Προς νέον ερωτήσαντα περί της «ευχής»

Προς νέον ερωτήσαντα περί της «ευχής»

Γέροντος Ιωσήφ Ησυχαστού

Α΄ 

Προς νέον ερωτήσαντα περί της «ευχής»
Αγαπητέ εν Χριστώ αδελφέ μου, εύχομαι να είσαι καλά. Εσήμερον έγινα κάτοχος της επιστολής σου και σε δίδω απάντησιν εις όσα μου γράφεις. Αι πληροφορίες, όπου ζητείς, δεν απαιτούσι καιρόν και κόπον δια να σκεφθώ να σε απαντήσω.
Η νοερά προσευχή εις εμένα είναι όπως η τέχνη του καθενός, καθότι εργάζομαι αυτήν τριανταέξ και επέκεινα χρόνια.
Όταν εγώ ήλθα στο Άγιον Όρος, εζήτησα απ’ ευθείας τους ερημίτας, οπού εργάζονται την προσευχήν. Τότε υπήρχαν πολλοί – πριν σαράντα χρόνια – οπού είχαν ζωή μέσα τους. Άνθρωποι αρετής. Γεροντάκια παλαιά. Από αυτούς εκάναμε Γέροντα και τους είχαμεν οδηγούς.
Λοιπόν η πράξις της νοεράς προσευχής είναι να βιάσης τον εαυτόν σου να λέγης συνεχώς την ευχήν με το στόμα, αδιαλείπτως. Εις την αρχήν γρήγορα· να μην προφθάνη ο νους να σχηματίζη λογισμόν μετεωρισμού. Να προσέχης μονον στα λόγια: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Όταν αυτό πολυχρονίση, το συνηθίζει ο νους και το λεγει. Και γλυκαίνεσαι ωσάν να έχης μέλι στο στόμα σου. Και θέλεις όλο να το λέγης. Αν το αφήνης, στενοχωρείσαι πολύ.
Όταν το συνηθίση ο νους και χορτάση – το μάθη καλά – τότε το στέλνει εις την καρδίαν. Επειδή ο νους είναι ο τροφοδότης της ψυχής και ό,τι καλόν ή πονηρόν ίδη ή ακούση η δουλειά του είναι να το κατεβάση εις την καρδιαν, οπού είναι το κέντρον της πνευματικης και σωματικής δυνάμεως του ανθρώπου, ο θρόνος του νου·…
λοιπόν, όταν ο ευχόμενος κρατάη τον νουν του να μην φαντάζεται τίποτε, αλλά προσέχει μόνον στα λόγια της ευχής, τότε αναπνέοντας ελαφρά με κάποιαν βίαν και θέλησιν εδικήν του τον κατεβάζει εις την καρδίαν και τον κρατεί μέσα δίκην κλεισούρας, και λέγει με ρυθμόν την ευχήν:

– Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με!

