Μία αλλοίωση τόσο… ξεχωριστή. 
Αλλοιώνεται ο άνθρωπος από πολλά πράγματα· από το ποτό, από τα ναρκωτικά, από την ηδονή, από το κλίμα, από το νερό, από τον πόνο, τη θλίψη, το φόβο, όμως… αυτή η αλλοίωση… δεν έχει ταίρι. Είναι μοναδική.
Ζούσα σ’ ένα είδος… έκστασης, ένα είδος μέθης, χωρίς όμως να έχω χάσει τις αισθήσεις μου και την επαφή με τον υλικό κόσμο. Μία «νηφάλια μέθη», όπως τη χαρακτηρίζουν οι παλιοί ασκητές και Άγιοι στα συγγράμματά τους.
Λες και τράβηξε κανείς κάποιο πέπλο από το νου μου, από την ψυχή μου, και άρχισα να ζω στον ίδιο μεν κόσμο, αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο, ενώ πρώτα ζούσα σ’ ένα μέρος του.
Φανταστείτε έναν κουφό που αρχίζει ξαφνικά να ακούει. Στον ίδιο κόσμο ζούσε πριν, αλλά χωρίς τους ήχους. Τώρα και ακούει.
Φανταστείτε έναν τυφλό που αρχίζει ξαφνικά να βλέπει. Ο ίδιος κόσμος έχει τώρα και εικόνες και χρώματα…
Έτσι λοιπόν και εγώ στον ίδιο κόσμο ζούσα, μόνο που ένοιωθα και το Θεό και μέσα απ’ Αυτόν πολλά-πολλά, βαθειά, σημαντικά και όμορφα πράγματα. 
Ήμουν ξαφνικά μέτοχος και του υλικού και του πνευματικού κόσμου…
Φαντάζομαι κάπως έτσι θα ήταν παλιά οι άνθρωποι. Ο Αδάμ και η Εύα στον Παράδεισο θα ήταν πολύ καλύτερα, γιατί όπως λέει και η Αγία Γραφή, έβλεπαν, άκουαν και συνομιλούσαν με το Θεό. Τότε η ανθρώπινη φύση δεν είχε πάθει ακόμη την καταστροφή που έχω σήμερα εγώ. Τα αισθητήρια πνευματικά όργανα δούλευαν καλά. Τα δικά μου «πνευματικά μάτια» δε βλέπουν πια. Σκεπάστηκαν με τις χοντρές φολίδες της κακίας μου. «Τα πνευματικά μου αυτιά» δεν ακούν πια. Βούλωσαν από τη λάσπη της αμαρτίας μου. «Η πνευματική μου γλώσσα» παρέλυσε από την τεμπελιά της ψυχής. Είμαι θαμμένος ολόκληρος μέσα στο βούρκο των παθών μου.
Κάποιος μ’ έβγαλε για μια στιγμή από κει μέσα, και έζησα και εγώ λίγο σαν άνθρωπος. 
Τώρα ζω πάλι σαν βρώμικος και άρρωστος άνθρωπος, κουφός, τυφλός και αναίσθητος.
Επιθυμώ άραγε στ’ αλήθεια να ζήσω έτσι; 
Αν μου το χάριζαν ξανά, θα το δεχόμουν με χαρά… 
Τώρα γνωρίζω το δρόμο για να πάω μόνος μου εκεί. Όμως δεν τον περπατώ αυτό το δρόμο και δε μου φταίει κανείς έξω από την τεμπελιά μου… 
Γνωρίζω καλά ότι, αν δουλέψω στον αμπελώνα του Κυρίου μου Ιησού Χριστού, θα φτάσω εκεί σίγουρα… 
Και η δουλειά είναι να τηρήσω τις εντολές Του. 
Η τήρηση των εντολών παράγει ένα πνευματικό έργο.
Απαιτείται κάποια ψυχική κυρίως προσπάθεια. Τηρώντας τις εντολές μαθαίνει η ψυχή πολλά πράγματα και ταυτόχρονα καθαρίζεται και αρχίζουν σιγά-σιγά να λειτουργούν τα πνευματικά όργανα.
Δυστυχώς δεν κάνω αυτό που ο καθένας από σας ίσως να έκανε… Γι’ αυτό πιστεύω ότι είμαι άξιος κάθε μομφής και είμαι υπεύθυνος και απέναντί σας και σ’ όλη την ανθρωπότητα, 
που μου χαρίστηκε ένας θησαυρός και δεν τον αξιοποιώ. Είμαι λοιπόν ένας άχρηστος και αχάριστος άνθρωπος. Το μόνο που μου μένει είναι να το διαπιστώνω, να το παραδέχομαι, να το ομολογώ. 
Δεν απελπίζομαι όμως, γιατί γνωρίζω το έλεος και την αγάπη Του. 
Ελπίζω να φιλοτιμηθώ… λίγο… κάποτε… με τη βοήθειά Του.
Αν ήμουν πραγματικά άνθρωπος με φιλότιμο, με καλή προαίρεση, θ’ αγωνιζόμουν τώρα με ζέση και ζήλο, όπως κάνει ο γέροντας.
Προσέξτε κάτι ακόμα, παρακαλώ. Προσέξατε τη γενναιοδωρία του γέροντα, που μιμείται το Θεό, τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό. Τί του ζήτησα εγώ; Λίγα λόγια… Κάποιες κουβέντες. Πώς ανταποκρίθηκε στο αίτημά μου;… 
Με μια ολόθερμη πύρινη προσευχή που συγκίνησε το Θεό και έζησα εγώ ο άθλιος αυτήν την ανυπολόγιστη εμπειρία!… 
Τι πλούτος! Τι γενναιοδωρία! Θεέ μου, συγχώρα με!!… Πόσο πολύ πρέπει να με αγαπά για να προσεύχεται τόσο θερμά για μένα;
Όλα αυτά τα γράφω χωρίς κόπο, χωρίς σκέψη. Δεν κάθομαι να κατασκευάζω διανοήματα, σαπουνόφουσκες του νου χωρίς περιεχόμενα. Συνήθως οι άνθρωποι της εποχής μας δουλεύουν με το… κεφάλι. Κάθονται, σκέφτονται – σκέφτονται, πιέζουν το νου τους, για να παράγουν σκέψεις και γνώσεις. Γιατί νομίζουν ότι όργανο της γνώσης είναι μόνο η λογική. Άσε που μερικοί από το πολύ ζόρισμα που κάνουν στο νου… ξεβιδώνονται, άλλοι λίγοι άλλοι περισσότερο, και τρέχουν μετά τους ψυχίατρους. 
Βουτηγμένοι μέσα στην άγνοια και στο σκοτάδι, αγνοούμε όχι μόνο τον έξω κόσμο αλλά και τον έσω κόσμο, τον εαυτό μας. 
Εκεί μέσα υπάρχει και άλλο γνωστικό όργανο· η πίστη. 
Μέσα από την πίστη ζει κανείς πολλά πράγματα… Τα ζει δεν τα σκέπτεται… 
Μετά έρχεται ο νους, η λογική να τα τακτοποιήσει, να τα κάνει σκέψεις, λόγια, γράμματα όσα από αυτά μπορούν να γίνουν σκέψεις και λόγια. Τα περισσότερα δεν μπορούν να «μεταφρασθούν» στην ανθρώπινη γλώσσα. 
Η ψυχή είναι πολύ πιο πλούσια, βαθειά, διεισδυτική και αισθαντική απ’ ότι η γλώσσα μας.
Εύχομαι σ’ όλους σας να θελήσετε να ζήσετε αυτά τα πράγματα… 
Να μην τα διαβάσετε μόνο, να τα σκεφτείτε, να τα συζητήσετε, να τα κριτικάρετε και να τα καταναλώσετε, μόνο. 
Εύχομαι να τα γυρέψετε στη ζωή σας, όπως άλλοι γυρεύουν τα χρήματα, τη δόξα. 
Αν κάνετε όχι περισσότερο κόπο από έναν έμπορο, αν δείξετε όχι περισσότερη επιμονή από έναν αθλητή ή χορευτή, θα πετύχετε, νομίζω. 
Το Άγιον Όρος είναι μια πολύ καλή πόρτα, για να μπείτε στην Ορθοδοξία, αλλά υπάρχουν και «αγιορείτες» εκτός Αγίου Όρους, άνθρωποι με χαρίσματα και αγάπη…
Όπως υπάρχουν και μη αγιορείτες, άνθρωποι εκτός της Αγιορείτικης Παράδοσης, εντός του Αγίου Όρους.
«Αιτειτε και δοθησεται υμιν, ζητειτε και ευρησετε, κρουετε και ανοιγησεται υμιν» (Ματθ. 7, 7).
Απογοητεύομαι και θλίβομαι, που δεν μπορώ να περιγράψω αυτή την εμπειρία… 
Τα διαβάζω και δεν αντηχεί ούτε το ένα χιλιοστό απ’ αυτήν την εμπειρία μέσα απ’ αυτό το κείμενο…
Πως να περιγράψω; Πως να πω πόσο αληθινό, πόσο βαθύ, πόσο έντονο, πόσο ήρεμο, πόσο χαρούμενο, πόσο ικανοποιητικό, πόσο ιαματικό, πόσο τρυφερό, πόσο ζεστό, πόσο φιλικό, πόσο προστατευτικό, πόσο ζωογόνο… πόσο ιλαρό… πόσο, πόσο, πόσο απ’ όλα τα καλά ήταν…
Θυμάμαι φράσεις από χριστιανικά παλιά κείμενα: «Ο Θεός γίνεται τα πάντα γι’ αυτούς που τον αγαπούν: Γίνεται τροφή, ένδυμα, ανάπαυση, παρηγοριά, γνώση, δύναμη… τα πάντα».
Κάποια στιγμή άρχισα να λέω στο Γέροντα αυτά που νοιώθω. Δε μιλούσε. Δεν ήθελε να μιλάω γι’ αυτά. Δεν ήθελε να καταλάβω ότι αυτός ήταν η αιτία. Τι του έλεγα ο χαμένος; Έλα, παππούλη, να σου δείξω τ’ αμπέλια σου, που λέει και η φυλή μας.

Σιγά-σιγά, λίγο-λίγο, έσβησε,… χάθηκε,… αποτραβήχτηκε…ή μάλλον έκλεισε η αντίληψή μου. Το δώρο τελείωσε… Τι άφησε πίσω;… 
Ευγνωμοσύνη, βαθειά ικανοποίηση, αλλά και δίψα αγιάτρευτη γι’ Αυτόν…
Πώς μπορεί κανείς να είναι ταυτόχρονα και βαθειά ικανοποιημένος, αλλά και να νοιώθει βαθειά την έλλειψή Του; 
Να είναι πολύ χαρούμενος που Τον γνώρισε, αλλά και μέχρι σπαραγμού λυπημένος που Τον έχασε; 
Τι φτωχοί που φαντάζουνε οι γιόγκι και οι Γκουρού! Τι ψεύτικοι! Τι κακομοίρηδες! Βουτηγμένοι μέσα στη βασικότερη άγνοια, πλανεμένοι μέσα σε ψεύτικες φαντασιώσεις, παινεύονται και φουσκώνουν γι’ αυτά που ξέρουν,… για τις εμπειρίες τους! 
Μα αν δε γνωρίζεις το Θεό, τότε τι γνωρίζεις;… 

Αν δεν κατέχεις το βασικότερο, το κεντρικότερο, τότε τι κατέχεις;…
Μοιάζουν με κάτι γύφτους που στολίζονται με φανταχτερά χρώματα, με χτυπητά κοσμήματα, με κραυγαλέο και άσχημα επιδεικτικό τρόπο, μακριά από κομψότητα και ήθος. Και αφού στολισθούν έτσι, πάνε σε περιβάλλον από πολλές γενιές αριστοκρατικό, για να παινευθούν, χωρίς να φαντάζονται οι δύστυχοι πόσο περισσότερο εξευτελίζονται.
Έχουμε Θεό αληθινό, αριστοκράτη. 
Έχουμε Θεό που μας έδωσε το δικαίωμα να τον αποκαλούμε Πατέρα. 
Έχουμε Θεό που μας αποκαλεί παιδιά Του. 
Έχουμε Θεό που έγινε άνθρωπος για μας, τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, που δεν ντρέπεται όχι να μας αποκαλεί, αλλά να γίνει αδελφός μας.
Δεν έχουν τίποτα οι καημένοι… Μόνο ψεύτικα, άψυχα είδωλα, χιλιάδες φανταστικές θεότητες, θεωρίες και πρακτικές που δεν οδηγούν πουθενά. Γυρίζουν στο κενό και δε συναντούν τίποτε άλλο παρά την ψευδαίσθηση και την πλάνη με την οποία τους κρατά αιχμαλώτους ο διάβολος. Μέχρι να τους καταστρέψει ή να τους κάνει όργανά του… Και τα δύο για την αιώνια ταλαιπωρία τους…
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Οι Γκουρού, Ο Νέος και ο Γέροντας Παϊσιος» 
Εκδόσεις Παναγόπουλος

Κρίσιμα επίκαιρη η μετάνοια…

Κρίσιμα επίκαιρη η μετάνοια…
Ομιλία Κωνσταντίνου Γανωτή
Φιλόλογου – Συγγραφέα
Βλέπω τὰ πρόσωπα τῶν νέων μας πόσο βαρύθυμα εἶναι, πόσο ἄκεφα, θλιμμένα καὶ ἀμίλητα. Ἔγινε κατάσταση πλέον νὰ μιλοῦνε γρήγορα καὶ ὑπόκωφα μὲ μισὲς λέξεις ἢ νὰ κραυγάζουν μὲ ἄναρθρες κραυγὲς μὲ φωνή, ποὺ δὲν εἶναι δική τους· εἶναι μιὰ φωνή, ποὺ μιμεῖται κάποια ἀκούσματα καὶ ὁ νέος μας ἀκούει ὁ ἴδιος τὴ φωνή του καὶ δὲν τὴν ἀναγνωρίζει.
Οἱ κοπέλες μας εἶναι ἀρκετὰ φυσιολογικότερες ἀλλὰ κυρίως μέσα σὲ στενὸ κύκλο καὶ μέσα στὸ σπίτι τους· ἐκεῖ ποὺ μιλοῦν δυνατά, σὲ ἀνοικτοὺς κύκλους, ἐκεῖ εἶναι κι αὐτὲς ἀσυνείδητα ἴσως ἐπιτηδευμένες μὲ φωνή, ποὺ δὲν ἀναγνωρίζεται οὔτε ἀπὸ τὶς ἴδιες. Πόσο πρέπει νὰ κουράζει τὰ παιδιά μας αὐτὴ ἡ προσποίηση!…Τὰ παιδιά μας μιμοῦνται τοὺς πρίγκιπες τῆς δημοσιότητας, ποὺ φτιάχνονται πολὺ πρὶν νὰ σταθοῦν μπροστὰ στοὺς φακούς· ἔτσι γίνονται μιμητὲς ἐπιτηδευμένων προτύπων. Ἐδὼ εἶναι ποὺ ταιριάζει ὁ στίχος τοῦ Ἐλύτη: “Ποῦ νὰ βρῶ τὴν ψυχή μου τὸ τετράφυλλο δάκρυ”. Καὶ εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἀνακαλύπτει κανεὶς τὴν ψυχή του μέσα σὲ δάκρυα θλίψεων, μέχρι ποὺ νὰ αἰσθάνεται τὴν ψυχή του σὰν ἕνα δάκρυ μεγάλο. Δὲν ὑπάρχει πιὸ ἀποκαλυπτικὴ κατάσταση τῆς ψυχῆς ἀπ’ τὸν μεγάλο πόνο. Πῶς μπορεῖς ὅμως νἀντέξεις τὸν πόνο τῶν νέων ἀνθρώπων, ποὺ ὅσο κι ἂν εἶναι ἀποκαλυπτικὸς τῆς γνήσιας ψυχῆς τους εἶναι καὶ τόσο ἀταίριαστος μὲ τὰ ὄμορφα καὶ ζωηρά τους πρόσωπα; . . .
Συχνὰ οἱ νέοι μας ἀποφεύγουν ν’ ἀντικρύσουν τὸν πόνο φίλων καὶ συγγενῶν, ἀκόμα καὶ νὰ παραδεχτοῦν τὸν δικό τους καὶ δείχνουν μιὰ ἀφασία μπροστὰ στὸν πόνο καὶ στέκονται μακριά. Φοβοῦνται, θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανείς, μήπως ἀποκαλυφθεῖ μέσα τους ἡ ἁπλὴ καὶ εἰλικρινὴς ψυχή τους. Αἰσθάνονται τρόμο μπροστὰ στὸν ἀληθινὸ ἑαυτό τους, ποὺ τόσα χρόνια τὸν κρατοῦσαν κρυμμένον ἐπιμελῶς. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀποφεύγουν κάθε λεπτὴ συγκίνηση, θαυμασμό, κατάνυξη, εὐλάβεια, συμπόνια· φοβοῦνται μήπως ἀποκαλυφθεῖ ἡ γνήσια εὐαισθησία τους.
Ἀπέναντι σ’ αὐτὲς τὶς προκλήσεις ψυχικῆς γνησιότητας πολλοὶ νέοι στέκονται μὲ εἰρωνεία, “σνομπάρουν” συναισθηματικὲς ἢ παραδοσιακὲς ἐκδηλώσεις, τὶς οἰκογενειακὲς συγκεντρώσεις καὶ ἄλλα τέτοια.
Πάντως αὐτὴ ἡ ἔνταση μεταξὺ αὐθεντικῆς ἀλήθειας καὶ προσχήματος μοντέρνου ὕφους προδιαθέτει τοὺς σημερινοὺς νέους μας γιὰ κατάθλιψη, καταχρήσεις, μέχρι και αὐτοκτονία. Ἔρχεται ἡ στιγμή, ποὺ αἰσθάνεται ὁ αὐτόχειρας ὅτι, κάνοντας κακὸ στὸν ἑαυτό του, πληγώνει ἢ σκοτώνει κάποιον ἄλλον καὶ ὄχι τὸν ἴδιο.
Ἐκεῖνο ποὺ καταδικάζει ὅμως τοὺς νέους μας καὶ κάνει τὸ πρόβλημά τους ἄλυτο, εἶναι ἡ ἀσαφὴς ἀτμόσφαιρα τῆς οἰκογένειας καὶ τῆς κοινωνίας γενικότερα, ποὺ δείχνουν νὰ βρίσκονται στὴν ἴδια περίπου κατάσταση. Αὐτὸ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ἀνακάλυψη τῶν ἐνοχῶν αὐτῆς τῆς διαφθορᾶς τῶν αἰσθημάτων καὶ τῶν ἐννοιῶν στὶς ψυχὲς τῶν νέων. Τίποτα δὲν γίνεται ἀπότομα καὶ ἀπροειδοποίητα στὴ ζωή.
Στὴν κοινωνία ἔχει ἐξαπλωθεῖ μιὰ ἀφελὴς αἰσιοδοξία, ποὺ ἔχει βγάλει ῥίζες καὶ παρὰ τὶς πολλὲς καὶ ἐμφανεῖς διαψεύσεις, οἱ ἀστοὶ πιάνονται ἀπ’ αὐτὴ τὴν αἰσιοδοξία σὰν νὰ εἶναι ἡ σωτηρία τους. Μέσα σὲ αὐτὸ τὸ κλῖμα κρυώνει κάθε θερμότητα τῆς ψυχῆς, ἀπωθεῖται κάθε μνήμη καματαιώνεται κάθε φαντασία προφητική. Ἔτσι ὁ νέος, ὅπως καὶ ὁ κάθε ἄνθρωπος, κάθεται “ἐν μέσῳ χώρας καὶ σκιᾶς θανάτου”. Ὅταν ἔχουμε τόσες χιλιάδες ἐκτρώσεις τὸ χρόνο, τόσους χιλιάδες χρῆστες ναρκωτικῶν καὶ τόσους ἐθισμένους σὲ διάφορα παραισθησιογόνα, τόσα διαζύγια, τόσες αὐτοκτονίες καὶ δολοφονίες, ὅλα αὐτὰ κι ἄλλα πολλὰ ἀκόμη, χωρὶς οὔτε μιὰ ἐπανάσταση, τὴν ὥρα ποὺ ὅλες οἱ ἐπαγγελματικὲς τάξεις εἶναι ξεσηκωμένες γιὰ οἰκονομικά, ἀσφαλιστικὰ καὶ ἄλλα “θεσμικά” αἰτήματα. Κι ὁ θάνατος, ποὺ θερίζει τὰ ἑκατομμύρια θύματά του, χωρὶς νὰ προβληματίζει βαθιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ἀντιμετωπίζεται σὰν μιὰ βαριὰ στεναχώρια, ποὺ τὴν ἁπαλύνει ὁ χρόνος. Ἄλλωστε καὶ οἱ νέοι καὶ νὰ προσπαθήσουν, δὲν μποροῦν νὰ νιώσουν τὸ ῥῖγος τῆς τραγῳδίας! Μοιάζουμε δηλαδὴ μ’ ἐκεῖνα τὰ ζῷα στὰ σφαγεῖα, ποὺ τὰ ἀναισθητοποιοῦν μὲ ἔνεση πρὶν νὰ τὰ σφάξουν κι ἔτσι πεθαίνουν χωρὶς νὰ νιώσουν πόνο, τὰ καημένα.
Σ’ αὐτὴν τὴν κατάσταση, ποὺ βρίσκεται ὁ κόσμος χωρὶς νεῦρο γιὰ τὴν ἀποτίναξη τῆς νάρκης του, τὸ μόνο ποὺ μᾶς ἔμεινε εἶναι ἕνα θαῦμα τοῦ Θεοῦ. Ὅσοι εἶναι σὲ θέση νὰ προσευχηθοῦν στὴν ἐποχή μας χρωστοῦνε νὰ ξεκινήσουν μιὰ προσευχὴ γιὰ τὸν κόσμο. Ὀφείλουμε νὰ πιστέψουμε καὶ νὰ ἀγαπήσουμε τὸν κόσμο αὐτὸν τὸν παράλυτο καὶ νὰ μᾶς δώσει ὁ Θεὸς τὸ κῦρος νὰ τοῦ ποῦμε: “Ἔγειραι ὁ καθεύδων καὶ ἀνάστα ἐκ νεκρῶν καὶ ἐπιφαύσει σε ὁ Θεός”.
Ποιός θα αγαπήσει τον κόσμο; Ποιός θα ξυπνήσει πρῶτος;
Ὑπάρχει βέβαια ἕνα μικρὸ λεῖμμα πιστῶν στὸν κόσμο. Ὑπάρχουν ὑγιεῖς ἄνθρωποι ἀκόμα καὶ ὑγιεῖς οἰκογένειες. Αὐτοὶ μποροῦν νὰ χειραγωγήσουν τὸν κόσμο. Χρειάζεται ὅμως πρῶτα ν’ ἀγαπήσουν πολὺ καὶ γιὰ νὰ φτάσουν στὸ ὕψος αὐτό, πρέπει νὰ πονέσουν πολύ. Οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ κουμαντάρισαν τὸν κόσμο κι ἔβγαλαν τὴ Ῥωμανία, γιατὶ πέρασαν πρῶτα ἀπ’ τὸ καμίνι τῶν διωγμῶν. Στοὺς διωγμοὺς χρωστοῦν καὶ τὴν ἁγιότητα καὶ τὴν ἱεραποστολικὴ δυναμικότητά τους.
Ἡ Εὐρώπη ἀρνεῖται καὶ διώκει οὐσιαστικὰ τὸ Χριστιανισμό. Τὸ ἴδιο κάνει καὶ ὁ μουσουλμανικὸς κόσμος. Γιὰ πρώτη φορὰ ὕστερα ἀπὸ αἰῶνες ἔχουμε ἐκτελέσεις Χριστιανῶν καὶ στρατόπεδα βασανιστηρίων Χριστιανῶν στὴν Κορέα. Βέβαια ξεχάσαμε τόσο γρήγορα τὰ βασανιστήρια καὶ τὶς διώξεις τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ τὰ κομμουνιστικὰ καθεστῶτα. Καὶ στὴν Ἑλλάδα ἀκόμα ἔχουμε μάρτυρες ἱερεῖς σὲ κάθε Μητρόπολη. Φαίνεται ὅμως πὼς μᾶς περιμένουν μεγαλύτερα καὶ περισσότερα. Οἱ “ἀνεπτυγμένες” χῶρες τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Ἀμερικῆς γιὰ τὴν ὥρα, καὶ δὲν ξέρει κανεὶς γιὰ πόσο χρόνο ἀκόμα, καταγίνονται στὸν ἐκμαυλισμὸ τῶν μισοπαράλυτων Χριστιανῶν, τραβῶντας τους στὶς αἱρέσεις καὶ στὶς ποικίλες σέκτες. Σύμμαχος καὶ ὄργανό τους ἡ εὐημερία.
Δὲν εὑρέθηκε στὴν ἱστορία μεγαλύτερος πειρασμὸς ἀπὸ τὴν εὐημερία. Ὁ κόσμος καὶ ἰδιαίτερα ὁ Ἑλληνικός-Χριστιανικὸς κόσμος, ποὺ πέρασε τοὺς βαρβαρότερους διωγμοὺς ἀπ’ ὅλους τοὺς γειτονικοὺς λαοὺς (ἁλώσεις, λεηλασίες, Φραγκοκρατία, Τουρκοκρατία, σφαγές, ἀνασκολοπισμοί, βιασμοὶ καὶ δὲν τελειώνουν τὰ βάσανα) δὲν ἔχασε τὴ θρησκεία του καὶ ὅσο βασανιζόταν τόσο πιστότερος γινόταν. Μόλις ἀνάσαιναν λίγο καὶ χόρταιναν οἱ μάρτυρες τῶν διωγμῶν καὶ τῶν βασανιστηρίων, ἔρριχναν νερὸ στὸ κρασὶ τῆς πίστης τους. Ἡ Μικρασιατικὴ καταστροφὴ ἔφερε στὴν Ἑλλάδα ἅγιους μάρτυρες. Ἀκόμα γίνεται αἰσθητὴ ἡ διαφορὰ εὐλάβειας, φιλοξενίας καὶ ἀρχοντιᾶς ἀπὸ τοὺς ντόπιους Ἑλλαδίτες. Ἡ ξετσιπωσιὰ εἶναι πιὸ συγκρατημένη στὶς συνοικίες καὶ στὶς κοινότητες μὲ πυκνότερους Μικρασιατικοὺς πληθυσμούς.
Ὁ διεφθαρμένος ἀστὸς τῆς ἐποχῆς μας προσπαθεῖ μὲ κάθε τρόπο νὰ καταχωνιάσει στὰ βάθη τῆς λήθης του τὶς μνῆμες τῆς ἀρετῆς, ποὺ στόλιζαν τὴν κοινωνία μας στὶς παλαιότερες ἐποχὲς τῶν διωγμῶν καὶ τῶν βασάνων. Στὰ σπίτια οἱ γυναῖκες ντρέπονται νὰ διηγοῦνται στὰ παιδιὰ τὰ βάσανα τῆς φτώχιας καὶ τοῦ πολέμου· στὰ σχολεῖα δὲν μιλοῦν πιὰ δάσκαλοι καὶ βιβλία γιὰ λεβεντιά, γιὰ αὐτοθυσία, γιὰ πίστη, γιὰ μάρτυρες καὶ τέτοια. Κυριαρχεῖ παντοῦ τὸ ἀμερικάνικο ἰδεῶδες.
Σ’ αὐτὸ πρέπει νὰ ἀντιδράσουμε καὶ ἤδη παρατηρεῖται κάποια ἀντίδραση ἀλλὰ πολὺ λίγο αἰσθητὴ ἀκόμα. Τὸ ἐλάττωμα αὐτῆς τῆς ἀντίστασης εἶναι ὅτι ἐκτιμᾶται καὶ λειτουργεῖ ἀντίστροφα. Προσπαθοῦν δηλαδὴ οἱ “προβληματισμένοι” ἄνθρωποι νὰ “ἀναβιώνουν” ἔθιμα καὶ μνῆμες λογαριάζοντας πὼς ἕνας πολιτισμὸς ξεκινὰει ἀπ’ αὐτά. Καὶ μιὰ ἁπλή, ἐπιφανειακὴ ἐπίσκεψη σὲ ὁποιοδήποτε ἱστορικὸ μουσεῖο τοῦ κόσμου, θὰ ἀποδείξει ὅτι ἡ μήτρα ὅλων τῶν πολιτιστικῶν φαινομένων σ’ ὅλα τὰ ἐπίπεδα καὶ τοὺς τομεῖς τους εἶναι ἡ θρησκεία τοῦ ἔθνους, ποὺ τὰ παρήγαγε.
Αὐτὴν τὴν κρίσιμη λεπτομέρεια δὲν τὴν προσέχουμε, γιατὶ ἔτσι διδαχτήκαμε ἀπὸ τοὺς ἐπαγγελματίες συνδικαλιστὲς δασκάλους μας κι ἀπὸ τοὺς ἀλλοπαρμένους γονεῖς μας. Ἄλλωστε κοστίζει κιόλας αὐτὴ ἡ λεπτομέρεια. Ὅταν λ.χ. θαυμάζουμε ἕνα μεσαιωνικὸ τεῖχος, πρέπει τὴν ἴδια ὥρα νὰ σκεφτοῦμε ὅτι ἐκεῖνοι οἱ πρόγονοί μας εἶχαν κάτι πολύτιμο νὰ φυλάξουν καὶ τὸ φύλαγαν μὲ τὴ ζωή τους. Ἂν δὲν εἶχαν τίποτε ἱερὸ νὰ φυλάξουν θ’ ἄφιναν τὰ κάστρα καὶ θὰ γύριζαν κουρσάροι κι αὐτοὶ σὲ στεριὲς καὶ θάλασσες· Μέσα ἀπ’ τὰ κάστρα αὐτὰ ξεπροβάλλουν τὰ καμπαναριὰ τῶν ἐκκλησιῶν τους. Οἱ σύγχρονοι ἀστοὶ καμαρώνουν νὰ προβάλλουν οἱ οὐρανοξύστες τους καὶ καμαρώνουν γι’ αὐτούς.
Και τώρα πῶς να πείσεις ἕνα κόσμο να ξαναζητήσει τη θρησκεία του κα το ἦθος του με ὅλες τις ἀρετές του;…