Εις την αρχήν λέγει μερικές φορές την ευχήν και παίρνει μιαν αναπνοήν. Κατόπιν, όταν συνηθίση να στέκη ο νους εις την καρδίαν, λέγει εις κάθε αναπνοήν μιαν ευχήν. «Κύριε Ιησού Χριστέ»: εμβαίνει η αναπνοή, «ελέησόν με»: εβγαίνει.
Αυτό γίνεται μέχρις ότου επισκιάση και αρχίση να ενεργή η χάρις μέσα εις την ψυχήν μετά πλέον είναι θεωρία.
Λοιπόν παντού λέγεται η ευχή· και καθήμενος και στο κρεβάτι και περιπατώντας και όρθιος. «Αδιαλείπτως προσεύχεσθε, εν παντί ευχαριστείτε», λέγει ο Απόστολος.
Δεν πρόκειται όμως μόνον όταν πλαγιάζης να προσεύχεσαι.
Θέλει αγώνα «όρθιος-καθήμενος.» Όταν κουράζεσαι, κάθεσαι.
Και πάλιν όρθιος. Να μη σε πιάνη ο ύπνος. Αυτά λέγονται «πράξις». Δεικνύεις την προαίρεσίν σου εις τον Θεόν το δε παν έγκειται εις Αυτόν, εάν σου δώση. Ο Θεός είναι η αρχή και το τέλος. Η χάρις Του ενεργεί όλα. Αυτή είναι η κινητήριος δύναμις.
Το δε πως γίνεται, πως ενεργείται η αγάπη, είναι να φυλάξης τας εντολάς. Όταν εσύ εγείρεσαι την νύκτα και προσεύχεσαι· όταν βλέπης τον ασθενή και τον συμπαθής· την χήραν και τα ορφανά, τους γέροντας και τους ελεής, τότε σε αγαπά ο Θεός. Και τότε και συ τον αγαπάς. Εκείνος πρώτον αγαπά και εκχέει την χάριν Του. Και ημείς τα ίδια εκ των ιδίων, «τα σα εκ των σων» αποδίδομεν.
Εάν λοιπόν ζητής να τον εύρης μόνον δια της «ευχής», μη βγάλης πνοήν χωρίς την ευχήν. Πρόσεχε μόνον να μη δέχεσαι φαντασίες. Διότι το Θείον είναι ανείδεον, αφάνταστον, αχρωμάτιστον είναι υπερτέλειον. Δεν δέχεται συλλογισμούς. Ενεργεί ως αύρα λεπτή εν ταις διανοίαις ημών.
Η κατάνυξις έρχεται, όταν σκέπτεσαι πόσον ελύπησες τον Θεόν. Όπου Εκείνος είναι τόσον καλός, τόσον γλυκύς, τόσον ελεήμων, αγαθός, όλος γεμάτος αγάπη. Όπου εσταυρώθη και όλα τα έπαθεν δι’ ημάς. Αυτά και άλλα όπου έπαθεν ο Κύριος, όταν μελετάς, σου φέρνουν κατάνυξιν.
Λοιπόν, εάν ημπορέσης να λέγης την ευχήν εκφώνως και αδιαλείπτως, σε δυο-τρεις μήνες την συνηθίζεις. Και επισκιάζει η χάρις και σε δροσίζει. Μόνον να την λέγης εκφώνως, χωρίς διακοπήν. Και όταν την παραλάβη ο νους, τότε θα ξεκουρασθής με την γλώσσαν να την λέγης. Και πάλιν, όταν την αφήνη ο νους, αρχίζει η γλώσσα. «Όλη η βία χρειάζεται εις την γλώσσαν, έως ότου να συνηθίσης εις την αρχήν κατόπιν, όλα της ζωής σου τα έτη, θα την λέγη ο νους χωρίς κόπων.
Όταν έλθης, ως λέγεις, εις το Άγιον Όρος, να έλθης να μας ιδής. ‘Αλλά τότε θα ομιλήσωμεν άλλα πράγματα. Δεν θα σου μείνη καιρός δια την ευχήν. Την ευχήν αυτού θα την βρεις, όπου θα είναι ήσυχον το μυαλό σου. Εδώ όπου θα γυρίζης στα Μοναστήρια αλλού θα περισπάται ο νους σου, εις εκείνα οπού θα ακούς και θα βλέπης.
Εγώ είμαι βέβαιος ότι θα την βρης την «ευχή». Μην αμφιβάλλης. Μόνον κτύπα ευθέως εις την θύραν του θείου ελέους και πάντως ο Χριστός θα σου ανοίξη· είναι αδύνατον. Αγάπησε τον πολύ, δια να λάβης πολύ. Εις την αγάπην Του, πολλήν ή ολίγην, έγκειται η δόσις, πολύ ή ολίγον.

ΠΗΓΗ: wra9.blogspot.com

ΑΓΙΟΣ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ

ΕΚΦΡΑΣΙΣ ΜΟΝΑΧΙΚΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ

Επιστολή Α΄

σελ.35-38

Η ελπίδα και η πεποίθηση στον Θεό ~ Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης

Άγιος Νικόδημος αγιορείτης: Αβάπτιστοι οι Λατίνοι (Παπικοί) | Κατάνυξη

Μπορείτε να διαβάσετε το υπόλοιπο βιβλίο εδώ :

Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Αόρατος Πόλεμος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ´. Περί της ελπίδας και πεποίθησης στον Θεό.

Αν και είναι τόσο αναγκαίο σε αυτό τον πόλεμο, το να μην εμπιστευόμαστε τον εαυτόν μας, όπως είπαμε· παρόλα αυτά, εάν απελπισθούμε μόνο, δηλαδή, εάν αποβάλουμε, μόνον κάθε πεποίθηση του εαυτού μας, βέβαια, ή θα τραπούμε σε φυγή, ή θα νικηθούμε, και θα κυριευθούμε από τους εχθρούς.

Γι’ αυτό, κοντά στη τέλεια απάρνηση του εαυτού μας, χρειάζεται ακόμη και η πλήρης ελπίδα και πεποίθηση στον Θεό, ελπίζοντας δηλαδή από αυτόν μόνο κάθε καλόν και κάθε βοήθεια και νίκη. Γιατί, καθώς από τον εαυτό μας, όπου είμαστε το τίποτα, τίποτα άλλο δεν περιμένουμε, παρά γκρεμίσματα και πτώσεις, για τα οποία και πρέπει να έχουμε απελπισία στον εαυτό μας τελείως, κατά αυτό τον τρόπο δε, θα απολαύσουμε οπωσδήποτε από τον Θεόν κάθε νίκη, αμέσως μόλις οπλίσουμε την καρδιά μας με μίαν ζωντανή ελπίδα σε αυτόν, ότι θα λάβουμε την βοήθεια του σύμφωνα με εκείνο το ψαλμικό «σ’αυτόν έλπισε η καρδιά μου και βοηθήθηκα» (Ψαλμ. κζ΄. 9).

Αυτη την ελπίδα, μαζί και βοήθεια, μπορούμε να πετύχουμε για τέσσερις λόγους:

Α΄.  Γιατί την ζητάμε από ένα Θεό, ο οποίος με το να είναι Παντοδύναμος, ότι θέλει μπορεί να το κάνει και στη συνέχεια μπορεί να βοηθήσει και μας.