Δὲν γίνονται αὐτά· εἶναι σὰν νὰ παρακαλεῖς κάποιον νὰ ἐρωτευτεῖ !
Τώρα καταλαβαίνω ὅτι κάνω ἕνα μεγάλο λάθος. Παίρνω γιὰ δικό μου τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου, ποὺ εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ. Ἀφοῦ ξέρω ὅτι ὅποιος λαχταράει κάτι τέτοιο (ἔτσι ἔγινε ὡς τώρα στὴν ἱστορία), τὸ μόνο ποὺ εἶχε νὰ κάνει ὁ ἴδιος εἶναι νὰ προσφέρει τὸν ἑαυτό του μάρτυρα, γιὰ νὰ ξαναφυτρώσει στὴ γῆ ἡ ἀλήθεια. Στὶς μέρες μας οἱ ἐκκλησίες καὶ τὰ μοναστήρια ἔχουν καὶ τὸ μήνυμα νὰ δώσουν καὶ τὸ παράδειγμα ζωντανό. Δὲν εἶναι καὶ τὸ ὅτι ὅλες τὶς Κυριακὲς (τοὐλάχιστον) τὰ μοναστήρια γύρω ἀπ’ τὶς πόλεις καὶ τὰ χωριὰ γεμίζουν ἀπ’ τοὺς ἐνορῖτες τῶν πόλεων. Ἐκεῖ βρίσκουν οἱ κουρασμένοι ἀστοὶ τὴν “ἀποσταμένη ἐλπίδα”. Ἴσως νὰ χαράζει κάποια γνήσια νοσταλγία τῆς ἀλήθειας τοῦ ἔθνους μας· τὸ ὑποπτεύομαι, γιατὶ αὐτὴ ἡ “ἀναβίωση” φαίνεται νἀρχίζει σωστά, ἀπ’ τὴ μετάνοια καὶ τὴ μνήμη τῆς ἱερῆς μας πίστης.
Ὀνειρεύομαι μὲ δάκρυα, ἀδερφοί μου, νὰ γυρίζουν ἀπ’τὰ γηροκομεῖα οἱ γιαγιάδες καὶ οἱ παπποῦδες στὰ σπίτια τῶν παιδιῶν τους καὶ νὰ ποῦν στὰ ἐγγονάκια τους τὰ παραμύθια ποὺ ἄκουσαν ἀπὸ τὶς δικές τους γιαγιάδες. Νὰ τοὺς πιάσουν τὰ δαχτυλάκια νὰ τοὺς μάθουν νὰ κάνουν τὸ σταυρό τους. Νὰ τοὺς μάθουν τὴν τρυφερὴ καὶ ντροπαλὴ γλῶσσα, ποὺ τὴν ξέχασαν ἀκόμα καὶ οἱ γονεῖς τους. Νὰ τοὺς μάθουν νὰ σταυρώνουν τὸ μαξιλάρι τους πρὶν πέσουν γιὰ ὕπνο, νὰ λένε “Παναγίτσα μου, φύλαγε τὴν μαμά μου, τὸν μπαμπά μου, τὸν παππού μου, τὴ γιαγιά μου καὶ τὰ ἀδερφάκια μου κι ἐμένα κάνε με καλὸ παιδί. Πέφτω κάνω τὸ σταυρό μου, ἄγγελο ἔχω στὸ πλευρό μου, δοῦλος τοῦ Θεοῦ λογιοῦμαι καὶ κανέναν δὲν φοβοῦμαι. . .”
Ἕνας σύγχρονος νέος θὰ γελάσει μὲ πικρὴ εἰρωνεία ἀκούγοντας ὅλα αὐτά, ποὺ ὀνειρεύομαι· κι ἐγὼ πῶς νὰ ἐξηγήσω τὴν πίκρα τῆς εἰρωνείας του; Τὴν χαμένη ἀθῳότητα, ὅσο κι ἂν τὴ χλευάζουν, τὴ νοσταλγοῦν ὄλοι. Ποιός μπορεῖ νὰ μὴ ζηλέψει ἕνα ἀθῷο πρόσωπο, ἕνα ἀθῷο βλέμμα;! Ὅλα τοῦ κόσμου τὰ καλὰ καὶ ὅλα τοῦ πολιτισμοῦ τὰ δῶρα δὲν ἰσοζυγιάζονται μὲ τὴν οὐράνια εὐδαιμονία ἑνὸς ἀθῴου παιδιοῦ.
Ἂν μαζέψουμε καὶ σμίξουμε ὅλους τοὺς καημοὺς κι ὅλες τὶς πίκρες τοῦ κόσμου, θὰ ἰδοῦμε (νομίζω) ὅτι ὅλοι μαζὶ οἱ ἀναστεναγμοὶ συμπυκνώνονται καὶ δείχνουν ἕνα πανανθρώπινο ἔλλειμμα ἀγάπης, ἕναν προδομένο καὶ ἀνικανοποίητον ἔρωτα. Αὐτὸ βλέπω σὰν εἰκόνα τοῦ συνολικοῦ ἀνθρώπινου προβλήματος. Κι ὅμως πολλοὶ ἔχουν συμπάθειες καὶ προτιμήσεις καὶ φιλίες καὶ ἀδυναμίες· ὅλα αὐτὰ εἶναι ἀγάπες βέβαια καὶ φέρνουν μιὰ ἱκανοποίηση. Μπορεῖ ὅμως ὅλες αὐτὲς οἱ ἀτομικὲς καὶ ἰδιαίτερες ἀγάπες νὰ εἶναι μόνον ἀνθρώπινες, ν’ ἀνταποκρίνονται μόνο στὸν ἐγωϊσμό μας, νὰ εἶναι ἔκφραση τοῦ γούστου μας, γενικὰ νὰ εἶναι κοσμικές. 
Ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη ἔχει μία ἀρχοντιά, συνδυάζεται μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς ὅλον τὸν κόσμο, αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος ὅτι ἡ ἀγάπη του εἶναι κάτι ἱερὸ καὶ ἔχει εὐλογία Θεοῦ. Ἀναζητῶντας μιὰ τέτοια ἀγάπη βρίσκει κανεὶς τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ξεχνάει τὸν ἑαυτό του καὶ τὰ γοῦστα του, τὶς ἀδυναμίες του, τὰ πάθη του, τοὺς θυμούς, τὰ παράπονά του μαζὶ μὲ τὸν ἑαυτό του. Χαίρεται νὰ διακονεῖ τὶς ἀνάγκες τοῦ ἄλλου καὶ τῶν ἄλλων. Καὶ νιώθει εὐτυχισμένος, ὅταν παλεύει καὶ θυσιάζεται, γιὰ νὰ παρηγορήσει τὸν κόσμο. Ἔτσι κανεὶς βρίσκει τὸ νόημα τῆς ζωῆς μέσα στὴν ἀγάπη, στὴν ὑπηρεσία τῶν ἄλλων, εἴτε εἶναι παιδιά του εἴτε ξένα πρόσωπα, εἴτε ἀξιοσυμπάθητα πρόσωπα εἴτε και… ἀχώνευτα. Ὅταν φτάσει κανεὶς σ’ αὐτὸ τὸ ἐπίπεδο, μπορεῖ νὰ πεισθεῖ ὅτι ἔχει μετανοήσει, γιατὶ ἔχει ξεπεράσει τὸ κοσμικὸ φρόνημα, ἔχει παραιτηθεῖ ἀπὸ τὶς ἀπαιτήσεις του, τὶς διεκδικήσεις ἀκόμα κι ἀπ’ τὰ παράπονα, ἔγινε μεγαλόψυχος, ἴδιος δηλαδὴ μὲ τὸ Θεό.
Αὐτὴ ἡ μετάνοια ἀπαιτεῖται καὶ κυριολεκτικὰ γιὰ τὸν καθένα καὶ ἱστορικὰ γιὰ ὅλον τὸν κόσμο. Σὲ παλιότερες ἐποχὲς κρατοῦσε ἡ διδαχὴ τῶν ἁγίων Πατέρων κι ἐπαναλαμβανόταν ἀπ’ τοὺς μεγαλύτερους· ἔτσι θεωροῦνταν αὐτονόητη καὶ οἱ ἄνθρωποι ὁμολογιακὰ τὴν ἀποδέχονταν ἀκόμα κι ὅταν τὴν παρέβαιναν. Οἱ ἁμαρτωλοὶ φαίνονταν σὰν ἐξαπατημένοι. Τώρα στοὺς τελευταίους αἰῶνες ἐμφανίστηκε στὸν κόσμο ἡ ἀντιθεΐα. Ὁ Ντσοστογιέφσκι μᾶς δείχνει ἕναν τέτοιον ἀντίθετο τύπο τὸν Ἰβὰν Καραμάζωφ.
Στὴν ἐποχή μας πιά, στὶς τελευταῖες δεκαετίες ἔχουμε φαινόμενα γρήγορης κατάρρευσης στὸν κόσμο. Ἔχουμε καὶ κατάρρευση τοῦ γονικοῦ αἰσθήματος. Δὲν νιώθουν δηλαδὴ οἱ ἄνθρωποι τὴν ἀνάγκη νὰ γίνουν γονεῖς και, ὅταν γίνουν, δὲν νιώθουν τὴ μοναδική τους θέση στὴν τροφὴ καὶ στὴν ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν τους. Γι’ αὐτὸ ἔχουμε καὶ τὴν ἀπότομη πτώση τῆς γεννητικότητας. Ὁ πληθυσμὸς τῆς πατρίδας μας φθίνει κατακόρυφα. Ἰσως καὶ νὰ μὴν προλαβαίνουμε νὰ κρατήσουμε τὴν Ἑλλάδα ζωντανή.
Ἐπίσης κατακόρυφη φθίνει καὶ ἡ μνήμη τῆς ἱστορίας μας. Οἱ νέοι μας ἀρχίζουν νὰ μὴν θυμοῦνται (καὶ νὰ μὴν πληροφοροῦνται βέβαια) τὸ ἐθνικό μας παρελθόν. Ἀκόμα ἔχουν ξεχάσει πολὺ τὰ θρησκευτικὰ καὶ κοινωνικά μας ἔθιμα. Οἱ νέοι μας δὲν θυμοῦνται πιὰ τὶς γιορτές μας, τὶς νηστεῖες, τὰ ἔθιμα γενικὰ ἐκτὸς ἀπὸ τὶς Ἀπόκριες. Κι ἂν δὲν ὀργάνωναν τὶς Ἀπόκριες οἱ δημαρχίες μὲ τὰ καρναβάλια, κι αὐτὲς θὰ τὶς ξεχνοῦσαν. Παράδειγμα ἀνησυχητικῆς πτώσης τῆς ἀντοχῆς τοῦ λαοῦ στὰ προβλήματα ἐπιβίωσης εἶναι οἱ αὐτοκτονίες, ποὺ ξέσπασαν σὰν καταιγίδα ἀπὸ τὴν ἔναρξη τῆς κρίσης. Στὴ Γερμανικὴ κατοχή, ποὺ ἦταν ἡ πεῖνα μεγάλη, δὲν εἴχαμε τόσες αὐτοκτονίες, ἴσως δὲν εἴχαμε καὶ καθόλου.
Ἡ ἀστικὴ φιλοσοφία τῆς εὐημερίας σκοτώνει κυριολεκτικὰ τὴν ἐθνικότητα καὶ τὴν θρησκευτικότητα τοῦ λαοῦ. Οἱ νέοι μας σήμερα δὲν νιώθουν τὰ ῥίγη τῶν ἐθνικῶν συγκινήσεων, οὔτε τὴν κατάνυξη τῶν θρησκευτικῶν ἐκδηλώσεων. Πάρτε γιὰ παράδειγμα τὰ προγράμματα τῶν ῥαδιοφωνικῶν καὶ τηλεοπτικῶν σταθμῶν κατὰ τὶς μεγάλες παραδοσιακὲς γιορτές μας, ἀκόμα καὶ μέσα στὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα. 
Δὲν εἶναι πιὰ ἀνέκδοτο ὁ λόγος ἑνὸς Τούρκου ἡλικιωμένου, ποὺ πρὶν λίγα χρόνια ἔλεγε σ’ ἕνα Χριστιανικὸ νέο: “Αὐτὰ τὰ μέρη ἦταν δικά σας καὶ σᾶς τὰ πήραμε ἐμεῖς (ἐννοοῦσε τὴν Ἴμβρο). Ὅμως ἐμεῖς δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ τὰ κρατήσουμε, γιατὶ δὲν μᾶς ξέρουν καὶ δὲ μᾶς θέλουν. Γι’αὐτὸ κάποτε θὰ ξαναγίνουν δικά σας. Δὲν ξέρω ὅμως ἂν θὰ εἴσαστε ἀκόμα Ἕλληνες τότε, γιὰ νὰ τὰ παραλάβετε!…”
Ἂν ἀντέχετε, ἀδερφοί μου, αὐτὸ τὸ λόγο, δὲν θέλω νὰ ζήσω ἄλλο. Ἐλπίζω ὅμως κάποιοι νὰ κλάψουν (καὶ ὁ λόγος τοῦ Τούρκου εἶναι γεγονὸς).
Πολὺ ἐπικίκδυνο ἀκόμα φαινόμενο τῆς ἀστικῆς ζωῆς, ποὺ ἀποτελεῖ πλέον ἐθισμό, εἶναι ἡ ἀποκοπὴ τῶν Ἑλλήνων καὶ ἰδιαίτερα τῶν νέων ἀπὸ τὴ γῆ. Παρ’ ὅλη τὴν κρίση δὲν βλέπεις ἀκόμα νέους μας νὰ σκύβουν γιὰ νὰ καλλιεργήσουν τὴ γῆ ἢ νὰ ψαρέψουν. Οὔτε κτηνοτρόφους νέους βλέπεις. Τὴ γῆ μας τὴν δουλεύουν ἀκόμα οἱ μετανάστες. Κι ὅμως ἡ γῆ καὶ ἡ θάλασσα εἶναι οἱ τελευταῖες ἐλπίδες μας μέσα στὴν οἰκονομικὴ κρίση.
Γι’ αὐτὸ νὰ κάνουμε μιὰ προσευχὴ ὅσοι τὰ καταλαβαίνουμε καὶ τὰ αἰσθανόμαστε αὐτά, νὰ κάνουμε μιὰ προσευχὴ μὲ πολλὲς μετάνοιες, γιὰ νὰ δώσει ὁ Θεὸς μετάνοια στὸ λαό μας. Νὰ ξυπνήσουν οἱ νέοι προπαντός, οἱ νέοι μας ποὺ ζοῦνε τώρα ἀπὸ τὰ χαρτζιλίκια τῶν γονιῶν τους καὶ τῆς παραοικονομίας, γιατὶ αὐτοὶ θὰ βρεθοῦν μέσα στὸ μάτι τοῦ κυκλώνα, ποὺ ἔρχεται γρήγορα. 
Ὁ θεός να λυπηθεῖ την Ἑλλάδα τῶν μαρτύρων και τῶν ἡρώων της και ν’ ἀνάψει στις καρδιές ὅλων μας μια φλόγα μετανοίας…
Ἀμήν!…
Ομιλία Κωνσταντίνου Γανωτή
Φιλόλογου-Συγγραφέα

Ορθόδοξη πίστη και φυσικές επιστήμες ~ Πρωτ. Γεώργιου Μεταλληνού


Ορθόδοξη πίστη και φυσικές επιστήμες
Πρωτοπρεσβυτέρου ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ

Ομοτίμου Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών
1. Στην Ορθοδοξία η αντίθεση -και σύγκρουση- πίστεως (ή Θεολογίας) και επιστήμης δεν είναι αυτονόητη. Πρόκειται για ψευδοπρόβλημα διότι και η Ορθοδοξία στην αυθεντική της έκφραση και πραγμά­τωση είναι επιστήμη, με διαφορετικό όμως γνωστικό αντικείμενο.
Η Ορθόδοξη Θεολογία είναι επιστήμη και μάλι­στα θετική, διότι έχει γνωστικό αντικείμενο και χρη­σιμοποιεί επιστημονική μέθοδο. Στην ορθόδοξη πα­ράδοση διακρίνονται δύο γνώσεις ή σοφίες (Απόστο­λος Παύλος, Ιάκωβος Αδελφόθεος ως τον Γρηγόριο Παλαμά και τον Ευγένιο Βούλγαρη κ.λπ.). Υπάρχει η γνώση του ακτίστου (= Θεός) και η γνώση του κτι­στού (= ο κόσμος ως κτίση και δημιουργία). Η γνώ­ση του Θεού (θεογνωσία) είναι υπερφυσική και επιτυγχάνεται με την συνέργεια του ανθρώπου με τον Θεό. Η γνώση του κόσμου είναι φυσική και αποκτά­ται με την επιστημονική έρευνα. Μέθοδος της θείας γνώσης είναι η νήψη – κάθαρση της καρδιάς (Ψαλμ. 50, 12 – Ματθ. 5, 8). Θεολογία λοιπόν είναι η γνωσιολογία και γνώση του ακτίστου. Επιστήμη η γνωσιο­λογία και γνώση του κτιστού. Η γνώση στην επιστήμη της πίστεως ονομάζεται θέωση και είναι ο μόνος σκοπός της Ορθοδοξίας. Όλα τα λοιπά είναι μέσα προς αυτό το τέλος.
Οι δύο γνωσιολογίες, κτιστού και ακτίστου, εργά­ζονται με διαφορετικά όργανα και γι’ αυτό τα μεταξύ τους όρια είναι ευδιάκριτα. Όργανο της επιστήμης της πίστεως δεν είναι η διάνοια, αλλά η καρδιά, που μπορεί να δεχθεί την ενοίκηση του ακτίστου, όταν η καρδιά καθαρθεί από τα πάθη και μπορεί να αναπτύ­ξει, ως υπερφυσικό όργανο του ανθρώπου, την νοερή της λειτουργία ( = ενέργεια του νου στην καρδιά). Η παρατήρηση και το πείραμα, βασικές παράμετροι της επιστημονικής μεθόδου, υπάρχουν και στην επιστήμη της πίστεως.
Στην ησυχαστική μέθοδο θεογνωσίας υπάρχει η παρατήρηση ως θέα του ακτίστου φωτός – της θείας άκτιστης ενέργειας και το πείραμα ως δυνατότητα επα­νάληψης αυτής της εμπειρίας, που είναι κοινή σ’ ό­λους τους επιστήμονες της πίστεως, δηλαδή τους Αγίους. Ό,τι συνεπώς είναι για τους φυσικούς επιστήμο­νες το τηλεσκόπιο ή το μικροσκόπιο, για τους επιστή­μονες της πίστεως είναι η «καθαρά καρδία», που γίνε­ται ένα είδος «θεοσκοπίου». Η Θεολογία, ως λόγος πε­ρί του Θεού, μ’ αυτήν την προϋπόθεση, λειτουργεί ως θετική επιστήμη και όχι ως μεταφυσική, στοχαστική δηλαδή θεολόγηση. Οι φυσικές επιστήμες επιδιώκουν την θέαση του μακροκόσμου και του μικροκόσμου. Η επιστήμη της πίστεως στοχεύει στην θέα(ση) του Θε­ού, ως ακτίστου φωτός, δηλαδή στην θέωση.
2. Με δεδομένη λοιπόν την ύπαρξη κατά την Ορθοδοξία δύο γνώσεων είναι αδύνατη η σύγκρουση Ορθοδοξίας και Επιστήμης. Η σύγκρουση αποφεύγεται, διότι έργο της επιστήμης είναι η γνώση της ουσίας και των μηχανισμών λειτουργίας των όντων. Έργο ό­μως της Θεολογίας είναι η γνώση του Θεού, του δη­μιουργού τους. Οι φυσικές επιστήμες ασχολούνται με το πώς. Η Θεολογία με το ποιος και γιατί (τελολογία). Έτσι η Αγία Γραφή και τα έργα των αγίων Πατέρων (των επιστημόνων της πίστεως) είναι δυνατόν να έ­χουν επιστημονικά λάθη, σε σχέση με τα συνεχώς ανανεούμενα πορίσματα των φυσικών επιστημών. Θεο­λογικά λάθη όμως δεν έχουν. Ο θεούμενος – ο Άγιος, γνωρίζει τους λόγους των όντων, την αιτία της ύπαρ­ξής τους και την εξάρτησή τους από τον Θεό. Η διε­ρεύνηση όμως, όπως είπαμε, της ουσίας και της λειτουργίας τους είναι έργο των φυσικών επιστημών.

Η Θεολογία, λοιπόν, μας γνωρίζει τον Θεόν και τον κό­σμο ως δημιούργημά Του και όχι τις φυσικές επιστή­μες, που είναι δημιούργημα του ανθρώπου. Ο Θεός στην Γραφή διδάσκει την αλήθεια για τον εαυτό Του και όχι την (επιστημονική γνώση) για την κτίση. Στην Γραφή μαθαίνουμε ποιος είναι ο Θεός, για να μπορέσει ο άνθρωπος να ανταποκριθεί στην αγάπη Του. Έτσι, στα επιστημονικά θέματα υπάρχει δυνατό­τητα αλλαγής γνώμης με βάση τα νέα πορίσματα. Στα σωτηριολογικά όμως θέματα ουδεμία αλλαγή είναι δυ­νατή, διότι η μέθοδος σωτηρίας – θέωσης είναι διαιώνια αμετάβλητη.
Οι Πατέρες (Προφήτες, Απόστολοι και όλοι οι Άγιοι), όταν κατέχουν και την ανθρώπινη σοφία (π.χ. Μ. Βασίλειος), γνωρίζουν τις επιστημονικές θεωρίες της εποχής τους, τις οποίες όμως ερευνούν μέσα από το πρίσμα της Θεολογίας τους, αφού σκοπός τους δεν είναι η φυσική επιστημονική γνώση, αλλά η καθοδή­γηση των πνευματικών τους τέκνων προς την σωτηρία και η προστασία τους από γνώση που είναι δυνα­τόν να εμποδίσει την πορεία τους προς την θεογνω­σία. Η διάθεση όμως στην περίπτωση αυτή δεν είναι a priori πολεμική και απορριπτική, αλλά απλώς ποι­μαντική και προστατευτική.
3. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι οι φυσικές επι­στήμες σε όλες τις εκφάνσεις και πραγματώσεις τους, συνιστούν αλληλοσυμπληρούμενες όψεις στην θέαση της φυσικής πραγματικότητας. Η οπτική όμως της πατερικής Θεολογίας είναι διαφορετική, όπως αποδεικνύει το πατερικό παράδειγμα.
Ο καθηγητής – επιστήμονας στην γνώση του ακτίστου είναι ο πνευματικός πατέρας («καθηγητής της ερήμου» ονομάζεται ορθόδοξα), που πρέπει να έχει την εμπειρία της θεώσεως. Με βάση αυτή την αρχή λειτουργεί η παράδοση της Ορθοδοξίας με κέντρο τις Οικουμενικές συνόδους. Το πλήρωμα των πιστών εμ­πιστεύεται την γνώση των θεουμένων, όπως οι επιστήμονες την γνώση και αξιοπιστία των ειδικών του χώ­ρου τους. Σ’ αυτή την συνάφεια φαίνεται και η ορθό­δοξη σημασία του δόγματος. Η διδασκαλία της πί­στεως (αυτό είναι το δόγμα ως εμπειρία των Αγίων) είναι το επιστημονικό εγχειρίδιο του επιστήμονος της θεώσεως και λειτουργεί ως οδηγός των άλλων προς την θέωση. Η Ορθόδοξη πίστη είναι τόσο δογματι­κή, όσο και η επιστήμη. Δόγματα της επιστήμης με την κοσμική κατανόησή τους είναι τα αξιώματά της. Με αυτή την έννοια, κατά τον Μarc Bloch, και η επι­στημονική έρευνα είναι «προκατειλημμένη», όχι μόνο η Θεολογία. Χωρίς όμως αυτή την εκατέρωθεν «προ­κατάληψη» δεν είναι δυνατή η πρόοδος της διπλής αυτής επιστήμης.
4. Η αγιότητα, έτσι, δεν είναι εμπόδιο στην επι­στημονική γνώση. Ακριβώς το αντίθετο. Άλλωστε ή­δη στην Παλαιά Διαθήκη (Σοφ. Σειρ. 38, 6) ομολογεί­ται: Ο Θεός «έδωκεν ανθρώποις επιστήμην ενδοξάζεσθαι εν τοις θαυμασίοις αυτού». Τίποτε δεν αποκλείει ορθόδοξα την δυνατότητα να είναι κάποιος κάτοχος και των δύο επιστημονικών γνώσεων, όπως συμβαίνει στους μεγάλους Πατέρες και Μητέρες της Ορθοδοξίας. Αυτό ψάλλει η Ορθοδοξία στις 25 Νοεμβρίου για την μεγάλη μαθηματικό του 3ου αιώνα, αγία Αι­κατερίνη: «Την εκ Θεού σοφίαν λάβουσα παιδιόθεν η Μάρτυς, και την έξω σοφίαν καλώς πάσαν μεμάθηκε». Αντίθετα, εκεί που υπάρχει θρησκειοποιημένη η ιδεολογικοποιημένη πίστη (στα διάφορα θρησκεύμα­τα του κόσμου), Θρησκεία και Επιστήμες χρησιμο­ποιούν το ίδιο όργανο, την διάνοια-λογική, και έτσι αναπότρεπτα θα έλθουν σε σύγκρουση, διότι τις θέ­σεις της θρησκείας δεν μπορεί να δεχθεί, από ένα ση­μείο και πέρα, η λογική, ενώ τα πορίσματα της επι­στήμης δεν μπορεί να τα δεχθεί η θρησκεία, όταν αυ­τά συγκρούονται με θέσεις της θρησκείας ή της θρη­σκειοποιημένης πίστης, που θεωρούνται επιστημονι­κές. Το πρόβλημα δε για την θρησκεία ξεκινά από την αποδοχή των ιερών βιβλίων (π.χ. Αγίας Γραφής ή Κορανίου) ως επιστημονικού συγγράμματος.
Γίνεται λοιπόν κατανοητό, γιατί στην Ορθοδο­ξία, όταν είναι Ορθοδοξία, δεν μπορεί ποτέ να υπάρ­ξει περίπτωση Γαλιλαίου. Η αρνητική στάση των ορ­θοδόξων λογίων κατά του κοπερνικείου συστήματος, τον 18ον αι. δεν ήταν απόρροια πνευματικότητας, αλλά δυτικών επιρροών (σχολαστικών τάσεων), βιβλικισμού ή αναμονής των εξελίξεων της επιστήμης (Ευγένιος Βούλγαρης). Αντίθετα η σύγκρουση Πίστεως και Επιστήμης είναι όχι μόνο δυνατή, αλλά και φυσιολογική, όταν τα πορίσματα της επιστήμης κρίνο­νται με μεταφυσικά κριτήρια, ή η διδασκαλία της Πί­στεως προσεγγίζεται με βάση τις αρχές και τα πορί­σματα των φυσικών επιστημών, δηλαδή με κριτήρια άλλου χώρου. Στην περίπτωση αυτή η μεν επιστήμη θεολογεί (οπότε αυτοκαταργείται), η δε πίστη μεταβάλλεται σε φυσική επιστήμη (οπότε αλλοτριώνεται). Αυτό συνέβη έντονα στην Δυτική Ευρώπη, όταν η ω­ρίμανση της Φυσικής και γενικά των Θετικών Επι­στημών εγκατέλειψε το αριστοτελικό κοσμοείδωλο και την μεθοδολογία του, ενώ η Δυτική Εκκλησία ε­πέμενε σ’ αυτά. Προεκτάσεις του δυτικού προβληματι­σμού και συνεπώς και συγκρούσεις (μάλλον διενέξεις) είχαμε και στην δυτικά σκεπτόμενη Ανατολή.
5. Στην συνάντηση Θεολογίας και Επιστήμης έγι­ναν τραγικά λάθη και από τις δύο πλευρές, που οδή­γησαν στην εκατέρωθεν απολυτότητα και απομόνω­ση. Η Δυτική Εκκλησία επέμεινε στην κατά γράμμα ερμηνεία της Αγίας Γραφής, χωρίς αναφορά στην πατερική ερμηνεία της. Μετά την περίπτωση του Γαλι­λαίου, εξάλλου, και από τις δύο πλευρές, η σύγκρου­ση θεωρείτο δεδομένη. Θύμα της αντίληψης αυτής τον 20όν αιώνα ο πάστορας-Lemaitre και η «περί Μεγάλης Εκρήξεως» θεωρία του, που αποκρούστηκε ως ανακάλυψη κληρικού! Συχνά, εξάλλου, στην σύγ­κρουση οδηγούσε η διαφορά στην χρησιμοποιούμενη εκατέρωθεν γλώσσα. Ο βιβλικισμός των εκκλησια­στικών ήλθε συχνά αντιμέτωπος με τον λογικισμό (λογοκρατία) των φυσικών επιστημόνων. Η θεμελίω­ση της νοησιαρχίας στην Ευρώπη αρχίζει με τον ιερό Αυγουστίνο («credo, ut intelligam») και κορυφώνεται με τον Καρτέσιο («cogito, ergo sum»). Η προτεραιό­τητα δίνεται στην διάνοια, ακόμη και στον χώρο της Πίστης. Ο Θεός, τελικά, νοείται ως γνωστικό «αντικείμενο», που «συλλαμβάνεται» με την δύναμη της διάνοιας, η οποία καταξιώνεται σε κύριο συστατικό της ανθρώπινης ύπαρξης.
6. Είναι εν τούτοις γεγονός, ότι η επιστήμη στην Δυτική Ευρώπη προήλθε από την Θεολογία. Όχι μό­νο από τους δυτικούς Πατέρες, αλλά και από τον Καρτέσιο, τον Λάιμπνιτς, τον Νεύτωνα, που ήσαν και θεολόγοι. Η πίστη στον Θεό, συνεπάγεται την ανα­γνώριση λογικότητας στην δημιουργία, που έτσι προσφέρεται για έρευνα. Αργότερα όμως το «παιδί» επαναστάτησε κατά της μητέρας και οι δρόμοι τους χώρισαν. Αυτό όμως δεν συνέβη στην πατερική παρά­δοση της Ανατολής, στην οποία όχι μόνο συμπορεύθηκαν επιστήμη και θεολογία, αλλά και η Θεολογία αποδείχθηκε ενισχυτική στην αληθινή πρόοδο της Ε­πιστήμης. Αρκούν μερικά παραδείγματα από τα έργα του Μ. Βασιλείου (Εις την Εξαήμερον, ΡG, 29, 3-208) και του αγίου Γρηγορίου Νύσσης (Περί κατα­σκευής ανθρώπου, ΡG, 44, 124-256).
Ο Μ. Βασίλειος δέχεται αρχή του κόσμου και δη­μιουργό Θεό: «Ει ουν αρχήν έχει ο κόσμος και πεποίηται, ζήτει τις ο την αρχήν αυτήν δους και τις ο ποιη­τής». Αλλά σ’ αυτή την υπόθεση οδηγεί και η θεωρία του Big Bang.
Ο Γρηγόριος Νύσσης (ΡG 44, 77D) προσδιορίζει την «αρχή»: «Τα πάντα ην εν πρώτη του Θεού περί την κτίσιν ορμή ( = κίνηση), οιονεί σπερματικής τινος δυνάμεως προς την του παντός γένεσιν καταβλη­θείσης, ενεργεία δε τα καθ’ έκαστον ούπω ην». Θα μπορούσε ο Γρηγόριος να ονομασθεί προφήτης της θεωρίας της Μεγάλης Έκρηξης, αφού η «σπερματική δύναμη» μπορεί να ταυτιστεί με την «υπερσυμπυκνωμένη μάζα» της σύγχρονης θεωρίας.
Ο Μ. Βασίλειος (ΡG 29, 36Β) δέχεται μια εξελι­κτική πορεία στην κτίση, παρουσιάζοντας την «πρώ­τη αρχή», «ωδίνουσαν μεν την πάντων γένεσιν, δια την εναποτεθείσαν αυτή παρά του δημιουργού δύναμιν», ανέμενε δε «τους καθήκοντας χρόνους ( = κα­τάλληλους καιρούς), ίνα τω θείω κελεύσματι προαγάγη εαυτής εις φανερόν τα κινήματα».
Αυτό δε διότι -κατά τον Γρηγόριο (ΡG 44, 72Β) «πάντων των όντων τας αφορμάς και τας αιτίας και τας δυνάμεις συλλήβδην (ταυτόχρονα) ο Θεός εν ακαρεί (ακαριαία) κατεβάλλετο».
Το σύμπαν, εξάλλου, κατά τον Μ. Βασίλειο (ΡG 29, 1164) έχει ζωή και πάλλει από κίνηση, αναπτυσ­σόμενο και διαμορφούμενο μέσα στον χρόνο. «Η της φύσεως ακολουθία εκ του πρώτου προστάγματος την αρχήν δεξαμενή, προς πάντα τον εφεξής διεξέρχεται χρόνον, μέχρις αν προς την κοινήν συντέλειαν του παντός καταντήση».
Και ο Γρηγόριος (ΡG 44, 148C) δέχεται μια εξελι­κτική πορεία στη φύση: «Καθάπερ δια βαθμών η φύ­σις, των της ζωής λέγω ιδιωμάτων, από των μικρότε­ρων επί το τέλειον ποιείται την άνοδον».
Ο Μ. Βασίλειος δεν περιμένει από τη Γραφή όλες τις απαντήσεις, θεωρώντας αναγκαία την επιστημονι­κή έρευνα: «…πολλά απεσιώπησεν (η Γραφή), τον ημέτερον νουν γυμνάζουσα προς εντρέχειαν (διερεύνη­ση), εξ ολίγων αφορμήν παρεχομένη επιλογίζεσθαι (να συναγάγει)…» (ΕΠΕ 4, 72/4). Όσοι Πατέρες είχαν επιστημονική-σχολική-κατάρτιση ασχολήθηκαν με τα φυσικά προβλήματα με βάση τις επιστημονικές γνώσεις της εποχής τους. Γι’ αυτό σ’ αυτά τα θέματα μπορεί να διαφέρουν μεταξύ τους, δεν έχουν όμως α­ντιφάσεις μεταξύ τους στα θεολογικά θέματα. Η ερ­μηνεία της Γραφής είναι έργο των θεοπνεύστων ερμη­νευτών και όχι των επιστημόνων. Οι υπάρχουσες διαφορές μεταξύ πατερικής θεολογίας και επιστήμης δεν οδηγούν σε ρήξεις, διότι η αληθινή θεολογία αναμέ­νει υπομονετικά την πρόοδο της επιστήμης για την κατανόηση των θεολογικών θέσεων. Δύο παραδείγμα­τα: Η αρχή της απροσδιοριστίας (Heisemberg) βοή­θησε στην προσέγγιση της Φυσικής με την Θεολογία, και τον «αποφατισμό» της ( = αδυναμία ακριβούς προσδιορισμού). Εξάλλου ένας αμερικανός αστρονό­μος έχει δηλώσει, ότι οι φυσικοί επιστήμονες μοιά­ζουν με ορειβάτες, οι οποίοι μόλις φθάσουν στην κορυφή του βουνού, βλέπουν τους θεολόγους να τους περιμένουν αναπαυτικά στην πολυθρόνα τους!
Βέβαια και όταν βρίσκουμε συμπτώσεις σε καίρια φυσικά προβλήματα μεταξύ Θεολογίας και Επιστή­μης, σημαίνει ότι έχουμε ταύτιση προβληματισμών και όχι αναγκαστικά και των πορισμάτων. Η μη σύγ­κρουση δεν σημαίνει πάντα και συμφωνία. Αφού ό­μως ο σκοπός κάθε πλευράς είναι άλλος, η Θεολογία δεν αντικρούει την επιστημονική θέση, για την ηλι­κία λ.χ. του ανθρώπου στη γη. Αυτό που την ενδιαφέ­ρει είναι η δημιουργία του από τον Θεό και ο σκοπός της.
7. Όσον αφορά, συνεπώς, την Ορθόδοξη Θεολο­γία, με προϋπόθεση την πατερική παράδοση, βλέπει σήμερα την δυνατότητα συνεργασίας Θεολογίας και Φυσικών Επιστημών, ως προς τον εκσυγχρονισμό της Θεολογίας και τον εξηθικισμό της Επιστήμης. Είναι δε γεγονός, ότι το παλαιότερο συγκρουσιακό κλίμα έχει περιορισθεί στην εποχή μας, εκτός εάν πα­ραμένουν οι εκατέρωθεν προκαταλήψεις. Οι Θεολόγοι δέχονται την ελευθερία της επιστημονικής έρευνας και οι επιστήμονες δεν αναμειγνύουν τον Θεό στην ε­ρευνά τους. Άλλωστε, πίστη και επιστήμη δέχονται παγκοσμίους νόμους, και οι δύο δε, ζητούν την αλή­θεια, την φυσική ή την υπερφυσική. Ο Michael Polanyi (Personal knowledge, 1969, σ. 266) δέχεται την πί­στη ως την πηγή κάθε γνώσης, αφού «όλα τα βασικά πιστεύω μας στον επιστημονικό τομέα είναι αναπόδεικτα». Εξάλλου, τα κοσμοείδωλα, ακόμη και τα επι­στημονικά, συναρτώνται και με τα διάφορα κοινωνικά μοντέλα, στον χώρο των οποίων παράγονται ή αναπα­ράγονται. Έτσι, διεισδύουν στην επιστήμη και υπο­κειμενικές ιδέες και προκαταλήψεις, υπό την επίδρα­ση του κοινωνικού περιβάλλοντος. Υπάρχει Vorverstandis και στην έρευνα. Καμιά κοσμοθεωρία, συνεπώς, δεν μπορεί να διεκδικήσει την αλήθεια στην πληρότητα της, όσο επιστημονική και αν είναι.
H συνάντηση Θεολογίας και Επιστημών είναι α­ποτελεσματικότερη, όταν o Θεολόγος διαλέγεται με αληθινούς ερευνητές (ελεύθερους δηλαδή και όχι «διαπλεκόμενους»), ο δε επιστήμων έχει απέναντί του συνεχιστές του Μ. Βασιλείου και του Ευγένιου Βούλγαρη και όχι φονταμενταλιστές δυτικού ή ισλαμικού τύπου. Ένοιωσα αιφνιδιασμό σε χώρα της Μ. Ανατολής, όταν Πρύτανης-Καθηγητής της Φυσικής – α­ναζητούσε ερείσματα της επιστήμης του στο Κορά­νιο. Την τάση για απολυτότητα στην επιστήμη με­τριάζουν οι παρατηρούμενες ασυμφωνίες μεταξύ των επιστημόνων, στην δε Θεολογία η γνώση του πατερικού παραδείγματος. Η Κβαντομηχανική διαψεύδει την αιτιότητα, αλλά ο Einstein διεφώνησε («Ο Θεός δεν ρίχνει ζάρια»). Από την άλλη πλευρά, η Ρωμαιο­καθολική Εκκλησία πληρώνει ακόμη το έγκλημα του σχολαστικισμού κατά του Γαλιλαίου. (Πρόσφατα α­παγορεύθηκε στον νυν πάπα, ως πρώην αρχηγό της Ιε­ράς Εξέτασης, να επισκεφθεί το Πανεπιστήμιο του Γαλιλαίου «Sapienza». Ο Πρύτανης είπε: Δεν λογο­κρίνουμε τον Πάπα. Ας διδάξει όπου θέλει, αλλά όχι σ’ αυτό το Ίδρυμα…).
Μετριοφροσύνη δημιουργεί στον επιστήμονα το γεγονός ότι η επιστημονική γνώση έχει τα όριά της (πρβλ. Ε. Θεοδώρου, πρώην Πρύτανη του ΕΚΠΑ: Τα όρια της επιστημονικής γνώσεως, Αθήναι 1981). Ορθά λοιπόν η Επιστήμη δεν ασχολείται με το περί Θε­ού πρόβλημα, διότι θα μεταβαλλόταν σε μεταφυσική, αυτοαπορριπτόμενη. Δεν θα είναι πια θετική επιστήμη. Η επιστήμη δεν μπορεί να απορρίψει το ενδεχό­μενο της ύπαρξης Θεού ως δημιουργού και προνοητού του σύμπαντος, διότι δεν έχει τα κατάλληλα όργα­να, για να Τον συλλάβει. Γι’ αυτό δεν μπορεί να κατη­γορεί την Θεολογία ως μυθολογία και δεισιδαιμονία. Αλλά ούτε και η Θεολογία δικαιούται να κατηγορεί την Επιστήμη ως άθεη, δηλαδή με τα δικά της κριτή­ρια.
Για την δημιουργική όμως σύγκλιση και συνεργα­σία Πίστεως και Επιστήμης απαιτείται κοινή γλώσσα. Κατά τον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη (ακαδημαϊκό), «πρέπει να φθάσουμε σε μια κοσμολογία κοινή και για τους Επιστήμονες και για τους Θεολόγους και πρέπει επίσης να συμφωνήσουμε στο τι συνιστά γνώση και αλήθεια». Σ’ αυτή την κοι­νή γλώσσα έχουν φθάσει επιστήμονες, όπως ο Paul Davies (καθηγητής Θεωρητικής Φυσικής στο Newcastle), δηλώνοντας: «Η επιστήμη προσφέρει ασφαλέ­στερη οδό προς τον Θεό παρά η θρησκεία». Αλλά και ο γνωστός Β. φον Μπράουν, όταν δήλωνε: «Γιατί να βρίσκονται (πίστη και επιστήμη) σε αντίθεση; Η θρησκεία ασχολείται με τον Δημιουργό, η επιστήμη με την δημιουργία». Πρόσφατα δε, διαβάσαμε με έκ­πληξη (στο «Κ» της Καθημερινής της Κυριακής 3.2.08) σε συνέντευξη της μεγάλης Ελληνίδας ανθρω­πολόγου κ. Κατερίνας Χαρβάτη: «Η επιστήμη και η θρησκεία δεν έρχονται σε σύγκρουση, γιατί δίνουν α­πάντηση σε διαφορετικά ερωτήματα: Η επιστήμη α­παντά στο πώς και η θρησκεία στο γιατί».
Αντίθετα ανοίγονται προοπτικές για συμπόρευση και συνεργασία. Η επιστήμη με την βοήθεια της πατερικής Θεολογίας: α) διακρίνει τα όριά της, β) δέχε­ται σημαντική ηθική καθοδήγηση, συνειδητοποιώ­ντας τον φιλάνθρωπο και διακονικό χαρακτήρα της, γ) αναγνωρίζει την αξία του ανθρώπου, αφού η Θεο­λογία διδάσκει, ότι «το Σάββατον δια τον άνθρωπον εγένετο, ουχ ο άνθρωπος δια το Σάββατον» (Μάρκ. 2, 27), ή ότι ο άνθρωπος είναι «ζώον θεούμενον» (Γρηγόριος Νύσσης) ή «θεός κεκελευσμένος» ( = έχει μέσα του την εντολή να γίνει θεός) (Μ. Βασίλειος).
Ας μην οριοθετούμε, λοιπόν, ο ένας την Επιστή­μη του άλλου και ας σεβόμεθα τα πορίσματα της εκα­τέρωθεν έρευνας, που διεξάγεται με αυτοσεβασμό και ταπείνωση, διότι ο κόσμος μας δεν χρειάζεται μόνο τις φυσικές επιστήμες, αλλά και την επιστήμη της θεώσεως, εφ’ όσον «ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται ο άν­θρωπος» (Ματθ. 4, 4)

Πρωτοπρεσβυτέρου ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ
Ομοτίμου Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών

Λόγος εις τα Άγια Θεοφάνεια ~ Αγίου Πρόκλου


Λόγος εις τα Άγια Θεοφάνεια

του Αγίου Πρόκλου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως



Φάνηκε ο Χριστός στον κόσμο και τον άχαρο κόσμο στόλισε μ᾿ απέραντη ευφροσύνη. Σήκωσε πάνω Του την αμαρτία του κόσμου, και καταπάτησε για πάντα τον εχθρό του κόσμου. Αγίασε τις πηγές των υδάτων και φώτισε τις ψυχές των ανθρώπων. Θαύματα αναμείχθηκαν με μεγαλύτερα θαύματα.

Σήμερα, από τη χαρά που έφερε ο Σωτήρας μας Χριστός, χωρίστηκαν η γη και η θάλασσα και απ᾿ άκρη ως άκρη γέμισε ο κόσμος ευφροσύνη. Η σημερινή γιορτή αποκαλύπτει μεγαλύτερα θαύματα από εκείνη της Χριστουγεννιάτικης νυχτιάς. Γιατί εκείνη την νύχτα που μας πέρασε, χαιρότανε μονάχα η γη, καθώς βάσταζε πάνω της στην αγκαλιά της φάτνης τον Παντοκράτορα Θεό. Τη μέρα όμως, που γιορτάζουμε τα Θεοφάνεια, ευφραίνεται μαζί της και η θάλασσα. Και ευφραίνεται, γιατί δια μέσου του Ιορδάνη λαμβάνει μέρος και αυτή στην ευλογία του αγιασμού.
Στη γιορτή της θείας Γέννησης ο Θεός φάνηκε βρέφος μικρό, νεογέννητο, δείχνοντας έτσι τη δική μας νηπιότητα. Σήμερα όμως Τον βλέπουμε τέλειο άνθρωπο, τέλειο Υιό, από τέλειο Πατέρα γεννημένον. Εκεί φανέρωσε το θείο βρέφος το αστέρι που ανέτειλε από την ανατολή, και εδώ ομολογεί γι᾿ Αυτόν από τον ουρανό ο Θεός Πατέρας, από Τον οποίον γεννήθηκε προ των αιώνων.

Εκεί Τού πρόσφεραν – ωσάν σε βασιλιά – δώρα οι Μάγοι, που πεζοπόρησαν από την ανατολή. Εδώ άγγελοι από τον ουρανό φερμένοι Τού πρόσφεραν τη διακονία που πρέπει μόνο σε Θεό. Εκεί τυλίχτηκε μέσα στα σπάργανα και εδώ λύνει με το βάπτισμα τις σειρές των παραπτωμάτων και τα δεσμά της αμαρτίας μας. Εκεί ο βασιλιάς των ουρανών ντύθηκε σαν βασιλική αλουργίδα τον κόσμο, εδώ η πηγή της ζωής ντύνεται ολόγυρα τα ποταμίσια κύματα.

Ελάτε λοιπόν να δείτε παράδοξα θαύματα. Ο Ήλιος της δικαιοσύνης λούζεται στου Ιορδάνη τα νερά. Η φωτιά βουτάει και σμίγει με τα νερά. Και ο Θεός από άνθρωπο αγιάζεται. Σήμερα ολόκληρη η κτίση βροντοφωνάζει και ανυμνεί: «Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου!!» Συ που έρχεσαι δια της Προνοίας Σου μέσα απ᾿ όλα τα κτίσματά Σου. Συ που συντηρείς το ύψος του στερεώματος και έντεχνα οδηγείς σαν ήμερο άλογο με χαλινάρι την τροχιά του Ήλιου. Συ που βάζεις σε τάξη χωρίς διόλου ν᾿ ανακατεύονται τα πλήθη των αστέρων και μας κερνάς πλούσια αγέρα για να αναπνέουμε ασταμάτητα ζωή.
Συ που ζεσταίνεις και ζωογονείς τη μάννα γη ώστε να μας χαρίζει τους καρπούς της ολοχρονίς. Συ που δαμάζεις και σταματάς την πολυκύμαντη θάλασσα ζώνοντάς την ολόγυρα μ᾿ ένα μικρούτσικο χαλινάρι από αμμοχάλικο. Συ που σπρώχνεις τα νερά από της γης τα σπλάχνα και φτιάχνεις τις πηγές. Συ που καθοδηγείς τις ποταμίσιες όχθες να πορεύονται χωρίς χαμό και περιπλάνηση ως τη θάλασσα.

Τούτα όλα τα θαυμάσια αναλογιζόμαστε και από τα κατάβαθά μας βγαίνει η κραυγή:

«Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου».

Πες μας λοιπόν, ποιος είναι Αυτός, μακάριε Δαυίδ;

Ο Κύριος και ο Θεός μας που μας φανερώθηκε μ᾿ ανθρώπινη μορφή.

Αλλά δεν το λέει αυτό μόνον ο προφήτης Δαυίδ. Το λέει και ο Απόστολος Παύλος που συμφωνεί μαζί του και διδάσκει: «Μας φανερώθηκε η Χάρη του Θεού που σώζει κάθε άνθρωπο και μας διδάσκει όλους μας». Όχι μερικούς αλλά όλους μας. Σ᾿ όλους, Ιουδαίους και Έλληνες χαρίζει με το βάπτισμα τη σωτηρία και υποδείχνει το σωτήριο αυτό λουτρό σαν ευεργέτημα δοσμένο δωρεάν σε κάθε ανθρώπινη ψυχή που το ζητάει.

Ελάτε να δείτε πρωτόγνωρο κατακλυσμό, πολύ μεγαλύτερο και δυνατότερο απ᾿ εκείνον που γίνηκε την εποχή του Νώε. Εκεί το νερό έπνιξε τους ανθρώπους και εδώ το νερό του βαπτίσματος, κείνους που είχαν πεθάνει πνευματικά ξαναζωντάνεψε, με τη δύναμη του Θεού που σήμερα βαπτίστηκε.

Εκεί ο Νώε έφτιαξε κιβωτό στέρεα από ξύλα και εδώ ο Χριστός ο νοητός Νώε, προσέλαβε από την άφθορο παρθένο Μαρία την κιβωτό του σώματος. Εκεί ο Νώε άλειψε την κιβωτό εξωτερικά με άσφαλτο πίσσα. Εδώ ο Χριστός δυνάμωσε και περιφρούρησε την κιβωτό του σώματος με το χρίσμα της πίστεως. Εκεί περιστερά που βάσταζε κλαδί ελιάς προμήνυσε την ευωδία του Δεσπότου Χριστού. Εδώ το Πνεύμα το Άγιον με τη μορφή ολόασπρης περιστεράς παρουσιάστηκε και σ᾿ όλους φανέρωσε τον ελεήμονα Κύριο.

Αλλά με καταπλήττει η υπερβολική ταπείνωση του Κυρίου. Γιατί δεν αρκέστηκε, Αυτός ο γεννημένος τέλειος Υιός από τέλειο Πατέρα, να γεννηθεί και επί γης τέλειο βρέφος από τα σπλάχνα μιας γυναίκας. Δεν αρκέστηκε Εκείνος που είναι σύνθρονος με τον Θεό Πατέρα να λάβει τη μορφή του δούλου αλλά και σαν τον τελευταίο αμαρτωλό προσέρχεται να βαπτισθεί.

Αλλά ας μη γίνει η κοινή για όλους τους ανθρώπους ευεργεσία σκάνδαλο, γι᾿ αυτούς που τούτη την ώρα με ακούνε. Γιατί βαπτίζεται ο Δεσπότης πάντων Χριστός, όχι γιατί έχει ανάγκη από ψυχικό καθαρισμό, αλλά για να οικονομήσει με δύο τρόπους το συμφέρον των ψυχών μας, ώστε και με το νερό να μας δωρίσει την αγιαστική χάρη και να προτρέψει τον καθένα μας να βαπτιστεί.

Καθώς μας λέει ο ιερός Ευαγγελιστής, ήρθε ο Ιησούς από τη Γαλιλαία στον Ιορδάνη όπου βρισκόταν ο Ιωάννης για να βαπτιστεί απ̉ αυτόν. Το τι συνέβηκε τότε αδελφοί μου δεν μπορεί να το χωρέσει νους ανθρώπινος. Γιατί ξεπερνάνε κάθε θέαμα και άκουσμα όσα συνέβηκαν εκεί. Τρέμει ο νους. Χάνεται η λαλιά μη τολμώντας να εξιστορήσει τα ανέκφραστα. 

Γι’ αυτό λοιπόν και όταν είδε ο Ιωάννης τον Δεσπότη μας Χριστό να τον πλησιάζει, με πολύ καρδιοχτύπι, πέφτοντας και αγκαλιάζοντας τα πόδια Του του είπε παρακλητικά: Γιατί βιάζει εμένα τον αδύνατο άνθρωπο ο Παντοδύναμος Θεός μου να κάνω κάτι που ξεπερνάει τις δυνάμεις μου; Δεν είμαι εγώ σε θέση να επιχειρήσω κάτι τέτοιο. Πως να τολμήσω να Σε βαπτίσω; Πότε συνέβηκε να καθαριστεί η φωτιά από το ξερό χορτάρι;

Πότε έπλυνε η λάσπη την πηγή; Πως να βαπτίσω Εσένα τον Κριτή της οικουμένης εγώ ο υπεύθυνος για τόσες αμαρτίες; Πως να Σε βαπτίσω Δέσποτά μου; Δεν βλέπω αμαρτία πάνω Σου. Δεν έχεις πέσει θύμα της κατάρας του προπάτορα Αδάμ. Δεν έχεις καθόλου λερωθεί από την αμαρτία. Γιατί αν και έκλινες ουρανούς και κατέβηκες, τίποτα από τα θελήματα του Θεού Πατέρα δεν παρέβηκες. Τι κάνεις Δέσποτά μου; Γιατί μ᾿ αναγκάζεις να κάνω κάτι που ξεπερνάει τις δυνάμεις μου; Ποτέ και τίποτα δεν τόλμησα να κάνω απ᾿ όλα όσα παροργίζουν την αγαθωσύνη Σου.
Σαν δούλος πιστός, γεμάτος αγάπη και σεβασμό για τον αφέντη του, πρότρεξα και μήνυσα στον κόσμο την παρουσία Σου. Ενώ βρισκόμουνα ακόμη μέσα στην κοιλιά της μάνας μου, δανείστηκα τη γλώσσα της και Θεό του κόσμου Σε κήρυξα. Όλους τους προετοίμασα να Σε δεχθούν, να Σ᾿ απαντήσουν. Πες μου λοιπόν Κύριέ μου, πώς θ᾿ ανεχθεί να δει ο ήλιος τον Παντοκράτορα Θεό έτσι να εξευτελίζεται από την τόλμη ενός δούλου Του και δεν θα ρίξει καυτερές φωτοβολίδες να με κατακάψει, όπως έκανε εκείνους τους καιρούς τους άσωτους Σοδομίτες; Πως θα αντέξει η γη να δει Εκείνον που αγιάζει τους αγγέλους, απέριττα να βαπτίζεται από χέρι ανθρώπου αμαρτωλού και δεν θ᾿ ανοίξει τα σπλάχνα της για να με καταπιεί, όπως έκανε τον Αβειρών και τον Δαθάν;
Πως να βαπτίσω Δέσποτά μου Εσένα που δεν μολύνθηκες από της φυσικής γέννησης το λέρωμα; «Εξ ασπόρου γαστρός, άσπορος προήλθε καρπός». Πως λοιπόν εγώ ο χιλιολερωμένος από την αμαρτία άνθρωπος να αγνίσω τον Θεό; Θεό αναμάρτητο;

Εγώ έχω ανάγκη να βαπτιστώ από Σένα και Συ έρχεσαι σε μένα; Μ᾿ έστειλες να βαπτίζω, Κύριέ μου, και δεν παράκουσα την εντολή Σου. Προέτρεπα όλους προς το βάπτισμα και τους έλεγα: «Ομολογήστε ενώπιον του Κυρίου τις αμαρτίες σας, γιατί Αυτός είναι ο μόνος αγαθός. Αυτός που έρχεται πίσω μου δεν είναι βλοσυρός και αυστηρός. Είναι αγαθός και Υιός Πατέρα Αγαθού. Δεν φέρεται για λίγο μονάχα μ᾿ αγαθοσύνη και ύστερα αλλάζει διάθεση για τον αμαρτωλό άνθρωπο, αλλά το έλεός Του μένει εις τον αιώνα. Και επειδή το έλεός Του είναι αμέτρητο γι᾿ αυτό και οι ουράνιες δυνάμεις ανυμνώντας Τού έλεγαν:

«Ευλογημένος Συ που έρχεσαι στο όνομα του Κυρίου». Ο Κύριος και ο Θεός μας μας φανερώθηκε. Μας φανερώθηκε ο Ήλιος της δικαιοσύνης και διέλυσε το σκοτάδι της άγνοιας που μας περιέλουζε. Μας φανερώθηκε ο ουράνιος τσοπάνης και έδιωξε από το κοπάδι των παιδιών Του τους λύκους του διαβόλου. Μας φανερώθηκε ο Μονογενής Υιός του Πατρός και χάρισε με το βάπτισμα την υιοθεσία στους πιστούς. Μας φανερώθηκε η ζωή ολόκληρου του κόσμου και με το θάνατό Του θανάτωσε τον θάνατο ως αθάνατος και αξίωσε να ζήσουν ζωή αθάνατη, εκείνοι που είχαν πέσει στη φθορά και στο θάνατο.

Αλλά ενώ γίνονταν όλα αυτά, ο Θεός Πατέρας αγαλλώμενος με την υπερβολική ταπείνωση του Υιού, ανοίγει διάπλατα τις πύλες του ουρανού και με βροντερή φωνή ξεχειλισμένη από αισθήματα που πλημμυρίζουνε μια πατρική καρδιά, ανακράζει: «Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός». Και για να μην μπερδευτεί ο νους όσων ακούγανε όλα τούτα – αν είναι δηλαδή Υιός ο Βαπτιστής ή ο Χριστός- έρχεται το Άγιον Πνεύμα, σαν άσπρο περιστέρι και δείχνει Εκείνον που βαπτιζόταν και που ο Θεός Πατέρας τον μαρτυρούσε στους ανθρώπους σαν μονογενή Υιό Του. Σ᾿ Αυτόν πρέπει η δόξα, το κράτος, η τιμή και η προσκύνηση σήμερα και πάντοτε και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Λόγος εις τα Άγια Θεοφάνεια
Αγίου Πρόκλου Πατριάρχη Κων/πόλεως

Περί αγάπης και αληθείας προς τους αιρετικούς

Περί αγάπης και αληθείας προς τους αιρετικούς


Πολύ συχνά στα θέματα της Πίστεως και της προασπίσεώς της, προβάλλεται -συνήθως από νεωτεριστές, όπως λ.χ. τους οικουμενιστές κ.α.- το επιχείρημα αφ’ ενός της «αγάπης» προς τους καινοτόμους, τους αιρετικούς, τους αιρετίζοντες Ορθοδόξους κ.λπ., αφ’ ετέρου δε της «αποφυγής της κατακρίσεώς» τους. Σκοπός αλλά και επιτυγχανόμενο αποτέλεσμα της προβολής αυτού του επιχειρήματος είναι η άμβλυνση των αποστάσεων μεταξύ των «χριστιανικών ομολογιών» και των θρησκειών.

Η παρούσα μελέτη, θα προσπαθήσει να προσεγγίσει λίγο πιο προσεκτικά (όχι πλήρως, αλλά πάντως το κατά δύναμιν βαθύτερα) το θέμα τούτο της αγάπης προς τους αιρετικούς και πώς αυτή νοείται, πάντοτε βάσει αντιπροσωπευτικών διδασκαλιών, οι οποίες απηχούν τη διαχρονική φωνή της Εκκλησίας μας, την «consensus Ecclesiae», δηλ. την «ομοφωνία της Εκκλησίας».
«ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗΝ ΦΥΛΑΤΤΕΣΘΑΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑΝ ΕΚΔΙΚΕΙΣΘΑΙ»
ήτοι
Περί αγάπης και αληθείας προς τους αιρετικούς 
Η πεποίθηση της Εκκλησίας, όπως προκύπτει από αυτά που μας παρέδωκαν όλοι οι φίλοι του Θεού, οι Άγιοι, είναι ότι αγάπη χωρίς την αλήθεια δεν νοείται, διότι αγάπη εν τω ψεύδει δεν είναι αληθής αγάπη, αγάπη εκ Θεού. Πρέπει παραλλήλως τόσο να διαφυλάσσεται η αγάπη, όσο και να προφυλάσσεται η αλήθεια, «και την αγάπην φυλάττεσθαι και την αλήθειαν εκδικείσθαι».
1. Εισαγωγή: Η αληθής αγάπη της Εκκλησίας και η ψευδής αγάπη («αγαπισμός») της Νέας Εποχής
  • Η κατά Χριστόν αγάπη διαφέρει από την κοσμική αγάπη
  • Η ψευδής αγάπη των αντιθέων.
2. Η Καινή Διαθήκη περί αληθείας και αγάπης, συνοπτικώς.
  • Σκοπός της αληθείας η σωτηρία του πλησίον.
  • Η αλήθεια ως κοινή Πίστη είναι παράγων συνδετικός των πιστών.
  • Η αγάπη και η αλήθεια παράλληλα χαρίσματα.
  • Την αλήθεια πάντοτε και αναποφεύκτως θα την πολεμεί το κακό.
3. Η εξωτερική ειρήνη προϋποθέτει την εσωτερική ειρήνη, και η εσωτερική ειρήνη προϋποθέτει τα ευσεβή δόγματα.
4. Είναι προτιμότερος ο επαινετός πόλεμος για την αλήθεια της Πίστεως, από τη συνθηκολόγηση με την αίρεση.
5. Οι Άγιοι Πατέρες περί της σχέσεως αγάπης και θεοσεβείας.
6. Η παρεμπόδιση της αιρετικής δραστηριότητος είναι έργο αγάπης, κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή

  • Σχόλιο του οσίου Γέροντος Ιουστίνου Πόποβιτς επί των λόγων του Αγίου Μαξίμου
7. Σύγχρονες μαρτυρίες περί της αληθείας και της αγάπης
8. Η παρασιώπηση της αληθείας είναι έλλειψη αγάπης προς τους πλανωμένους αιρετικούς
9. Η κριτική κατά των αιρέσεων, επειδή ενέχει αγάπη, δεν μπορεί και δεν επιτρέπεται, καθώς λέγουν οι Άγιοι, να είναι εμπαθής
10. Που μας οδηγεί, τελικώς, ο αγαπισμός της Νέας Εποχής του Αντιχρίστου; 
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (βασικές αρχές του New Age)
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Εισαγωγή: Η αληθής αγάπη της Εκκλησίας και η ψευδής αγάπη («αγαπισμός») της Νέας Εποχής.
Ο Θεός είναι αγάπη και όσοι αγαπούν τον Θεόν πρέπει να αγαπούν και τους αδελφούς των: «ο Θεός αγάπη εστί […] και ταύτην την εντολήν έχομεν απ’ αυτού, ίνα ο αγαπών τον Θεόν αγαπά και τον αδελφόν αυτού»[i] ·αυτή είναι μία βασική εντολή της Καινής Διαθήκης του Κυρίου και Θεανθρώπου και Παντοκράτορος Χριστού, η οποία υφαίνει όλη την πνευματική μας ζωή γύρω από την διπλή αγάπη, πρώτα προς τον Θεό και έπειτα προς τον πλησίον. «Εν ταύταις ταις δυσίν εντολαίς όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται»[ii].
Η κατά Χριστόν αγάπη διαφέρει από την κοσμική αγάπη.
Όμως η χριστιανική αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον, ως σταδιακή μετοχή στην άκτιστη θεϊκή ενέργεια της αγάπης, δεν ενεργείται κατά τον τρόπο που ενεργείται η αγάπη μεταξύ των ανθρώπων του κόσμου τούτου, όπως άλλωστε και η ειρήνη του Χριστού δεν είναι καθώς η ειρήνη του κόσμου αυτού: «Ειρήνην αφίημι υμίν, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν· ου καθώς ο κόσμος δίδωσιν, εγώ δίδωμι υμίν»[iii]. Όπως η ειρήνη του Χριστού δεν είναι η εγκόσμια ειρήνη, έτσι και η αγάπη Του, όπως την περιγράφει ο Απόστολος Παύλος, είναι διαφορετική της διανθρώπινης, διότι αυτή έχει χαρίσματα υπερφερή, δεν διακόπτεται ποτέ και από τίποτε και δεν ζητεί το συμφέρον της, ούτε επηρεάζεται από τα ανθρώπινα πράγματα: «η αγάπη […] ου ζητεί τα εαυτής […] πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει. Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει»[iv]. Περαιτέρω, ο αποστολικός λόγος μας τονίζει ότι η αγάπη των πιστών πρέπει να είναι άνευ υποκρίσεως, δηλαδή αληθής· «η αγάπη ανυπόκριτος· αποστυγούντες το πονηρόν, κολλώμενοι τω αγαθώ»[v]. 
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, γράφει πολύ χαρακτηριστικώς: «Αυτό είναι το κεφαλαιωδέστερο του τρόπου ζωής μας, αυτό είναι το γνώρισμα, το να μη προσέχουμε μόνο στα δικά μας, αλλά και τα μέλη μας τα διεστραμμένα να τα διορθώνουμε και να τα καταρτίζουμε· αυτό είναι μέγιστο δείγμα της πίστεως· ‟Εν τούτω γνώσονται πάντες, λέγει, ότι μαθηταί μου εστέ, εάν αγαπάτε αλλήλους». Αλλά τη γνήσια αγάπη δεν τη δείχνει το κοινό γεύμα, ούτε η απλή προσφώνηση, ούτε η κολακεία στα λόγια, αλλά το να διορθώσει κανείς και να βάλει στόχο το συμφέρον του πλησίον, το να σηκώσει αυτόν που έπεσε, να δώσει χέρι σε αυτόν που είναι πεσμένος και έχει αμελήσει την σωτηρία του και το να επιδιώκει πριν από τα δικά του αγαθά το καλό του πλησίον. Αυτό είναι της γνήσιας αγάπης»[vi].
Η ψευδής αγάπη των αντιθέων.
Αντιθέτως προς την αληθή αγάπη, έχουμε και την «εσχηματισμένη», τη φαινομενική και ψευδή αγάπη, τον «αγαπισμό», ο οποίος προωθείται από τις δυνάμεις του σκότους και έχει μόνο την εξωτερική εμφάνιση της αγάπης, λ.χ. ως «αγαπολογία», αλλά οδηγεί στην πνευματική και αιώνια καταστροφή. Ο αγαπισμός αυτός, προωθώντας την επιφανειακή επί γης ειρήνη πολεμεί την αλήθεια, με την πρόφαση ότι δήθεν «ο αγώνας υπέρ μιας απολύτου αληθείας, βλάπτει την αγάπη και την ειρήνη».
Σχετικώς με το θέμα μας και ερμηνεύοντας τη χρήση του αγαπισμού ως «ανεκτικότητος» («tolerance») από τις δυνάμεις του επικινδύνου παγκοσμίου ρεύματος της Νέας Εποχής («New Age»), ο οσιολoγιώτατος Μοναχός π. Αρσένιος Βλιαγκόφτης, ειδήμων σε θέματα αιρέσεων και παραθρησκείας, συνεργάτης του μακαριστού π. Αντωνίου Αλεβιζόπουλου, παρατηρεί:
«» Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στον Θεό. Πίστευε ό,τι θέλεις, μόνο μην είσαι μονόδρομος». Αυτή είναι μία διαφορετική διατύπωση του προαναφερθέντος Θεοσοφικού-νεοεποχίτικου δόγματος. Αυτός είναι ο λεγόμενος δογματικός πλουραλισμός. Υπογραμμίζουμε την πρώτη λέξη· τη λέξη δογματικός. Αυτό σημαίνει ότι σημαντικό δεν είναι ο πλουραλισμός, δηλαδή η συνύπαρξη διαφορετικών δογμάτων και πίστεων, όσο το ότι ο πλουραλισμός ανάγεται σε δόγμα. Όποιος αμφισβητήσει αυτό το δόγμα χαρακτηρίζεται φανατικός και εξοβελίζεται!»[vii] .
«Ο δογματικός πλουραλισμός συνδέεται άμεσα με την βασική θεωρία της Νέας Εποχής, η οποία έντονα προπαγανδίζεται, ότι δεν υπάρχουν όρια (βλ. και στη διαφήμιση βασικό μήνυμα no limits· δεν υπάρχουν όρια, δεν υπάρχουν σύνορα). Έτσι το καλό και το κακό για τους κήρυκες της Νέας Εποχής είναι απλώς δύο όψεις του ιδίου νομίσματος. Πρόκειται για την θεωρία του γίν και γιάνγκ στις ανατολικές θρησκείες. Ο δογματικός πλουραλισμός συνδέεται επίσης με μία άλλη θεμελιώδη παραδοχή πολλών ομάδων της Νέας Εποχής, που είναι ο υποκειμενισμός. » Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε». Η ανωτέρω ρήση επεκτεινομένη μας οδηγεί στο βασικό δόγμα του νεοσατανισμού «Κάνε ό,τι θέλεις· αυτός είναι όλος ο νόμος»»[viii].
«Η αναγνώριση και των άλλων θρησκειών ως οδών σωτηρίας έχει ως αποτέλεσμα την ουσιαστική κατάργηση του κηρύγματος της μετανοίας, εφ’ όσον συνυπάρχουν αρμονικά αλήθεια και πλάνη. Αυτό έχει με τη σειρά του ως αποτέλεσμα την ουσιαστική κατάργηση της ιεραποστολής, εφ’ όσον πλέον αντί κηρύγματος τίθεται προ ημών η «μεγάλη ιδέα» της κοινής μαρτυρίας των θρησκειών με σκοπό, όπως λένε, την «υπηρεσία στον άνθρωπο»»[ix].
Είναι χαρακτηριστικά τα εδάφια που παραθέτουμε στο τέλος, στο Παράρτημα, από έργα της «μητέρας» του New Age, της Αλίκης Μπέηλυ, όπου φαίνεται καθαρώς – μεταξύ άλλων – η ταύτιση της αγάπης με τον συγκρητισμό και η ταύτιση της αληθείας με τον φανατισμό, γραμμή που προβάλλεται τώρα πλέον μαζικώς από τη Νέα Τάξη Πραγμάτων.
2. Η Καινή Διαθήκη περί αληθείας και αγάπης, συνοπτικώς.
Η τεχνητή, ψευδής αντιπαράθεση αληθείας και αγάπης, που εντέχνως εισήχθη από τη «Νέα Εποχή του Υδροχόου» («New Aquarian Age») στην ανθρώπινη διανόηση, με την προβολή του δογματικού πλουραλισμού ως απαραίτητης προϋποθέσεως για την εξάλειψη των αντιθέσεων μεταξύ των ανθρώπων, μάχεται την εκκλησιαστική, χριστιανική διδασκαλία, την αποκεκαλυμμένη δηλαδή από τον Θεόν αλήθεια περί Θεού, ανθρώπου και κόσμου, σε καίριά της σημεία.
Σκοπός της αληθείας η σωτηρία του πλησίον.
Σύμφωνα με τους αψευδείς λόγους του Κυρίου, η αλήθεια δεν είναι ένα σύστημα αφηρημένων θεωρητικών θεολογικών αληθειών, αλλά το ίδιο το Πρόσωπον του Κυρίου Ιησού Χριστού, ο Οποίος είπε: «Εγώ ειμι η οδός και η αλήθεια και η ζωή»[x] και ο Οποίος ως Θεός είναι και η ένσαρκος Αγάπη, διότι «ο Θεός αγάπη εστίν»[xi].
Σκοπός των Χριστού και των Χριστιανών είναι η αρπαγή των ανθρώπων από την αμαρτία και την πλάνη, δια του κηρύγματος της αληθείας· «ους δε εν φόβω σώζετε εκ του πυρός αρπάζοντες[xii]. Η εμμονή στην αλήθεια επαινείται από τον Χριστό: «Μη φοβού, αλλά λάλει και μη σιωπήσης διότι εγώ ειμι μετά σου, και ουδείς επιθήσεταί σοι του κακώσαί σε, διότι λαός εστί μοι πολύς εν τη πόλει ταύτη»[xiii] και ακόμη, κατά το παλαιοδιαθηκικό: «έως θανάτου αγώνισαι περί της αληθείας και Κύριος ο Θεός πολεμήσει υπέρ σου[xiv] · οι αληθείς δούλοι του Χριστού, λοιπόν, πολλές φορές λυπούν προσκαίρως για να συνεφέρουν και σώσουν αιωνίως· «Νυν χαίρω, ουχ ότι ελυπήθητε, αλλ’ ελυπήθητε εις μετάνοιαν· ελυπήθητε γαρ κατά Θεόν, ίνα εν μηδενί ζημιωθήτε εξ ημών»[xv]. Ο ίδιος ο Χριστός μας καθιστά γνωστόν, ότι όσους αγαπά, τους ελέγχει και τους διαπαιδαγωγεί με σκοπό την απόκτηση ζήλου και μετανοίας· «Εγώ όσους εάν φιλώ, ελέγχω και παιδεύω· ζήλευε ουν και μετανόησον»[xvi].
Έχουμε ήδη εξηγήσει σε προηγουμένη ενότητα της «Μαθητείας στο εκκλησιαστικό παρελθόν» πως η παραμικρή αλλοίωση της Πίστεως (η αίρεση) βλάπτει την σωτηρία του ανθρώπου· γι΄ αυτό ο Απόστολος Παύλος παραγγέλλει να αποκόπτεται από την Εκκλησία όποιος αλλοιώνει το εξ αρχής αποστολικό κήρυγμα, δηλαδή την αλήθεια («μεταστρέψαι το ευαγγέλιον του Χριστού») ακόμη και αν ήταν – καθ’ υπόθεσιν – Άγγελος· «Αλλά και εάν ημείς ή άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζηται υμίν παρ’ ό ευηγγγελισάμεθα υμίν, ανάθεμα έστω»[xvii].
Η αλήθεια ως κοινή Πίστη είναι παράγων συνδετικός των πιστών.
Σε πολλά σημεία της Καινής Διαθήκης, προβάλλεται από το Άγιον Πνεύμα η παράλληλη πορεία αληθείας και αγάπης· διότι τελικώς η αλήθεια είναι η πορεία προς τον Θεό, δια της αμωμήτου Ορθοδόξου Εκκλησίας, του μόνου Σώματος του Χριστού, το Οποίον – καθότι Σώμα Χριστού δεν μερίζεται[xviii] – αλλά χαρακτηρίζεται από μία Πίστη και ένα Βάπτισμα: « […] τηρείν την ενότητα του Πνεύματος εν τω συνδέσμω της ειρήνης. Εν σώμα και εν Πνεύμα […] εις Κύριος, μία Πίστις, εν Βάπτισμα»[xix] · το Σώμα του Χριστού συνάπτει «εις εν» τους πιστούς: «Ότι εις άρτος, εν σώμα οι πολλοί εσμεν· οι γαρ πάντες εκ του ενός άρτου μετέχομεν»[xx] οι οποίοι καταρτίζονται με το ίδιον φρόνημα, «ίνα το αυτό λέγητε πάντες, και μη η εν υμίν σχίσματα, ήτε δε κατηρτισμένοι εν τω αυτώ νοΐ και τη αυτή γνώμη»[xxi].
Επειδή λοιπόν η αλήθεια ταυτίζεται με τον Χριστό, ο τρόπος οικειώσεώς μας με Αυτόν, εντός του Σώματός Του, της Εκκλησίας, προϋποθέτει ότι ο καταρτισμός μας γίνεται, όπως λέχθηκε ανωτέρω, «εν τω αυτώ νοΐ και τη αυτή γνώμη», είναι δηλαδή απαραίτητη η εν Χριστώ οικοδόμηση της ενότητός μας με τους συνανθρώπους μας, εν τω «νω του Χριστού» δια του Αγίου Πνεύματος και συνεπώς είναι απαραίτητη, ως συνεκτικός δεσμός, η από κοινού διατήρηση και βίωση της αληθούς Πίστεως στον Χριστό.
Η αγάπη και η αλήθεια παράλληλα χαρίσματα.
Κατά ταύτα ο Απόστολος Παύλος παραγγέλλει στους πιστούς να αυξάνουν πνευματικώς εν Χριστώ «αληθεύοντες εν αγάπη»[xxii], ενώ ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, ο κήρυξ της αγάπης, χαίρει πρωτίστως, «έχει μειζοτέραν χαράν», διότι οι Πιστοί «περιπατούν εν αληθεία»[xxiii] χάρις στην οποία αλήθεια και ο ίδιος ο Θεολόγος και «πάντες οι εγνωκότες την αλήθειαν» αγαπούν τους αδελφούς «εν αληθεία»[xxiv] · καλεί επίσης τους Χριστιανούς να είναι «εν αληθεία και αγάπη»[xxv] και να αγαπούν «εν έργω και αληθεία»[xxvi]. Χωρίς την αλήθεια, ο άνθρωπος δεν πιστεύει ορθώς στο Θεό και δεν ζη ορθώς, διότι δεν γνωρίζει τον τρόπο της σωτηρίας· «Πώς ουν επικαλέσονται εις ον ουκ επίστευσαν; πώς δε πιστεύσουσιν ου ουκ ήκουσαν; πως δε ακούσουσι χωρίς κηρύσσοντος;»[xxvii]. Οι άγιοι Απόστολοι προειδοποιούν δια τούτο, ότι η τήρηση και των ελαχίστων εντολών είναι απαραίτητη· «Όστις γαρ όλον τον νόμον τηρήση πταίση δε εν ενί, γέγονε πάντων ένοχος»[xxviii], ο δε Κριτής θα τιμωρήσει όσους διαστρεβλώνουν τον λόγο Του και θα τους αποστερήσει από το Ξύλον της Ζωής[xxix].
Την αλήθεια πάντοτε και αναποφεύκτως θα την πολεμεί το κακό.
Η είσοδος της Αληθείας, του Χριστού, στον κόσμο προκαλεί οπωσδήποτε την αντιπαράθεση του κακού, μέσω των δυνάμεων της πονηρίας και των υποτεταγμένων στο κακό ανθρώπων, οι οποίοι αφού εδίωξαν τον Θεάνθρωπο, οπωσδήποτε θα υποβάλουν σε διωγμό και τους μαθητές του Χριστού Χριστια-νους· «ει εμέ εδίωξαν, και υμάς διώξουσι»[xxx]. Είναι λοιπόν αναπόφευκτη η αντίδραση κατά του φωτός της αληθείας του Θεανθρώπου Χριστού, όχι λόγω των ιδιοτήτων της ίδιας της αληθείας, αλλά λόγω της αγάπης πολλών προς το σκότος της αμαρτίας· «ηγάπησαν μάλλον το σκότος ή το φως, ην γαρ πονηρά αυτών τα έργα»[xxxi] και έτσι αναποφεύκτως το κήρυγμα του Θεανθρώπου θα προκαλέσει μάχη εκ μέρους των εχθρών της αληθείας· «Δοκείτε ότι ειρήνην παρεγενόμην δούναι εν τη γη; ουχί, λέγω υμίν, αλλ΄ ή διαμερισμόν. Έσονται γαρ από του νυν πέντε εν οίκω ενί διαμεμερισμένοι, τρεις επί δυσί και δύο επί τρισί»[xxxii].
Η μάχη λοιπόν που προκαλείται πολλές φορές όχι μόνον εντός της ανθρωπίνης ψυχής εναντίον της προόδου της αληθείας, αλλά και από το περιβάλλον της, προέρχεται από την αντίδραση του ποικίλου κακού. Για την πραγματικότητα αυτή μας προειδοποίησε ο Χριστός, ότι δηλαδή οι άνθρωποι μισούν το φως για να μη ελεγχθούν τα σκοτεινά έργα τους: «Πας γαρ ο φαύλα πράσσων μισεί το φως και ουκ έρχεται προς το φως, ίνα μη ελεγχθή τα έργα αυτού»[xxxiii] · επίσης και η αρχαία ανθρώπινη σοφία την αποτύπωσε δια στόματος του Λατίνου ποιητού Τερεντίου, τον 2ο π.Χ. αι. στο απόφθεγμα «η αλήθεια γεννά το μίσος» («Veritas odium parit»)[xxxiv].
Ο Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος αναφέρει σχετικώς: «Όπως ένας γενναίος νεανίας βαστάζει τις πληγές που του επιφέρουν και την πάλη, και ανταποδίδει τα κτυπήματα, έτσι και οι Χριστιανοί οφείλουν να υπομένουν τις έξωθεν θλίψεις και τους ένδοθεν πολέμους, ώστε λαμβάνοντας κτυπήματα να σωθούν δια της υπομονής. Διότι η οδός του Χριστιανισμού έτσι είναι. Δηλαδή όπου είναι το Πνεύμα το Άγιον, εκεί επακολουθεί, σαν σκιά, ο διωγμός και η πάλη. Βλέπεις τους Προφήτες πως διώκονταν από τους ομοφύλους τους τελείως, στους οποίους όμως ενεργούσε το Πνεύμα […] Δια τούτο δεν πρέπει να παραξενεύονται, αλλά αναπόφευκτα η αλήθεια διώκεται»[xxxv].

Ο άγιος Μέγας Φώτιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, στο έργο του Μυριόβιβλος ή Βιβλιοθήκη παρουσιάζοντας ένα βιβλίο με τους λόγους του Μοναχού Ιωβίου, αναφέρεται στην ειρήνη του Θεού και ερμηνεύει βάσει της Παραδόσεως της εκκλησιαστικής αληθείας, ότι η ειρήνη αυτή δεν είναι εκ του κόσμου «»Η ειρήνη, λέει, του Θεού η υπερέχουσα πάντα νουν[xxxvi], φρουρήσει τας καρδίας υμών» και «Δικαιωθέντες εκ πίστεως ειρήνην έχομεν τα προς τον Θεόν δια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δι’ ου και την προσαγωγήν εσχήκαμεν» [xxxvii]. Δεν πρέπει εδώ να εννοεί κανείς την ειρήνη από πολέμους ή την προς αλλήλους, αλλά, όπως είναι φανερό, την καθενός προς τον εαυτό του και μέσω αυτής προς τον δωρεοδότη αυτής και χορηγό της σωτηρίας μας, η οποία φρουρεί τις καρδιές μας και υπερέχει από κάθε νού, την οποίαν ο κόσμος δεν μπορεί να δώσει. Γι’ αυτό δεν αντιφάσκει προς το «Ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην αλλά μάχαιραν» [xxxviii]. Διότι εννοεί «την κοσμική ειρήνη δεν ήλθα για να βάλω»· και πάλι· «Έσεσθε μισούμενοι υπό πάντων» [xxxix] και πολλά τέτοια· διότι η εγγύτητα των ευσεβών προς τον Θεό έσπρωχνε τους ασεβείς ως κύμα σε μίσος και φθόνο και φόνο. Ήλθε λοιπόν ο Σωτήρ να βάλει ειρήνη, η οποία τα του σώματος τα κάνει να συμφωνούν με την ψυχή, και υποτάσσει το χειρότερο [το σώμα] στις αποφάσεις του καλύτερου [της ψυχής]. Και την έδωσε αυτή [την ειρήνη] ενώνοντας τη στασιαστική μας φύση με την ειρήναρχη θεότητα» [xl]. 
3. Η εξωτερική ειρήνη προϋποθέτει την εσωτερική ειρήνη, και η εσωτερική ειρήνη προϋποθέτει τα ευσεβή δόγματα.
Η ειρήνη του Χριστού, λοιπόν, συμφώνως προς τα ανωτέρω, είναι ενέργεια ειρηνοποιός της ψυχής και εχθρική προς τα πάθη και την αμαρτία εντός μας, και όχι κάποια εξωτερική επιβεβλημένη ειρήνη. Εννοείται, βεβαίως, ότι η εσωτερική αυτή ειρήνη είναι η δημιουργός και της διαπροσωπικής ειρήνης μεταξύ των ανθρώπων και κάθε καλού, εφ’ όσον τα πάθη των ανθρώπων δημιουργούν τις μεταξύ τους διενέξεις κατά την Αγία Γραφή: «Πόθεν πόλεμοι και μάχαι εν υμίν; Ουκ εντεύθεν, εκ των ηδονών ημών των στρατευομένων εν τοις μέλεσιν υμών; Επιθυμείτε, και ουκ έχετε· φονεύετε και ζηλούτε, και ου δύνασθε επιτυχείν· μάχεσθε και πολεμείτε, και ουκ έχετε, δια το μη αιτείσθαι υμάς»[xli]. Αντιθέτως, η παρουσία του Αγίου Πνεύματος φέρει την ειρήνη στις σχέσεις των ανθρώπων· «Έχετε εν εαυτοίς άλας και ειρηνεύετε εν αλλήλοις»[xlii]. Η ερμηνεία του χωρίου αυτού, επισημαίνει[xliii] ότι: «Άλας ουράνιο είναι και ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός […] νομίζω δε ότι επακολουθεί σε αυτόν που έχει μέσα του το άλας το να ειρηνεύει μέσα του· διότι υπάρχει μέσα του η ειρήνη του Θεού που υπερέχει πάντα νού, η οποία φρουρεί την καρδία του και τα νοήματά του εν Χριστώ Ιησού· ένας τέτοιος άνθρωπος όσον εξαρτάται απ’ αυτόν θα ειρηνεύει με όλους τους ανθρώπους, λέγοντας με θάρρος «με αυτούς που μισούσαν την ειρήνη ήμουν ειρηνικός»[xliv]».
Οι Άγιοι Πατέρες τονίζουν ότι η εσωτερική ειρήνη είναι γενικώς το θεμέλιο κάθε αρετής. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, «διότι αφ’ ότου αφαιρέσει τούτο το άσχημο κάλυμμα, τότε, καθώς η ψυχή δεν διασπάται με αγένεια σε ποικίλες σχέσεις, προχωρεί αταράχως στα ενδότερα των πραγματικών δωματίων και προσεύχεται στον «εν τω κρυπτώ» Πατέρα. Ο Οποίος σε αυτόν πρώτα χορηγεί το δώρο που είναι επιδεκτικό όλων των άλλων χαρισμάτων, την ειρήνην των λογισμών, μετά από την οποίαν τελειοποιεί την ταπείνωση, η οποία είναι γεννήτρια και συνοχεύς κάθε αρετής»[xlv]. Παρομοίως και ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στον «Αόρατο Πόλεμο» σε πολλά κεφάλαια επισημαίνει τη βασική θέση της ψυχικής ειρήνης στην οικοδόμηση των αρετών της ψυχής, λέγοντας π.χ. ότι «Εσύ, έχε φροντίδα (ως ερρέθη) να μην αφήσης ποτέ να συγχυσθή η καρδία σου, ούτε να ανακατωθή εις κάθε πράγμα, οπού την ενοχλεί· αλλά να κοπιάζης πάντοτε δια να την κρατής ειρηνικήν και αναπαυμένην. Και ο Θεός, οπού σε βλέπει πως κάμνεις έτσι και αγωνίζεσαι, θέλει οικοδομήσει με την χάριν του εις την ψυχήν σου μίαν πόλιν ειρήνης· και η καρδία σου θέλει είναι οίκος τρυφής»[xlvi]. στην πραγματεία του προς την Μοναχή Ξένη γράφει·
Ο Μέγας Βασίλειος διευκρινίζει [xlvii] ότι η αληθής ειρήνη στην ψυχή έρχεται, μεταξύ άλλων προϋποθέσεων βέβαια, και χάρις στα ευσεβή δόγματα: «Διότι η αληθής ειρήνη υπάρχει άνω· επειδή όσο καιρό συνδεόμαστε με τη σάρκα, συζευγνύμαστε και με πολλά που μας εκταράσσουν. Ζήτησον λοιπόν ειρήνη, απόλυση από τους θορύβους του κόσμου τούτου· απόκτησε νού γαλήνιο, κατάσταση της ψυχής ακύμαντη και ατάραχη, που ούτε από πάθη σαλεύεται, ούτε σε ψευδή δόγματα έλκεται να συγκατατεθή – τα οποία την προκαλούν με ευλογοφάνεια – για να αποκτήσεις την ειρήνη του Θεού, η οποία «υπερέχει πάντα νουν» [xlviii], να φρουρεί την καρδία σου. Αυτός που ζητεί την ειρήνη, αναζητεί τον Χριστό, διότι Αυτός είναι η ειρήνη, ο Οποίος «έκτισε τους δύο εις ένα καινόν άνθρωπον, ποιών ειρήνην[xlix], και ειρηνοποιήσας δια του αίματος του Σταυρού Αυτού, είτε τα εν ουρανοίς, είτε τα επί της γης»[l]».
4. Είναι προτιμότερος ο επαινετός πόλεμος για την αλήθεια της Πίστεως, από τη συνθηκολόγηση με την αίρεση
Η θεοσέβεια, κατά τα ανωτέρω, η τήρηση της Ορθοδοξίας των δογμάτων ως της ορθής προς Θεόν Πίστεως, είναι προϋπόθεση της σωτηριώδους ειρήνης της ψυχής, επειδή οι μη ευσεβείς στερούνται χαράς (και ειρήνης), διότι «ουκ έστι χαίρειν τοις ασεβέσι»[li] , γι΄ αυτό οι Άγιοι Πατέρες, όταν αντιλαμβάνονταν ότι η αλήθεια κινδυνεύει να προδοθεί χάριν μιας επίπλαστης εξωτερικής ειρήνης, ως συνθηκολογήσεως με τις δυνάμεις της πλάνης, με αποτέλεσμα τη βλάβη των δογμάτων της ευσεβείας, προέκριναν την ανυποχώρητη (και όχι βέβαια βίαιη) αντίσταση κατά του κινδύνου που απειλεί την αλήθεια, λέγοντας, ότι είναι προτιμότερος ο επαινετός (και όχι ο μεμπτός) πόλεμος από την εξωτερική και επίπλαστη ειρήνη που χωρίζει από τον Θεό. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος επισημαίνει· «Όχι για να φέρεσθε προς όλους με την ίδια αγάπη· διότι αυτό δεν είναι χαρακτηριστικό αγάπης, αλλά ψυχρότητος. Τι σημαίνει, λοιπόν, «εν επιγνώσει»; Δηλαδή, με κρίση και σκέψη, με αίσθηση. Διότι είναι κάποιοι που αγαπούν παραλόγως, απλώς και ως έτυχε […] υπάρχει φόβος μήπως κάποιος παραφθαρεί από την αγάπη των αιρετικών […] για να μη παραδεχθείτε κανένα νόθο δόγμα με το πρόσχημα της αγάπης»[lii].
Για τον πόλεμο αυτό το Άγιον Πνεύμα κάνει μαχητικό, «οπλίζει», τον πράο άνθρωπο για να δύναται να «πολεμεί»καλώς, όπως λέγει χαρακτηριστικώς ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος· «κρείσσων επαινετός πόλεμος ειρήνης χωριζούσης Θεού· και δια τούτο τον πραΰν μαχητήν οπλίζει το Πνεύμα, ως καλώς πολεμείν δυνάμενον»[liii]. Και ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, μολονότι -καθώς προανεφέραμε- θεωρεί ότι ακόμη και η αγάπη προς τον πλησίον πρέπει να φθάνει μόνον μέχρι εκεί που βλάπτεται η ειρήνη της καρδίας, ωστόσο εξαιρεί από αυτό το όριο τα θέματα της Πίστεως· γράφει: «Συλλογίσου πως δεν πρέπει να έχης τόσην πολλήν θερμότητα και ζήλον της ψυχής εις τρόπον οπού δι’ αυτόν να υστερήσαι την ησυχίαν και την ειρήνην της καρδίας […] Εάν όμως ο λόγος και η υπόθεσις είναι περί πίστεως και των παραδόσεων της Εκκλησίας μας, τότε και ο πλέον ειρηνικός και ήσυχος πρέπει να πολεμή υπέρ αυτών, πλήν όχι με ταραχήν της καρδίας, αλλά με ένα θυμόν ανδρείον και σταθερόν, κατ΄ εκείνο του Ιωήλ «εκεί ο πραΰς έστω μαχητής» (Ιωήλ δ΄ 11)»[liv].
5. Οι Άγιοι Πατέρες περί της σχέσεως αγάπης και θεοσεβείας
Στην ιερά υμνογραφία, τονίζεται η αλληλένδετος σχέση των θεϊκών δωρεών της αγάπης και της αληθείας (ως Ορθοδοξίας)· σε ύμνους της Παρακλητικής (της Οκτωήχου), αναφέρονται λ.χ. τα εξής· «Μοιράζεις Άγγελον της ειρήνης, Παντοκράτορ, που περιφρουρεί την ποίμνη Σου, διότι Εσύ είσαι αίτιος της ειρήνης και της αγάπης, και ο οποίος διαφυλάττει την έμφρονη Πίστη, και με τη δύναμή Σου καταλύει τις αιρέσεις»[lv]· αλλού, μεταφορικώς, με βάση τον τρισύνθετο, τριμερή Σταυρό του Χριστού («εκ πεύκης και κέδρου και κυπαρίσσου»), υπενθυμίζεται στους πιστούς η «τρίπλοκος» σειρά των αρετών ευσεβείας, πίστης και αγάπης: «Ας προσκυνήσουμε τον θείον Σταυρόν, περιφέροντας την ευσέβεια ως κέδρο, ως κυπάρισσο την πίστη και ως πεύκη την αγάπη»[lvi].
Ο εκκλησιαστικός συγγραφεύς Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (ca 150 – ca 215 μ.Χ.), πολυγραφότατος και περιώνυμος συγγραφεύς, ιδρυτής και διδάσκαλος ιδιαιτέρας φιλοσοφικοθεολογικής Σχολής της Αλεξανδρείας, ταυτίζει την αγάπη με την ευσέβεια: εάν ο Θεός είναι αγάπη, κατά τον Κλήμεντα, τότε και ο σεβασμός προς Αυτόν είναι αγάπη: «»τεκνία, να μη αγαπάμε με τα λόγια ούτε με τη γλώσσα«, λέγει ο Ιωάννης, διδάσκοντάς μας να είμαστε τέλειοι, «αλλά με τα έργα και την αλήθεια. Έτσι θα γνωρίσουμε ότι είμαστε από την αλήθεια». Αν όμως είναι αγάπη ο Θεός, είναι αγάπη και η θεοσέβεια»[lvii].
Είναι φανερό, λοιπόν, ότι η αγάπη φέρει μέσα της ως προϋπόθεση την αλήθεια, τη θεοσέβεια, ως γράφει παραπάνω ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, η δε αλήθεια αποσκοπεί στην αγάπη, δηλαδή στην αιώνιο ζωή, τον Χριστόν και Θεόν. Δεν είναι συνεπώς η θεοσέβεια, η δογματική αλήθεια της Πίστεως, αντίθετη προς την αγάπη, αλλά ταυτίζονται.
Ο μέγας εν Μονασταίς άγιος Αββάς Δωρόθεος της Γάζης (ca 500-555 μ.X.) οι ασκητικές διατυπώσεις του οποίου αποτελούν απαραίτητο και ωφελιμώτατο ανάγνωσμα των Μοναχών, ιδίως των αρχαρίων, περιγράφει τη διττή αγάπη, δηλ. προς τον Θεό και τον άνθρωπο, με εικόνα πολύ όμορφη: «Και σάς λέγω παράδειγμα από τους Πατέρες για να εννοήσετε την δύναμη του λόγου. Υποθέστε ότι υπάρχει ένας κύκλος στη γη· λ.χ. μία στρογγυλή χαρακιά από το κέντρο του διαβήτη. Κέντρο λέγεται εκεί ειδικώς το εσωτερικόν του κύκλου έως το κέντρο. Βάλτε το νού σας σε αυτό που λέγεται. Αυτός ο κύκλος εννοείστε ότι είναι ο κόσμος, και το κέντρο του κύκλου ο Θεός, και οι ευθείες του κύκλου προς το κέντρο είναι οι δρόμοι, δηλαδή οι τρόποι ζωής των ανθρώπων. Στο βαθμό, λοιπόν, που οι άγιοι εισέρχονται προς τα μέσα επιποθώντας να προσεγγίσουν τον Θεό, κατά την αναλογία της εισόδου έρχονται πλησίον του Θεού και μεταξύ των· και όσο πλησιάζουν τον Θεό, πλησιάζουν αλλήλους, και όσο πλησιάζουν αλλήλους, πλησιάζουν τον Θεό. Παρομοίως νοήσατε και τον χωρισμό. Δηλαδή όταν απομακρύνονται από τον Θεό, και στρέφωνται προς τα έξω, είναι φανερόν ότι όσο εξέρχονται και απομακρύνουν τον εαυτό τους από τον Θεό, τόσο απομακρύνονται από αλλήλους, και όσο απομακρύνονται από αλλήλους, τόσο απομακρύνονται από τον Θεό. Ορίστε, αυτή είναι η φύση της αγάπης. Καθ’ όσον είμαστε έξω και δεν αγαπάμε τον Θεό, κατά τόσο έχουμε και διάσταση καθένας προς τον πλησίον· εάν όμως αγαπήσουμε τον Θεό, όσο προσεγγίζουμε τον Θεό με την προς αυτόν αγάπη, τόσο ενωνόμαστε με την αγάπη του πλησίον, και όσο ενωνόμαστε με τον πλησίον, τόσο ενωνόμαστε με τον Θεό»[lviii].
Λοιπόν, κατά τον άγιο Αββά Δωρόθεο, στο βαθμό που προσεγγίζεται αληθώς ο Θεός από τον άνθρωπο αυξάνει και η (αληθής) αγάπη των ανθρώπων μεταξύ τους.
Βάσει τούτου, ευκόλως συνάγεται το συμπέρασμα, ότι αν βλαφθεί η εγγύτητα του ανθρώπου προς τον Θεό, διακόπτεται η μετάδοση του χαρίσματος της αγάπης από την Πηγή της Αγάπης, και συνεπώς και η διανθρώπινη αγάπη βλάπτεται.
Ο Άγιος Λέων Α΄ Πάπας Ρώμης, ο Μέγας (440-461 μ.Χ.), έσχε τεραστία συνεισφορά στην επικράτηση του ορθοδόξου δόγματος στην αντιπαράθεση της Εκκλησίας προς τους αιρετικούς μονοφυσίτες, οπαδούς του Αρχιμανδρίτου Ευτυχούς (βλ. περισσότερα ιστορικά περί του «Τόμου του Λέοντος»). Κατά τη διάρκεια των θεολογικών εκείνων διεργασιών οι οποίες οδήγησαν τελικώς στην νίκη της Ορθοδοξίας στη Σύνοδο της Χαλκηδόνος (451 μ.Χ.) και με αφορμή επιστολή προς αυτόν του αιρετικού Αρχιμανδρίτη Ευτυχούς, μετά την Ενδημούσα Σύνοδο της ΚΠόλεως (448 μ.Χ.), όπου καταδικάσθηκε η διδασκαλία του Ευτυχούς, ο Άγιος Λέων απέστειλε επιστολή προς τον Άγιον Φλαβιανόν, Πατριάρχην ΚΠόλεως (446-449 μ.Χ.), ζητώντας εξηγήσεις περί του νέου θεολογικού θέματος. Σε μία από αυτές, όταν είχε προ ολίγου μόλις εμφανισθή η νέα αίρεση, έγραψε προς τον Άγιον Φλαβιανόν τα εξής, τα οποία μας είναι ενδεικτικά για την μέριμνα της Εκκλησίας υπέρ της διαφυλάξεως τόσον της αληθείας, όσον και της αγάπης.
«… και δια τούτο η αδελφική σου ιδιότητα, με κάποιον άνθρωπο επιτήδειο και αρμόδιο και με πληρέστατη αναφορά, να μας γνωστοποιήσει ποια καινοτομία κατά της αρχαίας πίστεως ανέκυψε, που θεωρήθηκε επάξια να αντιμετωπισθεί με αυστηρή απόφαση. Διότι και η εκκλησιαστική διοίκηση και του θεοφιλεστάτου Βασιλέως η πίστη, μας έδωσε πολλή μέριμνα για την ειρήνη των Χριστιανών, ώστε αφού αφαιρεθούν οι διχόνοιες, να διαφυλαχθή αμόλυντος η καθολική πίστη και εκείνοι οι οποίοι υπερασπίζονται τα φαύλα, των οποίων η πίστη θα δοκιμασθεί, να οχυρωθούν, αφού ανακληθούν από την πλάνη, μέσω της αυθεντίας Σου· και να μη προσαχθεί καμμία δυσχέρεια από του μέρους αυτού, εφόσον ο προαναφερθείς Πρεσβύτερος, στην ιδική του διακήρυξη ομολόγησε ότι είναι έτοιμος να διορθωθεί, αν τυχόν ευρεθεί σ’ αυτόν κάτι άξιο μέμψεως. Διότι πρέπει αναφορικώς με τις καταγγελίες αυτές να φροντίζει κανείς πολύ περισσότερο για τούτο, δηλαδή δίχως θόρυβο και φιλονεικία και η αγάπη να διαφυλάττεται και η αλήθεια να υπερασπίζεται, τιμιώτατε αδελφέ»[lix].
6. Η παρεμπόδιση της αιρετικής δραστηριότητος είναι έργο αγάπης, κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή
Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής (580-662 μ.Χ.), η τεραστίας σημασίας μορφή αυτή της αγιότητος, της Εκκλησιαστικής Ιστορίας και της Θεολογίας, σε κείμενό του αναφέρεται στη δέουσα εκ της Πολιτείας αντιμετώπιση της προσηλυτιστικής δραστηριότητος αιρετικών σευηριανών (δηλ. μετριοπαθών μονοφυσιτών)· σε αυτό επισημαίνει ακριβώς ποια είναι τα αισθήματα αγάπης που πρέπει να διακατέχουν τους πιστούς έναντι των αιρετικών, αλλά και ποια είναι η σημασία της ιδιαίτερης προσοχής και των περιορισμών που επιβάλλονται από την Εκκλησία στην επικοινωνία των πιστών με τους αιρετικούς και την έναντι των αιρετικών φιλανθρωπία· μόνος γνώμων είναι εκ μέρους αφ’ ενός των ίδιων των πιστών, και κυρίως των πιο απλοϊκών, αφ’ ετέρου δε και των αιρετικών η συνειδητοποίηση της χαώδους και καταστροφικής αλλοτριώσεως των αιρετικών κοινοτήτων από την αλήθεια της Ορθοδόξου Εκκλησίας, από τον Ίδιον τον Χριστό:
«Δεν πρέπει λοιπόν τους αιρετικούς με κανένα τρόπο να τους βοηθούμε, ως αιρετικούς, ακόμη κι αν είχε επιτραπή σε όλους να κάνουν αφόβως τα πάντα· τόσο για τις προαναφερθείσες αιτίες, ώστε να μη προσκρούσουμε στο Θεό, δίχως να το συνειδητοποιήσουμε· και επειδή δεν είναι καλό να τους δίνουμε την ελευθερία να περιφέρονται πανηγυρικά με το ψεύδος τους και να ξεσηκώνονται εναντίον της ευσεβείας· ώστε να μη μπορέσουν να σαλεύσουν από την ασφαλή βάση της Πίστεως κάποιους από τους αφελεστέρους με το δάγκωμα της απάτης, ωσάν τα φίδια, εμφανιζόμενοι μέσα από εμάς· και ευρεθούμε και εμείς, όπως δεν θέλουμε, να συμμετέχουμε στην τιμωρία που κρέμεται πάνω τους για αυτό. […..]
Αυτά δεν τα γράφω, θέλοντας να θλίβονται οι αιρετικοί, ούτε χαίροντας για την κάκωσή τους – μη γένοιτο – αλλά περισσότερο χαίροντας και συναγαλλόμενος με την επιστροφή τους. Διότι τι είναι πιο τερπνό στους πιστούς, από το να βλέπουν τα τέκνα του Θεού τα διασκορπισμένα, να συνάγονται «εις εν»; Ούτε πάλιν παραινώντας να προτιμάτε τη σκληρότητα από τη φιλανθρωπία – να μη τρελαθώ τόσο! – αλλά παρακαλώντας με προσοχή και δοκιμασία να κάνετε και να ενεργείτε τα καλά σε όλους τους ανθρώπους και να γίνεσθε «τα πάντα τοις πάσι», κατά τον τρόπο που καθένας έχει την ανάγκη σας. Όμως θέλω και εύχομαι να είστε παντελώς σκληροί και αμείλικτοι ως προς το να βοηθήσετε τους αιρετικούς, με αποτέλεσμα την υποστήριξη της φρενοβλαβούς δοξασίας τους. Διότι εγώ βεβαίως ορίζω ως μισανθρωπία και χωρισμό από τη θεία αγάπη το να δοκιμάζετε να δώσετε ισχύ στην πλάνη, προς περισσότερη φθορά εκείνων που έχουν καταληφθή από αυτήν»[lx] .
Σε άλλο κείμενό του, ο Άγιος Μάξιμος επισημαίνει ότι βάση της αγάπης είναι η Πίστη:
«Διότι η Πίστη είναι βάση όσων ακολουθούν μετά από αυτήν, εννοώ της ελπίδος και της αγάπης, διότι στηρίζει με βεβαιότητα την αλήθεια»[lxi].
Είναι καταφανές, ότι η μείωση της δογματικής αληθείας της Πίστεως, χάριν μιας επιφανειακής ειρήνης, είναι κατά τους Αγίους Πατέρες μισανθρωπία, εφ’ όσον βοηθεί την μακράν της αληθείας απώλεια του (αιρετικού ή ετεροθρήσκου) πλησίον.
Σχόλιο του οσίου Γέροντος Ιουστίνου Πόποβιτς επί των λόγων του Αγίου Μαξίμου
Τα δύο αυτά προαναφερθέντα κείμενα του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού χρησιμοποιούνται από τον άγιον Γέροντα Ιουστίνον Πόποβιτς (†1979), σε γενικώτερη διαπραγμάτευση του θέματος «Ανθρωπιστικός οικουμενισμός». Σε αυτήν ο Γέρων Ιουστίνος επισημαίνει (1) ότι ο «διάλογος της αγάπης» των οικουμενιστών κυριαρχείται από γυμνό συναισθηματισμό, (2) ότι η ουσία της αγάπης είναι η αλήθεια και αυτή είναι το πρόσωπο του Χριστού, (3) ότι «διάλογος της αγάπης» άνευ του διαλόγου της αληθείας είναι αφύσικος και ψευδής, (4) ότι ο χωρισμός της αγάπης από την αλήθεια είναι σημείο ελλείψεως πίστεως, πνευματικής θεανθρωπίνης ισορροπίας και ορθοφροσύνης, (5) ότι ο γυμνός ηθικιστικός μινιμαλισμός του Οικουμενισμού (δηλ. ο περιορισμός της Πίστεως μόνο σε κάποιο «ήθος») και ο ανθρωπιστικός ειρηνισμός του (δηλ. η μικράς προοπτικής επιδίωξη της ειρήνης με τα μέσα του ανθρωπισμού και όχι του Θεανθρωπισμού)(6) ότι το μέτρο της αγάπης των αγίων Πατέρων προς τους ανθρώπους έχει ολοτελώς θεανθρώπινο χαρακτήρα (και όχι ανθρώπινο). Φανερώνουν κρίση μεν της πίστεως του Οικουμενισμού στην αλήθεια, αναισθησία δε ως προς την συνέχειά της· τέλος,

Ακολουθούν αποσπάσματα του κειμένου:
«Ο σύγχρονος «διάλογος της αγάπης», ο οποίος τελείται υπό την μορφήν γυμνού συναισθηματισμού, είναι εις την πραγματικότητα ολιγόπιστος άρνησις του σωτηριώδους αγιασμού του Πνεύματος και της πίστεως της Αληθείας (Β΄ Θεσ. 2, 13), δηλαδή της μοναδικής σωτηριώδους » αγάπης της αληθείας» (αυτόθι 2, 10). Η ουσία της αγάπης είναι η αλήθεια· η αγάπη ζη και υπάρχει αληθεύουσα. Η αλήθεια είναι η καρδία εκάστης θεανθρωπίνης αρετής, επομένως και της αγάπης. Και εκάστη εξ αυτών κηρύττει και ευαγγελίζεται τον Θεάνθρωπον Κύριον Ιησούν ως τον μόνον ο οποίος είναι η σάρκωσις και η εικών της Θείας Αληθείας, δηλαδή της Παναληθείας […] Η αλήθεια όμως είναι Πρόσωπον και μάλιστα το Πρόσωπον του Θεανθρώπου Χριστού, του δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος, και ως εκ τούτου είναι αθάνατος και μη πεπερασμένη, αιωνία […] Εν Χριστώ οι άνθρωποι ζώμεν » αληθεύοντες εν αγάπη», διότι μόνον ούτω δυνάμεθα να «αυξήσωμεν εις Αυτόν τα πάντα, ος εστίν η κεφαλή, ο Χριστός» (Εφ. 4, 15) Τούτο πραγματοποιείται πάντοτε «συν πάσι τοις αγίοις» (Εφ. 3, 18), πάντοτε εν τη Εκκλησία και δια της Εκκλησίας, διότι άλλως δεν δύναται ο άνθρωπος να αυξάνη εις Εκείνον, «ος εστιν η κεφαλή» του σώματος της Εκκλησίας, δηλαδή εις τον Χριστόν».
«Ας μη απατώμεθα. Υπάρχει και ο «διάλογος του ψεύδους», όταν οι διαλεγόμενοι συνειδητώς ή ασυνειδήτως ψεύδονται ο εις εις τον άλλον. Τοιούτος διάλογος είναι οικείος εις τον «πατέρα του ψέυδους», τον Διάβολον, «ότι ψεύστης εστί και ο πατήρ αυτού» (Ιω. 8, 44). Οικείος είναι και εις όλους τους εκουσίους ή ακουσίους συνεργάτας του, όταν αυτοί θελήσουν να πραγματοποιήσουν το καλόν των δια του κακού, να φθάσουν εις την «αλήθειάν» των με την βοήθειαν του ψεύδους. Δεν υπάρχει «διάλογος της αγάπης» άνευ του διαλόγου της αληθείας. Άλλως τοιούτος διάλογος είναι αφύσικος και ψευδής. Όθεν και η εντολή του Αποστόλου ζητεί να είναι «η αγάπη ανυπόκριτος» (Ρωμ. 12, 9)».
«Ο αιρετικο-ουμανιστικός χωρισμός και η διαίρεσις της αγάπης και της αληθείας είναι σημείον ελλείψεως της θεανθρωπίνης πίστεως και της απολεσθείσης πνευματικής ισορροπίας και ορθροφροσύνης. Εν πάση περιπτώσει τούτο δεν ήτο ποτέ ούτε είναι η οδός των Πατέρων. Οι Ορθόδοξοι μόνον ερριζωμένοι και τεθεμελιωμένοι «συν πάσι τοις αγίοις» εν τη αληθεία και τη αγάπη έχουν και αναγγέλλουν, από της εποχής των Αποστόλων έως σήμερον, αυτήν την θεανθρωπίνην σωτηριώδη αγάπην προς τον κόσμον και προς όλα τα κτίσματα του Θεού. Ο γυμνός ηθικιστικός μινιμαλισμός και ο ανθρωπιστικός ειρηνισμός του συγχρόνου Οικουμενισμού πράττουν μόνον εν πράγμα: φέρουν εις φως τας φυματικάς ουμανιστικάς ρίζας των, δηλαδή την αρρωστημένην φιλοσοφίαν των και την κατ΄ άνθρωπον, «κατά την παράδοσιν των ανθρώπων» (Κολ. 2, 8), ανίσχυρον ηθικήν των. Φανερώνουν επί πλέον την κρίσιν της ανθρωπιστικής πίστεώς των εις την αλήθειαν και την δοκητιστικήν αναισθησίαν των δια την ιστορίαν της Εκκλησίας, δηλαδή δια την αποστολικήν και καθολικήν συνέχειάν της, εν τη αληθεία και τη χάριτι. Ο δε αποστολικός αγιοπατερικός θεονούς και η ορθροφροσύνη ευγγελίζονται δια του στόματος του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού την εξής αλήθειαν της πίστεως: «Η γαρ πίστις βάσις εστί των μετ΄ αυτήν, ελπίδος λέγω και αγάπης, βεβαίως το αληθές υφεστώσα»».
«Δεν υπάρχει ουδεμία αμφιβολία ότι το αγιοπατερικόν μέτρον της αγάπης προς τους ανθρώπους και της σχέσεως προς τους αιρετικούς, από των Αποστόλων κληρονομηθέν, έχει ολοτελώς θεανθρώπινον χαρακτήρα. Τούτο εκφράζουν θεοπνεύστως οι εξής λόγοι του Αγίου: «Ου θέλων δε τους αιρετικούς θλίβεσθαι, ουδέ χαίρων τη κακώσει αυτών γράφω ταύτα …»»[lxii]. κ.λπ., όπως έχει το παραπάνω κείμενο του Αγίου Μαξίμου.
7. Σύγχρονες μαρτυρίες περί της αληθείας και της αγάπης
Ο πολύ επιφανής Κληρικός και πολυμερής νομικός και θεολόγος μακαριστός Γέρων Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος († 1989), ο μεταξύ άλλων ειδήμων σε θέματα Κανονικού Δικαίου, αλλά και ερμηνευτικής, απολογητικής, και ιστορίας, κατηρτισμένος δε εν Χριστώ Πνευματικός οδηγός πολλών επιφανών Κληρικών, Μοναχών και Χριστιανών, σε επιστολή του του έτους 1969 προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα (1948 – 1972), σημειώνει ακριβώς τις αντιφάσεις της «αγάπης» του Οικουμενισμού την οποίαν εξέφραζε και προπαγάνδιζε εκείνος ο Πατριάρχης, ότι δηλαδή αυτή : (α) είναι μονομερής, χωρίς να περιλαμβάνει και να μεριμνά και για εκείνους οι οποίοι σκανδαλίζονται από την καινοτόμο αλλαγή στάσεως έναντι της επικοινωνίας με τους αιρετικούς· (β) αφήνει τους αιρετικούς στην πλάνη τους με αποτέλεσμα την απώλειά τους.
Ιδού πως έχει η επιστολή αυτή :
«Παναγιώτατε,
Ψάλλετε και Υμείς και οι ακολουθούντες υμίν, εις πάντας τους ήχους το τροπάριον της «Αγάπης». Αγάπη, Αγάπη, Αγάπη! » Αγάπη άνευ όρων και ορίων». Εν ονόματι της Αγάπης τούτο, εν ονόματι της Αγάπης εκείνο, εν ονόματι της Αγάπης το Άλλο … Περίεργον όμως! Εφ’ όσον η καρδία υμών εκχειλίζει εξ αγάπης και εξ αυτών εκπηγάζουσι πολύρροα ρεύματα, φθάνοντα μέχρι των εσχατιών της Δύσεως και δημιουργούνται πελάγη, εις α ανέτως και μετ’ ευφροσύνης κολυμβώσι πασών των αποχρώσεων οι αιρετικοί, πως δεν διατίθενται ολίγαι σταγόνες αγάπης και δια τους ταλαιπώρους Ορθοδόξους; Δι’ εκείνους εκ των Ορθοδόξων, οίτινες σκανδαλίζονται, βλέποντες τον Ορθόδοξον Πατριάρχην Κων/λεως να αθετή εν ονόματι της Αγάπης!- ιερούς Κανόνας, να ανατρέπη αιωνοβίους Παραδόσεις, να κρημνίζη τείχη ασφαλείας, να μεταίρη όρια α έθεντο αγιώτατοι Πατέρες της Εκκλησίας; Δι΄ αυτούς εστείρευσαν αι πηγαί της αγάπης Υμών, Παναγιώτατε; Δι΄ αυτούς δεν υπάρχει ούτε μόριον στοργής; Ούτε καν ίχνος ευσπλαγχνίας ή οίκτου; Αγάπη λοιπόν προς τους αιρετικούς, αλλ’ αδιαφορία και περιφρόνησις προς τους Ορθοδόξους! Επί τέλους, Παναγιώτατε, πού οδηγείτε την Εκκλησίαν;».
«Άράγε όμως αγαπάτε πράγματι τους αιρετικούς; Ακούσατε, Παναγιώτατε, μίαν παράδοξον αλήθειαν: ΟΧΙ! Ημείς αγαπώμεν πραγματικώς και ειλικρινώς τους αιρετικούς, ημείς οι «στενοκέφαλοι» και «φανατικοί» και ουχί Υμείς και οι μεθ’ Υμών. Η αγάπη Υμών, δεν είναι γνησία, αλλά επιφανειακή και επίπλαστος· δεν είναι άνωθεν κατερχομένη, αλλ’ επίγειος, ψυχική, δαιμονιώδης … Ποίος αγαπά ειλικρινώς τον νοσούντα; Ο λέγων προς αυτόν «είσαι υγιέστατος, τρώγε ό,τι θέλεις» και απεργαζόμενος ούτω χαλεπωτέραν την νόσον και ταχύτερον τον θάνατον, η ο επισημαίνων αυτώ την ασθένειαν και απαγορεύων τας βλαπτούσας τροφάς; Ημείς, επισημαίνοντες τας πλάνας των αιρετικών και διακηρύσσοντες ότι ακολουθούσιν οδώ επισφαλεστάτη, υπάρχει ελπίς να δημιουργήσωμεν εν αυτοίς κρίσιν συνειδήσεως και έφεσιν αναζητήσεως της αληθείας. Υμείς και οι μεθ’ Υμών, διακηρύττοντες ότι «ουδέν μας χωρίζει» από των αιρετικών κ.τ.τ. ναρκούτε και αποκοιμίζετε αυτούς και αποκλείετε έμπροσθεν αυτών την οδόν της αληθείας. Ούτως εφαρμόζεται εν προκειμένω το προφητικόν: «λαός μου, οι μακαρίζοντες υμάς πλανώσιν υμάς» (Ησ. γ΄, 12). Και «ότι ου κενά τα ρήματα, μαρτυρεί τα πράγματα». Ποίoν ετερόδοξον ωδηγήσατε Υμείς και οι δορυφορούντες Υμάς μελιστάλακτοι και ασπόνδυλοι Επίσκοποι εις την Ορθοδοξίαν; Ούτε ένα, Παναγιώτατε: Ούτε ένα, παρά πάντα τα ταξίδια, τα συνέδρια, τα γεύματα, τα δώρα, τα μειδιάματα. Μόνον «φανατικοί» τινες ορθόδοξοι εγένοντο αφορμή προσελεύσεως αιρετικών εις την αλήθειαν της Ορθοδοξίας»[lxiii].
Ο διακεκριμένος Ομότιμος Καθηγητής της Πατρολογίας στη Θεολογική Σχολή Αθηνών κ. Στυλιανός Παπαδόπουλος, σχολιάζοντας πολύ ευστόχως τις επιδιώξεις της Οικουμενικής Κινήσεως, καταλήγει ουσιαστικώς στη διαπίστωση της αποτυχίας της, λόγω της απουσίας της αληθείας :
«Φαίνεται ότι το έσχατο, το περισσότερο, που επιδιώκει σήμερα η Οικουμενική Κίνηση, στους κόλπους της οποίας διεξάγονται ποικίλοι διάλογοι, είναι η ανοχή, η tolérance. Αυτή όμως δεν είναι καθαυτό χριστιανική αρετή, στοιχείο γνήσια θετικό. Είναι μόνο ανθρώπινο μέτρο. Θείο μέτρο, εδώ, και αρετή χριστιανική είναι η αγάπη, με την οποίαν μόνο υπερβαίνεται το μίσος και η αποστροφή. Δυστυχώς όμως για την Οικουμενική Κίνηση, που απορροφά σήμερα τεράστιες πνευματικές δυνάμεις, η αγάπη δεν μπορεί ν’ αποτελέσει επίτευγμά της, διότι η αγάπη εξαρτάται μόνο από την αλήθεια, γεννιέται μόνο από την αλήθεια. Μόνο αυτοί που αγωνίζονται για την αποκεκαλυμμένη αλήθεια, αυτοί που την ζουν με συνέπεια, είναι δυνατόν να πραγματώσουν την αρετή της αγάπης»[lxiv].
8. Η παρασιώπηση της αληθείας είναι έλλειψη αγάπης προς τους πλανωμένους αιρετικούς
Ο έγκριτος Κανονολόγος, Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Παναγιώτης Μπούμης, παρουσιάζοντας το πνεύμα των ιερών Κανόνων περί το θέμα της επικοινωνίας με τους αιρετικούς, ερμηνεύει το αποστολικό παράγγελμα της Καθολικής Επιστολής Β’ Ιωάννου «Ει τις έρχεται προς υμάς και ταύτην την διδαχήν ου φέρει, μη λαμβάνετε αυτόν εις οικίαν και χαίρειν αυτώ μη λέγετε· ο λέγων γαρ αυτώ χαίρειν κοινωνεί τοις έργοις αυτού τοις πονηροίς»[lxv], και καταλήγει στα εξής συμπεράσματα:
«Η στάση αυτή είναι επιβεβλημένη, επειδή στο χριστιανισμό η χαρά, η αληθινή χαρά, συνδέεται με την αλήθεια, είναι απόρροια της αληθείας. Ότι η χαρά έχει μεγάλη σχέση προς την αλήθεια, προς το Λόγο του Θεού, φαίνεται και από τα εξής λόγια του Κυρίου: «Ταύτα λελάληκα υμίν, ίνα η χαρά η εμή εν υμίν η και η χαρά υμών πληρωθή» (Ιω. 15, 10-11). Και «ταύτα λαλώ εν τω κόσμω, ίνα έχωσι την χαράν την εμήν πεπληρωμένην εν εαυτοίς» (Ιω. 17,13). Άρα εκείνος που έχει την αλήθεια, έχει και τη χαρά, την πραγματική χαρά και αγαλλίαση. Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει σχετικώς και λίαν χαρακτηριστικώς τα εξής: «Tίνι γαρ εορτή και πανήγυρις; Τίνι θυμηδία και αγαλλίασις; αλλ’ ή τοις ψυχή και εννοία και στόματι καθομολογούσι Θεότητα εν τρισίν αδιαιρέτως γνωριζομένην ταις Υποστάσεσι … Ημίν ευφροσύνη και χαρά πάσα εόρτιος. Ημίν ο Χριστός τας εορτάς εκτετέλεκεν· ου γαρ έστι χαίρειν τοις ασεβέσι»153, όπως γράφει και ο προφήτης Ησαΐας (Ησ. 48, 22 και 57, 21)»
«Εκείνος ο οποίος δεν έχει την αλήθεια, δεν έχει τη χαρά, δεν έχει τη δυνατότητα να έχει την πραγματική χαρά, την εόρτιο χαρά. Γι’ αυτό και ο ευαγγελιστής Ιωάννης λέει «να μη λέτε σ’ αυτόν να χαίρει», γιατί, αν λέει ο ορθόδοξος σ’ αυτόν, στον αιρετικό, να χαίρει, η ευχή αυτή θα είναι τουλάχιστον ένας κενός (κούφιος) λόγος, εφ’ όσον είναι απραγματοποίητη. Και όχι μόνον αυτό, αλλά θα ήταν και μια απάτη. Γιατί, εφ’ όσον γνωρίζω το απραγματοποίητο της ευχής, εμφανίζομαι σαν να θέλω και να επιχειρώ να «αποκοιμίσω» τον αιρετικό στην πλάνη του, να τον εξαπατήσω, να τον παραπλανήσω. Πράττω δηλ. κι εγώ ό,τι πράττει αυτός σε άλλους. Όπως δηλ. οι αιρετικοί «υποδύονται το χριστιανικόν προσωπείον προς το ούτως απατάν τους αφελεστέρους»154, έτσι και ο ορθόδοξος».
«Εάν πάλι λέμε στον αιρετικό ειλικρινώς και όχι υποκριτικώς «να χαίρει», τούτο σημαίνει ότι και ο ορθόδοξος χριστιανός αναγνωρίζει ότι και στην πίστη του ετεροδόξου βρίσκεται η χαρά άρα και η αλήθεια155. Η και το χειρότερο, μόνο και κυρίως στην πίστη του ετεροδόξου βρίσκεται η χαρά και η αλήθεια, και όχι στη δική του. Γιατί μία από τις δύο δοξασίες, εφ’ όσον διαφέρουν, έχει την πραγματική αλήθεια και χαρά. Δεν μπορεί και οι δύο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο όμως εμφανίζεται ότι παραδέχεται και ασπάζεται τις πεποιθήσεις του ετεροδόξου. Επί πλέον συντελεί στο να ενισχύεται ο ετερόδοξος στην πίστη του, να νομίζει ότι είναι ορθή, να εμμένει σ΄ αυτή και ακόμη να την διαδίδει και στους άλλους».
«Μετά απ’ όλα αυτά φαίνεται καθαρά ότι με το να λέει ο ορθόδοξος «χαίρε» στον ετερόδοξο ή στον εθνικό, ακολουθεί, συμμετέχει και συμφωνεί («κοινωνεί») και στις πλανημένες πεποιθήσεις του και στις παραπλανητικές του πράξεις, τ. έ. στα πονηρά του έργα»[lxvi].
Και συνεχίζει ο Καθηγητής Μπούμης, καταλήγοντας στο συμπέρασμα, ότι το αποστολικό παράγγελμα δεν αποκλείει την απλή συνομιλία με τους αιρετικούς ή ένα συνήθη χαιρετισμό, αλλά ιδικώς την ευχή της χαράς, «χαίρετε».
Πάντως, αν και μόνον το να λέμε «χαίρε» στους αιρετικούς στερεώνει την ασέβειά τους κατά τον τρόπο που εξέθεσε επαρκώς ο Καθηγητής κ. Π. Μπούμης, πόσο περισσότερο βλάπτουν την ομολογία της ευσεβείας και αληθείας οι υπόλοιπες πράξεις αθεμίτου κοινωνίας με τους αιρετικούς, συμπροσευχές, ανταλλαγές εορτίων δώρων, όλα απαγορευμένα από τους ιερούς Κανόνες, πολύ περισσότερο δε η υπογραφή κοινών «ερμαφρόδιτων» κειμένων, μειγμάτων ορθοδοξίας και ετεροδοξίας;
Ο Αρχιμανδρίτης π. Πλακίδας Ντεσέϊγ (Placide Deseille), παλαιότερα Ηγούμενος Αδελφότητος Ρωμαιοκαθολικών Μοναχών, ο οποίος μετέπειτα, προ ολίγων δεκαετιών, επέστρεψε από τον Παπισμό στην Ορθοδοξία μαζί με Μοναχούς του και, αφού βαπτίσθηκε μαζί με αυτούς Ορθόδοξος στην Ι.Μ. Σίμωνος Πέτρας Αγίου Όρους, σχημάτισε αρκετές μοναστικές Κοινότητες στη Νότιο Γαλλία, γράφει χαρακτηριστικώς:
«Εγκαλούμε συχνά τους μοναχούς του Αγίου Όρους για την αντίθεσή τους στον οικουμενισμό και τους κατηγορούμε ευχαρίστως πως θυσιάζουν την αγάπη χάρη της αληθείας. Από το πρώτο ταξίδι μας – ενώ ήμασταν ακόμη ρωμαιοκαθολικοί, και η σκέψη να γίνουμε ορθόδοξοι μας ήταν εντελώς ξένη – υπήρξε για μας πολύ εύκολο να εκτιμήσουμε πόσο ξέρουν οι μοναχοί του Όρους να συνδυάζουν μια αγάπη πολύ λεπτή και πολύ περιποιητική προς τα πρόσωπα, όποιες κι αν είναι οι πεποιθήσεις τους κι οπουδήποτε κι αν ομολογιακά ανήκουν, με την ανυποχώρητη στάση σε δογματικά ζητήματα. Εξάλλου, γι’ αυτούς ο πλήρης σεβασμός της αλήθειας είναι ένα από τα πρώτα καθήκοντα, που τους επιβάλλει η αγάπη προς τον άλλο»[lxvii].
9. Η κριτική κατά των αιρέσεων, επειδή ενέχει αγάπη, δεν μπορεί και δεν επιτρέπεται, καθώς λέγουν οι Άγιοι, να είναι εμπαθής
Η κριτική κατά της αιρέσεως και ο ένθεος ζήλος προς σωτηρίαν των αιρετικών, καθώς και ο πνευματικός πόνος για την απώλεια όσων εμπλέκονται σε αιρέσεις, υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος να διαστραφή από την αδυναμία της ανθρωπίνης φύσεως και να στραφή με εμπάθεια κατά συγκεκριμένων προσώπων. Ο κίνδυνος αυτός επισημαίνεται και τονίζεται από τους Αγίους Πατέρας, ώστε να μη παρεκκλίνουμε από τον αρχικό και καλο-προαίρετο σκοπό μας, που είναι η εν αγάπη και αληθεία Χριστού σωτηρία πάντων και όχι βέβαια η εξύβριση ή γενικώς η ζημία των αιρετικών, ακόμη και εκείνων που εσκεμμένως υπερασπίζονται το ψεύδος.
Μολονότι το θέμα είναι πολύ μεγάλο ώστε να δύναται να αποτελέσει άλλη ενότητα, περιοριζόμαστε στο να εκθέσουμε χάριν παραδείγματος, όσα λέγουν μερικοί Άγιοι Πατέρες σχετικώς με τον αναθεματισμό των αιρετικών (όχι βέβαια σαν δημόσια ύβρη και ευτελισμό τους, αλλά όπως ήταν τότε, ως διακήρυξη και ομολογία της διαστάσεώς τους από Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία), διότι σε επόμενη ενότητα θα ασχοληθούμε με το θέμα της κατακρίσεως, όσον αφορά στα δογματικά θέματα.

Στη Βίβλο των ερωταποκρίσεων των αγίων Βαρσανουφίου του Μεγάλου και Ιωάννου του Προφήτου (6ος αι.), αντιμετωπίζεται η ερώτηση κάποιου αν πρέπει, μετά από προτροπή άλλου πιστού, να αναθεματίσει τον αιρεσιάρχη Νεστόριο και τους οπαδούς του. Η απάντηση είναι, ότι εκείνοι ως αιρετικοί, είναι ήδη κάτω από το ανάθεμα, δηλ. της Εκκλησίας · ο καθένας μας πρέπει να φροντίζει για τις αμαρτίες του γι΄ αυτό και δεν πρέπει να σπεύδει σε αναθεματισμούς άλλων ανθρώπων, αλλά να φροντίζει να πενθεί. Σε αμέσως συναπτή ερώτηση, για το μήπως κανείς δώσει την εντύπωση ότι είναι και ο ίδιος κρυπτός αιρετικός, αν δεν αναθεματίσει τους αιρετικούς, επαναλαμβάνεται και πάλιν, ότι πρέπει κανείς να αρνείται να αναθεματίσει άλλους· προσθέτει, όμως, ότι αν αυτός που εξ αρχής προέτρεψε σε αναθεματισμό επιμείνει στην προτροπή, τότε για να μη σκανδαλισθεί εκείνος, ενδείκνυται να αναθεματίσει ο ερωτώμενος τους αιρετικούς. Ουδέποτε όμως επιτρέπεται ο αναθεματισμός προσώπου, τα φρονήματα του οποίου δεν γνωρίζουμε· ιδού μερικά αποσπάσματα·
«ΕΡΩΤΗΣΙΣ ψ΄ (700): Εάν κάποιος μου πεί να αναθεματίσω τον Νεστόριο και τους ομοίους του αιρετικούς, να αναθεματίσω ή όχι; ΑΠΟΚΡΙΣΙΣ: Είναι φανερόν, ότι ο Νεστόριος και οι κατ΄ αυτόν αιρετικοί είναι κάτω από το ανάθεμα· όμως εσύ μη τρέχεις καθόλου σε αναθεματισμό κάποιου. Διότι αυτός που έχει τον εαυτό του για αμαρτωλό, οφείλει να πενθεί τις αμαρτίες του και τίποτε άλλο· αλλά ούτε πρέπει να κρίνει εκείνους που αναθεματίζουν κάποιον· διότι ο καθένας δοκιμάζει τον εαυτό του. ΕΡΩΤΗΣΙΣ ψα΄

(701): Εάν όμως κάποιος εξ αιτίας αυτού νομίσει ότι και εγώ φρονώ τα ίδια με εκείνον, τί να του πω; ΑΠΟΚΡΙΣΙΣ: Πές του· αν και είναι φανερό, ότι εκείνοι είναι άξιοι του αναθεματισμού, αλλά εγώ είμαι αμαρτωλότερος από κάθε άνθρωπο και φοβούμαι μήπως κρίνοντας άλλον, κατακρίνω τον εαυτό μου. […] Αυτά πές του και εάν επιμείνει στα ίδια, τότε για τη συνείδηση εκείνου, να αναθεματίσεις τον αιρετικό […] Αδελφέ, εγώ αυτός τον οποίον μου αναφέρεις, δεν γνωρίζω πως φρονεί. Το να αναθεματίσω λοιπόν κάποιον που δεν γνωρίζω, μου φαίνεται ότι αποβαίνει σε κατάκριμα. Τούτο όμως σου λέω, ότι εκτός από την Πίστη των αγίων τριακοσίων δεκαοκτώ Πατέρων [της Α΄ Οικουμ. Συνόδου της Νικαίας] δεν γνωρίζω άλλη. Και όποιος φρονεί διαφορετικά από αυτήν έρριξε τον εαυτό του στο ανάθεμα»[lxviii].

Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης († 1809), συνοψίζοντας όσα λέγουν σχετικώς οι προγενέστεροί του Άγιοι Πατέρες, σημειώνει: «Δια τούτο και ο θείος Χρυσόστομος κάμνει λόγον ολόκληρον ότι δεν πρέπει να αναθεματίζη τινάς κανένα άνθρωπον ζωντανόν ή αποθανόντα (Τόμ. ϛ΄). Εν ω και λέγει ταύτα «τι άλλο θέλει να ειπή το ανάθεμα, οπού λέγεις άνθρωπε, πάρεξ ας αφιερωθή ούτος εις τον διάβολον και πλέον ας μην έχη χώραν σωτηρίας και ας γένη αποξενωμένος από τον Χριστόν;» […] Ο δε άγιος Βαρσανούφιος λέγει ότι όχι μόνον τους αιρετικούς, αλλ’ ουδέ τον διάβολον πρέπει να αναθεματίζη τινάς, διατί αναθεματίζει τον ίδιον τον εαυτόν του, οπού αγαπά και κάμνει του διαβόλου τα θελήματα και έργα. Όρα περί του αναθέματος πλατύτερον εις τα προλεγόμενα της εν Γάγγρα Συνόδου εν τω ημετέρω Κανονικώ»[lxix].
Ο Άγιος Νικόδημος, εκθέτοντας την ίδια αγιοπατερική διδασκαλία και σε άλλο σημείο της Ερμηνείας του των Αποστολικών Επιστολών, διευκρινίζει και τα εξής· «Ο δε θείος Χρυσόστομος τα δόγματα μόνα θέλει να αναθεματίζωμεν των αιρετικών και όχι τους αιρετικούς· «τα γαρ αιρετικά δόγματα τα παρ΄ α παρελάβομεν αναθεματίζειν χρή και τα ασεβή δόγματα ελέγχειν, πάσαν δε φειδώ ανθρώπων ποιείσθαι και εύχεσθαι υπέρ της αυτών σωτηρίας» (λόγ. Περί του μη αναθεματίζειν)»[lxx].

Δεν πρέπει λοιπόν να είναι άκριτη η εμπαθής ή επίκριση της αιρέσεως, αλλά με σκοπό την ωφέλεια των αιρετικών (και των αιρετιζόντων), διότι επιτρέπεται ή και επιβάλλεται με κάποιες βέβαια προϋποθέσεις, η επίκριση των δογματικών και ιεροκανονικών παρεκτροπών, όπως θα δούμε συν Θεώ στην επόμενη ενότητα (η σε μία εκ των επομένων).

10. Πού μας οδηγεί, τελικώς, ο αγαπισμός της Νέας Εποχής του Αντιχρίστου; 
Η ισοπέδωση αληθείας και πλάνης και η εξ ίσου απόδοση σωτηριώδους χαρακτήρος σε όλες τις θρησκείες, αποτελεί την επιδίωξη ενός παγκοσμίου κατεστημένου πνευματικού και πολιτικο-οικονομικού, με απώτερο στόχο την επιβεβλημένη ένωση της ανθρωπότητος κάτω από συγκεντρωτική εξουσία. Περί των κινδύνων μιας τέτοιας θρησκευτικής παγκοσμιοποιήσεως και αναγκαστικής ομοιομορφίας, οι ειδικοί στα αντιαιρετικά θέματα γράφουν τα εξής·
«Δεν υπάρχει κοινός πνευματικός χώρος στον οποίο συναντιούνται όλες οι θρησκείες. Η άποψη «Ένας Θεός – Πολλές θρησκείες» είναι βλάσφημη για τους ορθοδόξους. Η άποψη «αγάπα τον Θεόν του πλησίον σου» είναι εξίσου βλάσφημη και υβριστική για τον Ζώντα Θεό, τον μόνο αληθινό Θεό, την Αγία Τριάδα, τον Πατέρα και τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα»[lxxi].
«Μία από τις συνηθισμένες συμπεριφορές των ανθρώπων που πάσχουν από την νόσο της εκκοσμικεύσεως είναι και η υποκρισία. Η γνησιότης υποχωρεί και όλα γίνονται ψεύτικα. Έτσι, αντί για πηγαία αγάπη, η οποία «ου ζητεί τα εαυτής»[lxxii], έχουμε αγαπολογία, αντί για ταπείνωση, ταπεινολογία κ.ο.κ.».
«Όπως έχει γράψει ο μακαριστός πατήρ Αντώνιος Αλεβιζόπουλος, η «Νέα Εποχή» δεν θέλει να αδειάσουν οι εκκλησίες, αλλά να γεμίσουν με ανθρώπους που, όμως, θα έχουν αλλοιωμένο φρόνημα, με ανθρώπους δηλαδή που θα πιστεύουν στο κάρμα και στη μετενσάρκωση, στα χαρτιά ταρώ και στην αστρολογία, που θα ασκούν το διαλογισμό ταυτίζοντάς τον με την ορθόδοξη προσευχή, ενώ συγχρόνως θα πιστεύουν ότι από τότε που ενετάχθησαν σε κάποια οργάνωση που τους διδάσκει αυτά, έγιναν και καλύτεροι χριστιανοί!»
«Εδώ θα πρέπει να γίνουν κάποιες διευκρινίσεις. Η υποχρέωση υπακοής προς τους ποιμένες είναι αυτονόητη, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι και αυτοί κάνουν υπακοή στο Ευαγγέλιο, στις Οικουμενικές Συνόδους και στην Παράδοση της Εκκλησίας. Δεν είναι απροϋπόθετη η υπακοή. Εξάλλου η υπακοή δεν είναι στρατιωτική πειθαρχία· δεν επιβάλλεται, αλλά εμπνέεται. Ο απόστολος Παύλος θέτει το θέμα άριστα[lxxiii]: «Πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε· αυτοί γαρ αγρυπνούσιν υπέρ των ψυχών υμών ως λόγον αποδώσοντες»»[lxxiv].
«Επειδή η προσπάθεια προωθήσεως του συγκρητισμού, διαχριστιανικού και διαθρησκειακού, ενδύεται συνήθως, τον μανδύα της αγάπης, θα πρέπει να τονίσουμε ότι ακριβώς η πατερική στάση που εμμένει στην αλήθεια της πίστεως και που λέγει την αλήθεια στους εκτός Εκκλησίας με πόνο, αγάπη και διάκριση, είναι όντως η φιλάνθρωπη στάση, διότι ουσιαστικά βοηθεί τον πλανώμενο άνθρωπο να έλθει σε συναίσθηση και μετάνοια, ενώ η άλλη – η ουμανιστική αγαπολογική – τον αφήνει αβοήθητο στην αρρώστια του»[lxxv].
Ακολουθεί στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ περί της Alice Bailey, ειδική αναφορά στο θέμα της διαστρεβλώσεως και του μονομερούς τονισμού της χριστιανικής αγάπης από την Νέα Εποχή του Αντιχρίστου (του «Υδροχόου») και την κατασκευασμένη τεχνητή αντίθεση δογματικής αληθείας και διανθρώπινης αγάπης, με σκοπό την τάση ελαχιστοποιήσεως των δογμάτων (δογματικός μινιμαλισμός).
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
(Σημ.: η παρακάτω παράθεση αυτουσίων κειμένων αποκρυφιστικού περιεχομένου τα οποία ήλθαν υπ’ όψη μας, σε καμμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι την ανάγνωση τέτοιων κειμένων θεωρούμε απλό και ακίνδυνο πράγμα ή την προτείνουμε γενικώς, τουναντίον δε πρέπει να γίνεται μόνον σε μεγάλη ανάγκη και με ευλογία του Γέροντός μας, εφ’ όσον μάλιστα κατέχουμε τα απαραίτητα προς τούτο εφόδια πνευματικά και θεολογικά).
Η Αλίκη Μπέηλυ (Alice Ann Bailey, 1880-1949), τρίτη κατά σειρά πρόεδρος της Θεοσοφικής Εταιρείας μετά την Έλενα Πετρόβνα Μπλαβάτσκυ και την Άννυ Μπεζάντ, υπήρξε επίσης ιδρύτρια, μαζί με τον σύζυγό της, Φόστερ Μπέηλυ, του Lucis Trust (1922) και της Σχολής Αρκέην (Arcane School, 1923), «σκοπός της ήταν η εκπαίδευση εκείνων που είναι «συνειδητοί γνώστες του Σχεδίου και μεμυημένοι μαθητές της Ιεραρχίας», για να βοηθηθούν στη «μαθήτευση στη Νέα Εποχή» και στην «υπηρεσία στην ανθρωπότητα», ώστε να επισπευσθεί η «επανεμφάνιση του Χριστού» (Μπέϊλη, Αυτοβιογραφία, σ. 308) [lxxvi]».
«Η νέα ανθρωπότητα θα αναδυθεί με την εμφάνιση του «Χριστού». Από το 1945 ο «Χριστός» ανέλαβε τα καθήκοντα του Διδασκάλου του Υδροχόου και οι «δυνάμεις αποκαταστάσεως» άρχισαν το έργο τους. Βαδίζουμε προς την ενοποίηση Ανατολής και Δύσης, στην ενοποίηση των θρησκειών (Μπέϊλη, Η επανεμφάνιση του Χριστού, σ. 87-88. 102-108. 145-146)[lxxvii]». 
«Το ότι δεν έχει ακόμη εμφανισθεί ο νέος χριστός, τούτο οφείλεται κατά την αντίληψη της κίνησης στα εμπόδια που παρενέβαλε η Εκκλησία, και επειδή οι «Νέοι εξυπηρετηταί του κόσμου» δεν εξετέλεσαν την απαραίτητη υπηρεσία για να εμπεδωθούν ορθές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων (Μπέϊλη, Η επανεμφάνισις, σελ. 15)»[lxxviii].
Ας προσέξουμε τα παρακάτω σημεία των αυτουσίων αποκρυφιστικών κειμένων της Μπέηλυ, μερικά εκ των οποίων θυμίζουν συγκεκριμένες προοπτικές της Οικουμενικής και Διαθρησκειακής Κινήσεως:
(α) τη θρησκευτική «περιεκτικότητα», γνωστή στους μεν οικουμενιστές ως «comprehensiveness», στους δε νεοεποχίτες ως «inclusiveness»
(β) το δογματικό μινιμαλισμό, δηλ. την προσπάθεια ελαχιστοποιήσεως ή και εξαλείψεως των δογμάτων και την απαρέσκεια προς αυτά,
(γ) την αθώωση ή και καταξίωση όλων ανεξαιρέτως των θρησκειών,
(δ) την εξύβριση της χριστιανικής θεολογίας ως δήθεν αλλοιώσεως της απλότητος του Ευαγγελίου και ως αιτίας θρησκευτικών πολέμων και θρησκευτικού μίσους,
(ε) την – κατά το προηγούμενο – παρουσιαζόμενη δήθεν αντιπαράθεση «αγάπης» και «θεολογίας»,
(στ) τη διάκριση μεταξύ («καλού») χριστιανισμού και («κακών») εκκλησιών,
(ζ) την επιδίωξη καταστροφής των εκκλησιών, προς ανάδειξη της «αληθούς» εκκλησίας του ερχομένου Χριστού (Αντιχρίστου) και
(η) την επιδιωκόμενη ομοιομορφία παγκοσμίως των θρησκευτικών τελετουργικών, η οποία σε συνδυασμό με την εξάλειψη των δογμάτων, θα δημιουργήσει την νέα παγκόσμια θρησκεία η οποία θα τελειοποιηθεί με την μετά ταύτα προσωπική παρουσία επί γης του «Χριστού» της Νέας Εποχής (Αντιχρίστου).
Είναι, λοιπόν, τυχαία η καταφανής ταύτιση τόσων βασικών στοιχείων του κινήματος της Νέας Εποχής του «Υδρoχοϊκού Χριστού» – Αντιχρίστου («New Aquarian Age») με τους βασικούς άξονες εξελίξεως της «διαχριστιανικής» και διαθρησκειακής Κινήσεως;
1. «Αν οι άνθρωποι αναζητήσουν τον Χριστό που άφησε τους μαθητές Του πριν από αιώνες, θα αποτύχουν να αναγνωρίσουν τον Χριστό που ευρίσκεται στη διαδικασία της επιστροφής. Ο Χριστός δεν έχει θρησκευτικές «μπάρες» στη συνείδησή Του. Δεν Τον ενδιαφέρει σε ποια πίστη θα εντάξει κάποιος τον εαυτό του»[lxxix].
2. «Ποια είναι αυτή η εκκλησία του Χριστού; Αποτελείται από το σύνολο όλων εκείνων στους οποίους μπορεί ή ζωή του Χριστού ή Χριστο-συνειδητότητα [Χριστο-επίγνωση] ή να ευρεθεί η ευρίσκεται στη διαδικασία προς εξεύρεση εκφράσεως· είναι η σύναξη όλων όσοι αγαπούν τους συνανθρώπους τους, διότι το να αγαπά κάποιος τον συνάνθρωπό του είναι το θεϊκό διδασκαλείο που μας κάνει πλήρη μέλη της κοινότητος του Χριστού. Δεν είναι η αποδοχή οιουδήποτε ιστορικού γεγονότος η θεολογικού συμβόλου [πίστεως] εκείνο που μας θέτει εν αρμονία με τον Χριστό»[lxxx].
3. «Δεν θα έλθει [ο «Χριστός»] για να μεταστρέψει τον «εθνικό» κόσμο, διότι στα μάτια του Χριστού και των αληθών μαθητών Του, δεν υπάρχει τέτοιος κόσμος και οι καλούμενοι εθνικοί έχουν επιδείξει ιστορικώς λιγότερο από το κακό της εμπαθούς διαμάχης που έχει επιδείξει ο στρατευμένος χριστιανικός κόσμος. Η ιστορία των χριστιανικών εθνών και της χριστιανικής εκκλησίας είναι ιστορία μιας επιθετικής στρατεύσεως – το τελευταίο επιθυμητό από τον Χριστό πράγμα, όταν επεδίωκε να ιδρύση την εκκλησία επί γης»[lxxxi].
4. «Το μεγαλύτερο αποτέλεσμα της παρουσίας Του θα είναι οπωσδήποτε το να επιδείξει σε κάθε μέρος τα αποτελέσματα ενός πνεύματος περιεκτικότητος [inclusiveness] μιας περιεκτικότητος ή οποία θα διοχετευθεί η εκφρασθεί δια μέσου Αυτού. Όλοι όσοι επιδιώκουν σωστές ανθρώπινες σχέσεις θα συγκεντρωθούν αυτομάτως σε Αυτόν, είτε ανήκουν σε κάποια από τις μεγάλες θρησκείες του κόσμου, είτε όχι»[lxxxii].
5. «Η εκκλησία σήμερα είναι ο τάφος του Χριστού και ο λίθος της θεολογίας έχει κυλισθεί έμπροσθεν της θύρας του μνημείου. Ωστόσο, δεν υπάρχει νόημα στην επίθεση κατά του Χριστιανισμού. Η Χριστιανοσύνη δεν μπορεί να γίνει στόχος επιθέσεως· είναι μια έκφραση – ουσιαστικώς, μολονότι ακόμη όχι τελείως εν τη πράξει -της αγάπης του Θεού, ο οποίος διαποτίζει το κτιστό Του σύμπαν. Η εκκλησιαστικότητα [churchianity], όμως, έχει αφήσει τον εαυτό της τελείως έκθετο σε επίθεση, και η μάζα των σκεπτομένων ανθρώπων το γνωρίζουν αυτό· δυστυχώς, αυτοί οι σκεπτόμενοι άνθρωποι είναι ακόμη μια μικρή μειονότητα, η οποία (όταν γίνει πλειονότητα – και είναι σήμερα μία η οποία αυξάνεται ραγδαίως) θα ανακοινώσει την καταστροφή των εκκλησιών και θα επικυρώσει τη διασπορά της αληθούς διδασκαλίας του Χριστού»[lxxxiii].
6. «… σίγουρα, Εκείνος πρέπει να αισθάνεται (με πονεμένη καρδιά) ότι η απλότης την οποίαν εδίδαξε και ο απλός δρόμος προς τον Θεό στον οποίον έδωσε έμφαση έχουν εξαφανισθεί μέσα στις ομίχλες της θεολογίας (εισαγμένες από τον άγιο Παύλο) και στις συζητήσεις των ανθρώπων της εκκλησίας δια μέσου των αιώνων. Οι άνθρωποι έχουν ταξιδέψει μακριά από την απλότητα της σκέψεως και από τον απλό και πνευματικό βίο που ζούσαν οι πρώτοι Χριστιανοί»[lxxxiv] 
7. «Δεύτερον, η στερέωση μιας συγκεκριμένης ομοιομορφίας στα τελετουργικά των θρησκειών του κόσμου θα βοηθήσει τους ανθρώπους παντού να ενδυναμώσουν ο ένας το έργο του άλλου και να ενισχύσουν με δύναμη τα ρεύματα σκέψεως που κατευθύνονται στις αναμένουσες πνευματικές ζωές. Προς το παρόν, η χριστιανική θρησκεία έχει τις μεγάλες της εορτές, ο Βουδιστής κρατεί τα διαφορετικώς κανονισμένα θρησκευτικά του γεγονότα και ο Ινδουϊστής έχει ακόμη μία διαφορετική λίστα ιερών ημερών. Στον μέλλοντα κόσμο, όταν οργανωθούν, όλοι οι ανθρωποι πνευματικής κλίσεως και προθέσεως παντού θα τηρούν τις ίδιες ιερές ημέρες. Αυτό θα φέρει μια συνένωση πνευματικών αποθεμάτων και μια ενοποιημένη πνευματική προσπάθεια, και επιπλέον μια ταυτόχρονη πνευματική επίκληση. Η δυναμική τούτου θα είναι ολοφάνερη»[lxxxv].
8. «Οι άνθρωποι της εκκλησίας πρέπει να ενθυμούνται ότι το ανθρώπινο πνεύμα είναι μεγαλύτερο από όλες τις εκκλησίες και μεγαλύτερο από τις διδασκαλίες τους. Μακροπρόθεσμα, το ανθρώπινο πνεύμα θα τους νικήσει και θα προχωρήσει θριαμβικώς μέσα στη Βασιλεία του Θεού, αφήνοντάς τους πολύ πίσω, εκτός αν εισέλθουν σαν ένα ταπεινό μέρος της ανθρώπινης μάζας. […] Οι εκκλησίες στη Δύση πρέπει επίσης να συνειδητοποιήσουν ότι βασικώς υπάρχει μόνον μία Εκκλησία, αλλά αυτή δεν είναι αναγκαστικώς μόνο το ορθόδοξο Χριστιανικό καθίδρυμα. Ο θεός εργάζεται με πολλούς τρόπους, μέσω πολλών πίστεων και θρησκευτικών φορέων· αυτός είναι ένας λόγος για την εξάλειψη των μη απαραιτήτων διδασκαλιών. Με τον τονισμό των ουσιαστικών και με την ένωσή τους, θα αποκαλυφθεί η πληρότης της αληθείας. Αυτό θα το κάνει η θρησκεία του νέου κόσμου και η εφαρμογή της θα προχωρήσει τάχιστα, μετά την επανεμφάνιση του Χριστού»[lxxxvi].

© 2007-2010 impantokratoros.gr
Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή του υλικού του ιστοχώρου αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς, με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[i]. Α’ Ιω. 4, 8. 16. 21
[ii]. Ματθ. 22, 40
[iii]. Ιω. 14, 27
[iv]. Α΄ Κορ. 13, 5.7.8
[v]. Ρωμ. 12, 9
[vi]. Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εις την Γένεσιν Λόγος 9, 2 PG 54, 623.
[vii]. Μοναχού Αρσενίου Βλιαγκόφτη, Οικουμενισμός, Νεοειδωλολατρία και Νέα Εποχή, εκδ. Παρακαταθήκη, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 12ε.
[viii]. Αυτόθι, σελ. 13, όπου και η υποσημείωση [ν.4] του συγγραφέως περί του δόγματος αυτού του νεοσατανισμού: «Τον διετύπωσε ο Aleister Crowley, ο οποίος ονόμαζε τον εαυτό του The great beast (το μέγα θηρίον). Την εποχή αυτή βιβλίο που τον προβάλλει και τον ωραιοποιεί κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Αρχέτυπο» του περιοδικού Άβατον».
[ix]. Αυτόθι, σελ. 32. Σχετικώς με την Νέα Εποχή του Αντιχρίστου («Υδροχόου») βλέπε όλο το βιβλίο, αλλά ιδίως τα σχετικά κεφάλαια στο Μοναχού Αρσενίου Βλιαγκόφτη, Σύγχρονες αιρέσεις. Μια πραγματική απειλή, εκδ. Παρακαταθήκη, 20072, σελ. 73-95, 254-263. Επίσης, του μακαριστού Αντωνίου Γ. Αλεβιζόπουλου, Αποκρυφισμός, Γκουρουϊσμός, «Νέα Εποχή», εκδ. Ι.Μ. Νικοπόλεως. Πρέβεζα 1990, σελ. 7-12.
[x]. Ιω. 14, 6
[xi]. Α΄ Ιω. 4, 16
[xii]. Ιούδα 23
[xiii]. Πράξ. 18, 9.10
[xiv]. Σοφ. Σειρ. 4, 28
[xv]. Β΄ Κορ. 7, 9
[xvi]. Αποκ. 3, 19
[xvii]. Γαλ. 1, 8
[xviii]. Α΄ Κορ. 1, 13
[xix]. Εφ. 4, 3-5
[xx]. Α΄ Κορ. 10, 17
[xxi]. Α΄Κορ. 1, 10
[xxii]. Εφ. 4, 15
[xxiii]. Β΄ Ιω. 4 και Γ΄ Ιω. 4
[xxiv]. Β΄ Ιω. 1.2
[xxv]. Β΄ Ιω. 3
[xxvi]. Α΄ Ιω. 3, 18
[xxvii]. Ρωμ. 10, 14}
[xxviii]. Ιακ. 2, 10
[xxix]. Αποκ. 22, 18.19
[xxx]. Ιω. 15, 20
[xxxi]. Ιω. 3, 19
[xxxii]. Λουκ. 12, 51.52
[xxxiii]. Ιω. 3, 20
[xxxiv]. Τερεντίου, Andr. I, 1, 31 παρά τω Δ. Δημητράκου, Νέον Λεξικόν ορθρογραφικόν και ερμηνευτικόν όλης της ελληνικής γλώσσης, εκδ. «Περγαμηναί», Αθήναι 19592, σελ. 1489.
[xxxv]. Αγίου Μακαρίου του Αιγυπτίου, Ομιλία 15, 11-12 PG 34, 584A.B.
[xxxvi]. Φιλ. 4, 7
[xxxvii]. Ρωμ. 5, 1.2
[xxxviii]. Ματθ. 10, 34
[xxxix]. Ματθ. 10, 22. 24, 9 Μάρκ. 13, 13 και Λουκ. 21, 17.
[xl]. Μεγάλου Φωτίου, Βιβλιοθήκη 222, PG 103, 813 -816Α
[xli]. Ιακ. 4, 1.2
[xlii]. Μάρκ. 9, 50
[xliii]. Catenae Graecorum patrum in Novum Testamentum, τόμ. Α΄, εκδ. J.A. Cramer, Olms, Hildes-heim 1967, σελ. 370.
[xliv]. Ψαλμ. 119, 7
[xlv]. Προς την σεμνοτάτην εν Μοναζούσαις Ξένην 54, εν Γρηγορίου του Παλαμά Συγγράμματα, εκδίδει Π. Χρήστου, τόμ. Ε΄, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 221ε. · «… έπειτ΄ επειδάν το δυσειδές τούτο περιέλη κάλυμμα, τότε μη ποικίλαις σχέσεσι της ψυχής αγεννώς διασπωμένης, είσω των όντως ταμείων αταράχως χωρεί, και τω εν κρυπτώ Πατρί προσεύχεται· ος αυτώ και το χωρητικόν των χαρισμάτων δώρον, την των λογισμών ειρήνην τα πρώτα χορηγεί· μεθ΄ ης την γεννητικήν τε και συνεκτικήν απάσης αρετής τελειοί ταπείνωσιν».[xlvi]. Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Αόρατος Πόλεμος, 2, 16, εκδ. Νεκτάριος Παναγόπουλος, Αθήναι 1989, σελ. 265.
[xlvii]. Μεγάλου Βασιλείου, Ομιλία εις τον λγ΄ (33) Ψαλμόν 10, PG 29, 376 B.C.
[xlviii]. Φιλ. 3, 8
[xlix]. Εφ. 2, 15
[l]. Κολ. 1, 20
[li]. Ησ. 48, 22. 57, 21
[lii]. Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εις την προς Φιλιππησίους 2, PG 62, 189,191. «Ουχ απλώς την φιλίαν θαυμάζει, ουδέ απλώς την αγάπην, αλλά την εξ επιγνώσεως· τουτέστιν, ουχ ίνα προς άπαντας τη αυτή χρήσησθε αγάπη· τούτο γαρ ουκ αγάπης, αλλά ψυχρότητος. Τι εστιν, εν επιγνώσει; Τουτέστι, μετά κρίσεως μετά λογισμού, μετά του αισθάνεσθαι. Εισί γαρ τινες αλόγως φιλούντες, απλώς και ως έτυχεν· όθεν ουδέ σφοδράς είναι τας τοιαύτας φιλίας συμβαίνει […] Ουκ εμού ένεκεν ταύτα λέγω, φησίν, αλλ’ υμών αυτών· δέος γαρ μη τις παραφθαρή υπό της των αιρετικών αγάπης […] Ου δι’ εμέ, φησί, ταύτα λέγω, αλλά ίνα ήτε υμείς ειλικρινείς· τουτέστιν, Ίνα μηδέν νόθον δόγμα τω της αγάπης προσχήματι παραδέχησθε». 
[liii]. Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, Λόγος Β΄, Απολογητικός της εις Πόντον φυγής ένεκεν 82, PG 35, 488C. Έμμεση αναφορά στο αγιογραφικό χωρίο « ο πραΰς έστω μαχητής» (Ιωήλ 4,11).
[liv]. Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, ένθ’ ανωτ., 2, 19, σελ. 271 (και υποσημ. 114).
[lv]. Δευτέρα του α΄ ήχου, Κανών των Ασωμάτων, θ΄ ωδή: «Νέμεις της ειρήνης Άγγελον, περιφρουρούντα, Παντοκράτορ, την ποίμνην σου, (της ειρήνης γαρ και της αγάπης συ αίτιος), και την έμφρονα πίστιν φυλάττοντα, και πάσας τας αιρέσεις, τη ση δυνάμει καταλύοντα».
[lvi]. Παρασκευή του πλ.δ΄ ήχου, Κανών του Σταυρού, δ΄ ωδή: «Ωσεί κέδρον ευσέβειαν, πίστιν ως κυπάρισσον, την αγάπην τε, ωσεί πεύκην περιφέροντες, τον Σταυρόν τον θείον, προσκυνήσωμεν».
[lvii]. Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς 4, 16, 100· PG 8, 1308Α· «»τεκνία μη αγαπώμεν λόγω μηδέ γλώσση», Ιωάννης τελείους είναι διδάσκων, «αλλ΄ εν έργω και αληθεία. εν τούτω γνωσόμεθα ότι εκ της αληθείας εσμέν». Ει δε αγάπη ο Θεός, αγάπη και η θεοσέβεια».
[lviii]. Αγίου Αββά Δωροθέου, Διδασκαλία ΣΤ΄(περί του μη κρίνειν πλησίον) 9, PG 88, 1696 B.D.
[lix]. Επιστολή του αγιωτάτου αρχιεπισκόπου Ρώμης Λέοντος προς Φλαβιανόν αρχιεπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως, ACO 2,1,2, 46 και 47·) (απόσπασμα) «[…] Πρέπει γαρ επί των τοιούτων αιτιών τούτου μάλιστα φροντίζειν, ώστε εκτός θορύβου και φιλονεικίας και την αγάπην φυλάττεσθαι και την αλήθειαν εκδικείσθαι, αδελφέ τιμιώτατε […]».
[lx]. Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού , Επιστολή (ΙΒ΄) Προς Ιωάννην κουβικουλάριον, Περί των ορθών της Εκκλησίας του Θεού δογμάτων και κατά Σευήρου του αιρετικού, PG 91, 464 – 465· «Ου δεί ουν αιρετικοίς καθ οίόν δήποτε τρόπον, ως αιρετικοίς, βοηθείν, ει και πάσι πάντα μετελθείν αδεώς επετέτραπτο· δια τε τας ειρημένας αιτίας, ίνα μη τω Θεώ προσκρούοντες λάθωμεν· και μη καλόν είναι διδόναι αυτοίς άδειαν εμπομπεύειν τω οικείω ψεύδει, και ανασείεσθαι κατά της ευσεβείας· ίνα μη δι ημών εμφανισθέντες, όφεως δίκην, των αφελεστέρων τινάς απάτης δήγματι δυνηθώσι της κατά την πίστιν ασφαλούς βάσεως κατασείσαι· και ευρεθώμεν και ημείς, ως ου θέλομεν, της υπέρ τούτου επηρτημένης αυτοίς συμμετέχοντες δίκης. […]».
«Ου θέλων δε τους αιρετικούς θλίβεσθαι, ουδέ χαίρων τη κακώσει αυτών, γράφω ταύτα, μη γένοιτο, αλλά τη επιστροφή μάλλον χαίρων και συναγαλλόμενος. Τι γαρ τοις πιστοίς τερπνότερον, του θεάσθαι τα τέκνα του Θεού τα διεσκορπισμένα, συναγόμενα εις εν. Ούτε υμίν του φιλανθρώπου το απηνές παραινών προτιθέναι· μη ούτω μανείην· αλλά μετά προσεχείας και δοκιμασίας ποιείν τε και ενεργείν τα καλά εις πάντας ανθρώπους, και πάσι πάντα γινομένους, καθώς έκαστος επιδείται υμών, παρακαλών· προς μόνον το καθοτιούν αιρετικοίς συνάρασθαι εις σύστασιν της φρενοβλαβούς αυτών δόξης, σκληρούς παντελώς είναι υμάς και αμειλίκτους βούλομαί τε και εύχομαι. Μισανθρωπίαν γαρ ορίζομαι έγωγε, και αγάπης θείας χωρισμόν, το τη πλάνη πειράσθαι διδόναι ισχύν εις περισσοτέραν των αυτή προκατειλημμένων φθοράν».
[lxi]. Του Αυτού, Κεφάλαια διάφορα θεολογικά τε και οικονομικά 26, PG 90, 1189Α· «Η γαρ πίστις βάσις εστί των μετ’ αυτήν, ελπίδος λέγω και αγάπης, βεβαίως το αληθές υφεστώσα».
[lxii]. Αρχιμ. Ιουστίνου Πόποβιτς, Η Ορθόδοξος Εκκλησία και ο Οικουμενισμός, μτφρ. Ιερομονάχων Αμφιλοχίου Ράντοβιτς και Αθανασίου Γιέβτιτς, εκδ. Ιεράς Μονής Αρχαγγέλων Τσέλιε, Βάλιεβο-Σερβία, σελ. 226-228.
[lxiii]. Επιστολή προς τον Πατριάρχην Οικουμενικόν Πατριάρχην (εν έτει 1969) εν Αρχιμ. Επιφανίου Θεοδωροπούλου, Τα δύο άκρα· Οικουμενισμός και Ζηλωτισμός, εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου Κεχαριτωμένης Θεοτόκου Τροιζήνος, Αθήναι 19972, σελ. 19ε. · βλ. επίσης εν Iερομονάχου Φιλίππου Θωμάδων, Η αλήθεια της Ορθοδοξίας και η πλάνη των Φράγκων (Ρωμαιοκαθολικών), εκδ. Αδελφότης Θωμάδων, Άγιον Όρος, α.χ., σελ. 25ε. )
[lxiv]. Στυλιανού Παπαδόπουλου, Ορθοδόξων πορεία-‘Εκκλησία και Θεολογία στην τρίτη χιλιετία, News Books and Magazines Ltd., Αθήνα 2000, σελ. 118.
[lxv]. Β΄ Ιω. 10
[lxvi]. Παναγιώτου Ι. Μπούμη, Κανονικόν Δίκαιον, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 20023, σελ. 237ε.
153. Ιω. Δαμασκηνού, Λόγος εις την Μεταμόρφωσιν, PG 96, 545. [μεταγλώττιση δική μας: «Σε ποιόν είναι εορτή και πανήγυρη; Σε ποιόν είναι θυμηδία και αγαλλίαση, παρά μόνο σε εκείνους που με την ψυχή και την έννοια και το στόμα ομολογούν την Θεότητα που γνωρίζεται [ότι υπάρχει] αδιαιρέτως σε τρεις Υποστάσεις; »].
154. Ιω. Χρυσοστόμου, Ομιλία η΄ εις την προς Εβραίους, PG 63, 73. [μεταγλώττιση δική μας: «υποδύονται το χριστιανικό προσωπείο με σκοπό να εξαπατούν έτσι όσους είναι πιο αφελείς»].
155. Ο Οικουμένιος (επίσκοπος Τρίκκης) γράφει: «Τίνι γαρ χαίρειν ευξώμεθα, αλλ΄ η τοις ομοτρόποις και ομοπίστοις; ώστε, ει τοις ασεβέσι προσενεχθείη παρ’ ημών η τοιαύτη πρόσρησις, πάντως ως ομοτρόποις και πιστοίς προσηνέχθη» (Ερμηνεία εις την Β΄ Επιστολήν Ιωάννου, PG 119, 696) [μεταγλώττιση δική μας: «Σε ποιόν θα ευχηθούμε να χαίρει, παρά σε όσους έχουν τον ίδιο βίο και την ίδια πίστη με [μας]; Συνεπώς, αν προσφερθεί από μας στους ασεβείς, η προσφώνηση αυτού του είδους, οπωσδήποτε προσφέρθηκε σαν σε ομότροπους και πιστούς». ]
[lxvii]. Π. Deseille, Η πορεία μου προς την Ορθοδοξία, μτφρ. Σ. Κουτσας, εκδ, Ακρίτας, Αθήνα 19932, σ. 52. Η παραπομπή εμμέσως, παρά τω Πρεσβυτέρου Αναστασίου Γκοτσόπουλου, Η συμπροσευχή με αιρετικούς, εκδ. «Θεοδρομία», Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 179.
[lxviii]. Βίβλος Βαρσανουφίου και Ιωάννου, ερωτήσεις ψ΄ – ψβ΄ (700-701) , εκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 320ε.
[lxix]. Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Ερμηνεία εις τας ΙΔ΄ Επιστολάς του Αποστόλου Παύλου, τόμ. Α΄, εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 215ε. (ερμηνεία εις το Προς Ρωμαίους θ΄ 3, εν τη υποσημειώσει 226).
[lxx]. Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Ερμηνεία εις τας Επτά Καθολικάς Επιστολάς, εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 694ε. (ερμηνεία εις το Ιούδα 9, εν τη υποσημειώσει 9)
[lxxi]. Μητροπολίτου Δημητριάδος Χριστόδουλου – Αρχιμ. Δανιήλ Πουρτσουκλή, Καταστροφικές «λατρείες». Μια απειλή για τον Άνθρωπο, την Κοινωνία και τον Πολιτισμό μας, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 19942, σελ. 29.
[lxxii]. Α’ Κορ. 13, 5
[lxxiii]. Εβρ. 13, 17
[lxxiv]. Μοναχού Αρσενίου Βλιαγκόφτη, «Η νόσος της εκκοσμικεύσεως», Εκκλησία και εκκοσμίκευση, εκδ. Μυριόβιβλος, Αθήνα 2003, σελ. 16.20.21ε.
[lxxv]. Μοναχού Αρσενίου Βλιαγκόφτη, Οικουμενισμός, Νεοειδωλολατρία και Νέα Εποχή, εκδ. Παρακαταθήκη, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 41.
[lxxvi]. Αντωνίου Γ. Αλεβιζόπουλου, Αποκρυφισμός, Γκουρουϊσμός, «Νέα Εποχή», εκδ. Ι.Μ. Νικοπόλεως. Πρέβεζα 1990, σελ. 100.108
[lxxvii]. Αυτόθι, σελ. 105.
[lxxviii]. Αυτόθι, σελ. 105ε.
[lxxix]. Alice A. Bailey, The reappearance of the Christ, Lucis Publishing Company, New York, Lucis Press Ltd. London, 1948 (fourth printing 1962), σελ. 60· «If men look for the Christ Who left His disciples centuries ago, they will fail to recognise the Christ Who is in process of returning. The Christ has no religious barriers in His consciousness. It matters not to Him of what a faith a man may call himself» (Excerpt from Chapter Three: The reappearance of the Christ).
[lxxx]. Αυτόθι, σελ. 65· «What is this church of Christ? It is constituted of the sumtotal of all those in whom the life of Christ or the Christ-consciousness is to be found or is in process of finding expression; it is the aggregation of all who love their fellowmen, because to love one’s fellowmen is the divine faculty which makes us full members of Christ’s community. It is not the accepting of any historical fact or theological creed which places us en rapport with Christ» (Excerpt from Chapter Four: The work of the Christ today and in the future).
[lxxxi]. Αυτόθι, σελ. 110· «He will not come to convert the «heathen» world for, in the eyes of the Christ and of His true disciples, no such world exists and the so-called heathen have demonstrated historically less of the evil of vicious conflict than has the militant Christian world. The history of the Christian nations and of the Christian church has been one of an aggressive militancy-the last thing desired by the Christ when He sought to establish the church on earth» (Excerpt from Chapter Five: The teachings of the Christ).
[lxxxii]. Αυτόθι, σελ. 110ε. · «The major effect of His appearance will surely be to demonstrate in every land the effects of a spirit of inclusiveness- an inclusiveness which will be channeled or expressed through Him. All who seek right human relations will be gathered automatically to Him, whether they are in one of the great world religions or not;» (Excerpt from Chapter Five: The teachings of the Christ).
[lxxxiii]. Αυτόθι, σελ. 140· «The church today is the tomb of the Christ and the stone of theology has been rolled to the door of the sepulchre. There is, however, no point in attacking Christianity. Christianity cannot be attacked; it is an expression-in essence, if not yet entirely factual-of the love of God, immanent in His created universe. Churchianity has, however, laid itself wide open to attack, and the mass of thinking people are aware of this; unfortunately, these thinking people are still a small minority which (when it is a majority and it is today a rapidly growing one) will spell the doom of the churches and endorse the spread of the true teaching of the Christ» (Excerpt from: Chapter Six : The New World Religion).
[lxxxiv]. Αυτόθι, σελ. 140ε.· «… surely, He must feel (with an aching heart) that the simplicity which He taught and the simple way to God which He emphasized have disappeared into the fogs of theology (initiated by St. Paul) and in the discussions of churchmen throughout the centuries. Men have travelled far from the simplicity of thought and from the simple, spiritual life which the early Christians lived»(Excerpt from: Chapter Six : The New World Religion).
[lxxxv]. Αυτόθι, σελ. 154· «Secondly, the establishing of a certain uniformity in the world religious rituals will aid men everywhere to strengthen each other’s work and enhance powerfully the thought currents directed to the waiting spiritual Lives. At present, the Christian religion has its great festivals, the Buddhist keeps his different set spiritual events, and the Hindu has still another list of holy days. In the future world, when organised, all men of spiritual inclination and intention everywhere will keep the same holy days. This will bring about a pooling of spiritual resources, and a unified spiritual effort, plus a simultaneous spiritual invocation. The potency of this will be apparent.» (Excerpt from: Chapter Six : The New World Religion).
[lxxxvi]. Αυτόθι, σελ. 159· «Churchmen need to remember that the human spirit is greater than all the churches and greater than their teaching. In the long run, the human spirit will defeat them and proceed triumphantly into the Kingdom of God, leaving them far behind unless they enter as a humble part of the mass of men […] The churches in the West need also to realise that basically there is only one Church, but it is not necessarily only the orthodox Christian institution. God works in many ways, through many faiths and religious agencies; this is one reason for the elimination of non-essential doctrines. By the emphasising of the essential and in their union will the fullness of truth be revealed. This, the new world religion will do and its implementation will proceed apace, after the reappearance of the Christ». (Excerpt from: Chapter Six : The New World Religion).

Λόγος περί πίστεως ~ Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος

Λόγος περί πίστεως 
Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος


Αδελφοί και πατέρες· είναι καλό να διακηρύττομε σε όλους το έλεος του Θεού και να φανερώνομε στους πλησίον μας την ευσπλαχνία και την ανείπωτη αγαθότητα του Θεού προς εμάς. « Εγώ λοιπόν, καθώς το βλέπετε, μήτε νηστείες έκανα, μήτε αγρυπνίες, μήτε χαμαικοιτίες, αλλά μόνο ταπεινώθηκα και ο Κύριος σύντομα με έσωσε», λέει ο θειος Δαβίδ. Και μπορεί κανείς να πει πολύ πιο σύντομα: «Μόνο πίστεψα, και με δέχτηκε ο Κύριος».
Επειδή είναι πολλά αυτά πού μας εμποδίζουν ν’ αποκτήσομε την ταπείνωση, να βρούμε όμως την πίστη δεν μας εμποδίζει τίποτε. Γιατί αν το θελήσομε ολόψυχα, ευθύς ενεργεί μέσα μας η πίστη, αφού είναι δώρο του Θεού και φυσικό προσόν, αν και υπόκειται στην αυτεξουσιότητα της προαιρέσεώς μας. Γι΄ αυτό ακόμη και οι Σκύθες και οι βάρβαροι πιστεύουν ο ένας τα λόγια του άλλου. Και για να σας δείξω στην πράξη την ενέργεια της ενδιάθετης πίστεως και να βεβαιώσω όσα είπα, ακούστε να σας διηγηθώ κάτι πού άκουσα από κάποιον πού δεν ψεύδεται.
Κάποιος, Γεώργιος ονομαζόμενος, νέος στην ηλικία, έως είκοσι χρόνων, κατοικούσε στην Κωνσταντινούπολη τώρα στους καιρούς μας· ο οποίος ήταν όμορφος και φανταχτερός στην εμφάνιση, τούς τρόπους και το βάδισμα, έτσι πού μερικοί από τούτα σχημάτισαν κακή γνώμη γι΄ αυτόν, όσοι δηλαδή βλέπουν μόνο τα εξωτερικά και κρίνουν κακώς τα των άλλων. Αυτός γνωρίστηκε με κάποιον άγιο μοναχό πού ζούσε σ΄ ένα μοναστήρι της πόλεως, και αναθέτοντάς του όλα τα της ψυχής του, έλαβε από αυτόν για υπενθύμιση μια μικρή εντολή (ένα σύντομο κανόνα).
Ο νέος ζήτησε ακόμη από τον γέροντα να του δώσει κανένα βιβλίο πού να περιέχει διηγήσεις για τη ζωή των μοναχών και την πρακτική τους άσκηση. Εκείνος του έδωσε να διαβάσει το σύγγραμμα του μοναχού Μάρκου πού διδάσκει περί του πνευματικού νόμου· το οποίο ο νέος το πήρε σαν να ήταν σταλμένο από τον ίδιο το Θεό. Και ελπίζοντας πώς θα λάβει πολύ μεγάλη ωφέλεια από αυτό, το διάβασε όλο με πόθο και προσοχή. Και ωφελήθηκε βέβαια απ΄ όλα όσα διάβασε, όμως τρία κεφάλαια* μόνο ενσφήνωσε, να πω έτσι, στην καρδιά του.
Το ένα έλεγε επί λέξει: «Αν ζητάς τη θεραπεία της ψυχής σου, επιμελήσου τη συνείδησή σου, και να κάνεις όσα αυτή σου επιδεικνύει, και θα βρεις ωφέλεια». Το άλλο έλεγε: « Όποιος ζητά τις ενέργειες του Αγίου Πνεύματος προτού να εργαστεί τις εντολές του Θεού, είναι παρόμοιος με αγορασμένο δούλο, ο οποίος την ίδια ώρα πού αγοράστηκε ζητά να του δώσουν και το χαρτί της απελευθερώσεως». Και το τρίτο έλεγε: « Εκείνος πού προσεύχεται σωματικά και δεν απέκτησε ακόμη γνώση πνευματική, είναι παρόμοιος με τον τυφλό πού φώναζε ¨Υιέ Δαβίδ, ελέησόν με΄΄. Όταν ο πρώην τυφλός έλαβε το φως του και είδε τον Κύριο, δεν τον ονόμασε πλέον υιό Δαβίδ, αλλά τον ομολόγησε Υιό Θεού και τον προσκύνησε».
Αυτά λοιπόν τα διάβασε ο νέος εκείνος και τα θαύμασε, και πίστεψε ότι με την επιμέλεια της συνειδήσεως θα βρει ωφέλεια και με την εργασία των εντολών θα δεχτεί συνειδητά την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος και με τη χάρη Του θ΄ ανοίξουν τα νοερά του μάτια και θα δει τον Κύριο. Και πληγωμένος από την αγάπη και την επιθυμία του Κυρίου, ζητούσε πλέον το Πρώτο Κάλλος, το αόρατο.
Τίποτε άλλο όμως δεν έκανε, καθώς με βεβαίωσε ύστερα με όρκους, παρά μόνο εκτελούσε κάθε βράδυ το σύντομο κανόνα πού του όρισε ο άγιος εκείνος γέρων, και τότε πλάγιαζε και κοιμόταν. Και καθώς η συνείδηση του έλεγε: «Κάνε κι άλλες μετάνοιες, πρόσθεσε κι άλλους ψαλμούς, πες κι άλλο το Κύριε ελέησον, αφού μπορείς», αυτός υπάκουε σ΄ αυτήν πρόθυμα κι αδίστακτα κι έτσι έπραττε, σαν να τα έλεγε ο ίδιος ο Θεός.
Και από τότε πλέον δεν κοιμήθηκε ποτέ με τη συνείδηση να τον ελέγχει και να λέει: «Αυτό γιατί δεν το έκανες;». Κι έτσι, υπακούοντας αυτός χωρίς παράλειψη στη συνείδησή του κι εκείνη προσθέτοντας μέρα με τη μέρα περισσότερο, σε λίγες μέρες αυξήθηκε πολύ η εσπερινή προσευχή του. Κατά τη διάρκεια της ημέρας είχε την επιστασία του σπιτιού ενός πατρικίου κι είχε πολλές βιοτικές φροντίδες και πήγαινε κάθε μέρα στο Παλάτι· έτσι κανείς δεν αντιλήφθηκε όσα αυτός έπραττε το βράδυ. 
Αλλά κάθε βράδυ έτρεχαν από τα μάτια του δάκρυα κι έκανε πολλές γονυκλισίες και μετάνοιες και όταν στεκόταν σε προσευχή είχε τα πόδια κολλημένα μεταξύ τους και ακίνητα και διάβαζε ευχές στη Θεοτόκο με πόνο και στεναγμούς και δάκρυα και, σαν να ήταν ο Κύριος παρών σωματικά, έτσι έπεφτε εμπρός στα άχραντα πόδια Του και ως τυφλός του ζητούσε να τον σπλαχνιστεί και να του χαρίσει το φως των ματιών της ψυχής του. Και καθώς πλήθαινε κάθε βράδυ η προσευχή, κρατούσε ως τα μεσάνυχτα, κι όση ώρα προσευχόταν, στεκόταν όρθιος σαν κολόνα η σαν ασώματος, χωρίς διόλου να χαλαρώνει η να ραθυμεί η έστω να κινεί κανένα μέλος του σώματός του, μήτε τα μάτια του να στρέψει η να τα σηκώσει.
Ένα βράδυ λοιπόν, πού ήταν όρθιος κι έλεγε το « Ο Θεός ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ» με το νου μάλλον παρά με το στόμα, έξαφνα φανερώθηκε πλούσια από ψηλά μια έλλαμψη θεϊκή και γέμισε από φως όλο τον τόπο και ο νέος αγνόησε και λησμόνησε αν βρισκόταν μέσα σε σπίτι η αν ήταν κάτω από στέγη, γιατί παντού έβλεπε μόνο φως και δεν ήξερε μήτε αν πατούσε στη γη. Ούτε φόβο είχε μήπως πέσει, ούτε καμία φροντίδα του κόσμου, ούτε τίποτε άλλο από όσα ταιριάζουν σε ανθρώπους πού έχουν σώμα περνούσε από το λογισμό του.

Αλλά μένοντας τελείως μέσα στο άϋλο φως, του φαινόταν πώς έγινε και αυτός φως και λησμόνησε όλο τον κόσμο κι ήταν όλος γεμάτος από δάκρυα κι από ανέκφραστη χαρά και αγαλλίαση. Και ύστερα από τούτο ανέβηκε ο νους του στον ουρανό κι εκεί είδε άλλο φως λαμπρότερο από το γύρω του· και κοντά σ΄ εκείνο το φως του φάνηκε να στέκεται ο άγιος και ισάγγελος εκείνος γέροντας πού του έδωσε, όπως είπαμε, την εντολή και το βιβλίο.
Εγώ λοιπόν, καθώς τʼ άκουσα από το νέο, σκέφτηκα ότι και η πρεσβεία του αγίου εκείνου θα είχε συνεργήσει πολύ σε τούτο και ότι ο Θεός πάλι θα οικονόμησε να δείξει στο νέο σε ποιο ύψος αρετής βρισκόταν ο άγιος εκείνος. Όταν πέρασε αυτή η θεωρία και ήρθε πάλι στον εαυτό του ο νέος εκείνος, όπως έλεγε, ήταν γεμάτος από χαρά και θαυμασμό και έκπληξη και δάκρυζε από την καρδιά του· και μαζί με τα δάκρυα ακολουθούσε και μία γλυκύτητα. Τέλος, πλάγιασε να κοιμηθεί και την ίδια ώρα λάλησε ο πετεινός, δείχνοντας τη μέση της νύχτας· και σε λίγο σήμαναν οι εκκλησίες για το Όρθρο. Και σηκώθηκε ο νέος για να ψάλλει κατά τη συνήθειά του, χωρίς να σκεφτεί καθόλου τον ύπνο εκείνη τη νύχτα.
Αυτά έγιναν όπως ο Θεός γνωρίζει, ο οποίος και τα πραγματοποίησε για λόγους πού μόνο Εκείνος ξέρει, ενώ ο νέος δεν έκανε τίποτε περισσότερο από όσα ακούσατε, πλην είχε ορθή πίστη και αδίστακτη ελπίδα. Και μην πει κανείς, πώς εκείνος τα έκανε αυτά για να δοκιμάσει· γιατί αυτός μήτε με το λογισμό του είπε μήτε καν σκέφτηκε κάτι τέτοιο –επειδή όποιος δοκιμάζει η πειράζει το Θεό, δεν έχει πίστη. Αλλά απορρίπτοντας ο νέος εκείνος κάθε άλλον εμπαθή και φιλήδονο λογισμό, φρόντιζε τόσο πολύ -όπως έλεγε με όρκο- να πραγματοποιεί εκείνα πού του έλεγε η συνείδησή του, ώστε σε όλα τα άλλα αισθητά πράγματα του κόσμου να είναι σαν αναίσθητος και δεν ήθελε μήτε να φάει η να πιει ηδονικά η συχνότερα.
Ακούσατε, αδελφοί μου, τι κατορθώνει η πίστη στο Θεό, όταν βεβαιώνεται με τα έργα; Καταλάβατε πώς μήτε η νεότητα είναι απορριπτέα, μήτε το γήρας ωφέλιμο, αν λείπει η σύνεση και ο φόβος του Θεού; Μάθατε ότι μήτε η παραμονή στην πόλη μας εμποδίζει να εργαστούμε τις εντολές του Θεού, αν έχουμε προθυμία και εγρήγορση, μήτε η ησυχία και η αναχώρηση από τον κόσμο μας ωφελούν αν βρισκόμαστε σε ραθυμία και αμέλεια; Όλοι μας ακούμε για τον Δαβίδ και θαυμάζομε και λέμε ότι ένας Δαβίδ έγινε κι όχι άλλος· και να πού σε τούτο το νέο συνέβη κάτι περισσότερο από το Δαβίδ. Γιατί ο Δαβίδ έλαβε τη μαρτυρία από τον ίδιο το Θεό, χρίστηκε προφήτης και βασιλιάς, έγινε μέτοχος του Αγίου Πνεύματος κι είχε λάβει πολλές αποδείξεις περί Θεού.

Όταν λοιπόν αμάρτησε κι έχασε τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και το αξίωμα της προφητείας και αποξενώθηκε από τη συναναστροφή του Θεού, τι το παράδοξο πού τα ζήτησε πάλι, όταν έφερε στο νου του τη χάρη από την οποία ξέπεσε; Ο νέος όμως αυτός τίποτε τέτοιο δεν είχε σκεφτεί ποτέ, αλλά ήταν προσηλωμένος μόνο στα κοσμικά πράγματα κι έβλεπε μόνο τα πρόσκαιρα και η διάνοιά του δεν είχε φανταστεί τίποτε ανώτερο από τα γήινα· και -τι θαυμαστά τα κρίματά Σου,Κύριε!- μόνο άκουσε γι΄ αυτά κι ευθύς πίστεψε.

Και τόσο πολύ πίστεψε, ώστε να παρουσιάσει και έργα πού αρμόζουν στην πίστη, με τα όποια η διάνοιά του πήρε φτερά και έφτασε στους ουρανούς κι έκανε τη Μητέρα του Χριστού να τον ευσπλαχνιστεί και με την πρεσβεία της εξιλέωσε το Θεό και κατέβασε ως αυτόν τη χάρη του Πνεύματος· και αυτή τον δυνάμωσε να φτάσει ως τον ουρανό και τον αξίωσε να δει φως, το οποίο όλοι το επιθυμούν μα πολύ λίγοι το πετυχαίνουν.
Ο νέος αυτός πού μήτε χρόνους πολλούς νήστεψε, μήτε ποτέ κοιμήθηκε στο έδαφος, μήτε φόρεσε τρίχινα ρούχα, μήτε τη μοναχική κουρά έλαβε, μήτε από τον κόσμο αναχώρησε σωματικά, αλλά μόνο πνευματικά· μόνο αγρύπνησε λίγο, και φάνηκε ανώτερος από τον Λώτ στα Σόδομα. Η μάλλον, έγινε άγγελος μέσα σε σώμα, πού ενώ οι άλλοι τον ψηλαφούσαν και τον έβλεπαν, ήταν εντούτοις ακράτητος και ασύλληπτος, άνθρωπος στο φαινόμενο και άσαρκος στο νοούμενο, βλεπόμενος από όλους και μόνος ευρισκόμενος με μόνο τον παντογνώστη Θεό.

Γι΄ αυτό και με τη δύση του αισθητού ηλίου τον έλουσε το γλυκύ φως του νοητού Ηλίου, και πολύ εύλογα· γιατί η αγάπη του προς τον ζητούμενο Θεό τον έβγαλε τελείως από τον κόσμο και από την ίδια του τη φύση και από όλα τα πράγματα και τον έκανε όλον πνευματικό και όλον φως, και μάλιστα ενώ κατοικούσε μέσα στην πόλη κι είχε την επιστασία ενός αρχοντικού και φρόντιζε για δούλους και ελεύθερους και έκανε και έπραττε όλα όσα αρμόζουν στο βίο. 
Αλλά είναι αρκετά αυτά πού είπαμε και για έπαινο του νέου και για παρακίνηση δική σας στον πόθο και τη μίμησή του, η θέλετε να σας πω και αλλά μεγαλύτερα, τα όποια ίσως δεν μπορέσει να δεχτεί η ακοή σας; Όμως τι άλλο θα βρεθεί μεγαλύτερο η τελειότερο από αυτό; Σίγουρα, δεν υπάρχει άλλο μεγαλύτερο, καθώς λέει ο Θεολόγος Γρηγόριος: « Αρχή της σοφίας είναι ο φόβος του Κυρίου.
Όπου είναι ο φόβος, εκεί και η φύλαξη των εντολών· και όπου η φύλαξη των εντολών, εκεί και η κάθαρση της σάρκας, η οποία είναι ένα νέφος εμπρός στην ψυχή και δεν την αφήνει να δει καθαρά τη λάμψη τη θεϊκή· κι εκεί πού είναι η κάθαρση, εκεί και η έλλαμψη. Και η έλλαμψη είναι η ικανοποίηση του πόθου αυτών πού ποθούν τα μέγιστα η το μέγιστο η αυτό πού είναι πάνω από μέγα.» Λέγοντας αυτά φανέρωσε ότι ο φωτισμός του Πνεύματος είναι τέλος ατελές κάθε αρετής, και όποιος έρθει σ΄ αυτόν, έφτασε στο τέλος και το πέρας όλων των αισθητών και βρήκε την αρχή της γνώσεως των πνευματικών. 
Αυτά είναι, αδελφοί μου, τα θαυμάσια του Θεού· για τούτο φανερώνει ο Θεός τούς κρυπτόμενους Αγίους Του, ώστε άλλοι να τούς μιμηθούν και άλλοι να μείνουν αναπολόγητοι. Γιατί κι εκείνοι πού βρίσκονται μέσα στους περισπασμούς και όσοι είναι στα κοινόβια, τα όρη και τα σπήλαια και πολιτεύονται όπως πρέπει, σώζονται και αξιώνονται να λάβουν από το Θεό μεγάλα καλά, για μόνη την πίστη τους προς Αυτόν, έτσι ώστε όσοι αποτυγχάνουν από ραθυμία, να μην έχουν να πουν τίποτε την ημέρα της Κρίσεως.

Γιατί, αδελφοί μου, δεν ψεύδεται Αυτός πού υποσχέθηκε να σώζει για μόνη την πίστη προς Αυτόν. Λοιπόν λυπηθείτε τον εαυτό σας και εμάς πού σας αγαπούμε και συχνά θρηνούμε και κλαίμε για χάρη σας -γιατί τέτοιοι προστάζει να είμαστε ο σπλαχνικός και ελεήμων Θεός-· και πιστεύοντας ολόψυχα στον Κύριο, αφήστε τη γη κι όλα όσα παρέρχονται, και προσέλθετε και κολληθείτε σ΄ Αυτόν, γιατί λίγο ακόμη και ο ουρανός με τη γη θα παρέλθουν, και έξω από το Θεό δεν υπάρχει ούτε στάση ούτε πέρας ούτε κατάληξη της πτώσεως των αμαρτωλών. Αφού δηλαδή ο Θεός είναι αχώρητος και ακατάληπτος, πες μου, αν μπορείς, που θα βρεθεί τόπος για όσους εκπίπτουν από τη βασιλεία Του; 

Μου έρχεται να θρηνώ και λυπούμαι υπερβολικά και λιώνω για σας, όταν συλλογιστώ πώς έχουμε τέτοιο Κύριο πλουσιόδωρο και φιλάνθρωπο, πού για μόνη την πίστη μας προς Αυτόν μας χαρίζει αυτά πού υπερβαίνουν κάθε νου και ακοή και διάνοια και πού ποτέ δεν τα συνέλαβε άνθρωπος, κι εμείς σαν άλογα ζώα προτιμούμε μόνο τη γη και όσα η γη βγάζει για μας από την πολλή ευσπλαχνία του Θεού για να επαρκούμε στις ανάγκες του σώματος· ώστε εμείς να τρεφόμαστε από αυτά με μέτρο και η ψυχή μας να κάνει ανεμπόδιστα την πορεία της προς τα άνω, τρεφόμενη και αυτή με τη νοερή τροφή του Πνεύματος, ανάλογα με την κάθαρση και την ανάβασή της. 
Γιατί αυτό είναι ο άνθρωπος και για τούτο δημιουργηθήκαμε και ήρθαμε στην ύπαρξη· δεχόμενοι εδώ αυτές τις μικρές ευεργεσίες, με την ευχαριστία και την ευγνωμοσύνη προς το Θεό ν΄ απολαύσομε εκεί τα ανώτερα και αιώνια. Αλλά εμείς, αλίμονο, ενώ δε φροντίζομε καθόλου για τα μέλλοντα, είμαστε αχάριστοι για όσα απολαμβάνομε εδώ, κι έτσι γινόμαστε παρόμοιοι με τούς δαίμονες η και χειρότεροι, αν πρέπει να πω την αλήθεια.
Και για τούτο πρέπει να τιμωρηθούμε περισσότερο, γιατί και περισσότερες ευεργεσίες λάβαμε και γνωρίζομε Θεό πού έγινε για μας άνθρωπος όπως εμείς, μόνο χωρίς την αμαρτία, για να μας απαλλάξει από την πλάνη και να μας ελευθερώσει από την αμαρτία. Τι άλλο να πω; Σε όλα αυτά πιστεύομε μονάχα με τα λόγια, και με τα έργα τα αρνούμαστε. 
Δεν ακούγεται παντού το όνομα του Χριστού, στις πόλεις και τα χωριά και τα κοινόβια και τα όρη; Αν θέλεις, κοίταξε και εξέτασε προσεκτικά, αν τηρούν τις εντολές Του· και μόλις θα βρεις -είναι αλήθεια- ένα σε χιλιάδες η ένα σε μυριάδες πού να είναι Χριστιανός και με τα λόγια και με τα έργα. 
Δεν είπε ο Κύριος και Θεός μας στο άγιο ευαγγέλιο: «Όποιος πιστέψει σ΄ εμένα θα κάνει κι αυτός τα έργα πού κάνω εγώ κι ακόμη μεγαλύτερα»; Ποιος λοιπόν από εμάς τολμά να πει: « Εγώ κάνω έργα Χριστού και πιστεύω ορθά στο Χριστό»; Δε βλέπετε, αδελφοί, ότι έχουμε να βρεθούμε άπιστοι κατά την ημέρα της κρίσεως και να κολαστούμε χειρότερα από εκείνους πού δε γνωρίζουν τον Κύριο; Γιατί είναι ανάγκη η εμείς να καταδικαστούμε ως άπιστοι, η ο Χριστός να αποδειχτεί ψεύτης, το οποίο είναι αδύνατο, αδελφοί μου, αδύνατο. 
Αυτά τα έγραψα όχι για να εμποδίσω την αναχώρηση από τον κόσμο και να προβάλω τη ζωή μέσα σ΄ αυτόν, αλλά για να πληροφορήσω όλους όσοι διαβάσουν την παρούσα διήγηση, πώς εκείνος πού θέλει να κάνει το αγαθό, έλαβε και τη δύναμη από το Θεό να μπορεί να το κάνει σε κάθε τόπο. (Και να αξιωθεί να λάβει και χαρίσματα πνευματικά και θείες θεωρίες, όπως και τούτος ο νέος, ο ευλογημένος Γεώργιος, τον οποίο επειδή είχα γνώριμο και στενό φίλο, τον παρακάλεσα και μου τα διηγήθηκε καθώς τα έγραψα). 
Για τούτο, αδελφοί μου εν Χριστώ, σας παρακαλώ ας τρέξομε κι εμείς με κόπο το δρόμο των εντολών του Χριστού, και δεν πρόκειται να καλύψει η ντροπή τα πρόσωπά μας. Γιατί όπως ο Χριστός ανοίγει τις πύλες της βασιλείας Του σε καθένα πού χτυπά επίμονα, και δίνει το ευθές και πανάγιο Πνεύμα σε καθένα πού γυρεύει, και είναι αδύνατο, εκείνος πού ζητά ολοψύχως, να μη βρει τον πλούτο των χαρισμάτων Του, έτσι κι εσείς θα εντρυφήσετε στα απόρρητα αγαθά Του, τα όποια ετοίμασε γι΄ αυτούς πού τον αγαπούν, τώρα βέβαια εν μέρει και με πνευματική σοφία, κατά τον μέλλοντα όμως αιώνα ολοκληρωτικά, μαζί με όλους τούς Αγίους, με τη χάρη του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας. Σ΄ Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Λόγος περί πίστεως 
Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος 
Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, ε΄τόμος