Β΄. Γιατί, την ζητάμε από ένα Θεό ο οποίος, όντας άπειρα σοφός, όλα, τα πάντα γνωρίζει με άκρα τελειότητα, και επομένως γνωρίζει όλο εκείνο που ταιριάζει στη σωτηρία μας.


Γ΄. Γιατί ζητάμε αυτή την βοήθεια, από ένα Θεό, ο οποίος, για να είναι απείρως αγαθός, με μία άρρητη αγάπη και θέληση, στέκεται  πάντα έτοιμος για να δώσει από ώρα σε ώρα, και από στιγμή σε στιγμή, όλη τη βοήθεια που μας χρειάζεται, για την πνευματική και ολοκληρωτική νίκη του εαυτού μας, αμέσως όταν τρέξουμε στην αγκαλιά του με βέβαιη ελπίδα.

Και πως είναι δυνατόν, ο καλός εκείνος Ποιμένας μας, που έτρεχε τριαντατρία χρόνια αναζητώντας το χαμένο πρόβατο, με τόσο δυνατές φωνές, που βράχνιασε ο λάρυγγας, που περπάτησε δρόμο τόσο κοπιαστικό και ακανθώδη, που έχυσε όλο του το αίμα και έδωσε τη ζωή, πως είναι δυνατόν, λέω, τώρα που αυτό το πρόβατο ακολουθεί πίσω του, και με επιθυμία φωνάζει, και τον παρακαλεί, να μη γυρίσει σε αυτό τους οφθαλμούς του; πως μπορεί να μην το ακούσει; και να μην το βάλει στους θείους του ώμους, κάνοντας γιορτή με όλους τους Αγγέλους του ουρανού;

Και αν ο Θεός μας δεν παύει από το να γυρεύει με μεγάλη επιμέλεια και αγάπη, να βρει κατά την ευαγγελική [παραβολή, τη χαμένη] δραχμή, τον τυφλό και κωφό αμαρτωλό, πως γίνεται τώρα να εγκαταλείψει αυτόν, που σαν χαμένο πρόβατο, φωνάζει και καλεί τον δικό του Ποιμένα; Και ποιος θα πιστέψει ποτέ, πως ο Θεός, που χτυπάει πάντα την καρδιά του ανθρώπου, επιθυμώντας να μπει μέσα και να δειπνήσει, σύμφωνα με την ιερή Αποκάλυψη (1), κοινωνώντας σε αυτόν τα χαρίσματά του, πως, όταν του ανοίγει την καρδιά ο άνθρωπος και τον
προσκαλεί, αυτός να κάνει εκουσίως τον κωφό και να μη θέλει να μπει;

Ο Δ΄. τρόπος για ν’ αποκτήσει κάποιος αυτήν την ελπίδα και βοήθεια στον Θεό, είναι το να τρέξει με την μνήμη του στην αλήθεια των θείων Γραφών, οι οποίες, σε τόσα μέρη μας δείχνουν φανερά, ότι δεν έμεινε ποτέ ντροπιασμένος και αβοήθητος, όποιος έλπισε στον Θεό«Κοιτάξτε τις αρχαίες γενεές και στοχασθείτε· ποιος εμπιστεύθηκε στον Κύριο και καταντροπιάσθηκε;» (Σειράχ β΄. 9) (2).

Με τα τέσσερα λοιπόν αυτά όπλα οπλίσου, αδελφέ μου, και άρχισε το έργο, και πολέμησε για να νικήσεις. Και βέβαια από αυτά θα αποκτήσεις, όχι μόνον την τέλεια ελπίδα στον Θεό, αλλά και την τέλεια απελπισία στον εαυτό σου. Για την οποία απελπισία δεν παραλείπω να σου υπενθυμίσω και σε αυτό το κεφάλαιο, ότι έχεις πολλή ανάγκη από την γνώση της, επειδή, στον άνθρωπο είναι τόσο πολλή προσκολλημένη η υπόληψη του εαυτού του, ότι είναι κάτι τι, και τόσο λεπτή, που σχεδόν πάντα ζει κρυφά μέσα στην καρδιά μας, αν και μας φαίνεται πως έχουμε την απελπισία στον εαυτό μας και την ελπίδα στον Θεό.

Οπότε, για να φεύγεις εσύ, όσο μπορείς, αύτη την μάταιη υπόληψη, και να εργάζεσαι με την απελπισία του εαυτού σου και με την ελπίδα στον Θεό, είναι ανάγκη να προπορεύεται η σκέψη της αδυναμίας σου, πιο πριν από την σκέψη της παντοδυναμίας του Θεού, και πάλι αυτές οι δύο μαζί να προπορεύονται πριν από κάθε μας πράξη.


(1) Τα λόγια της Αποκαλύψεως είναι αυτά: «Να, στέκομαι μπροστά στην πόρτα και κτυπώ. Εάν κάποιος ακούσει την φωνή μου και ανοίξει την πόρτα, θα μπω στο σπίτι του και θα δειπνήσω μαζί του κι αυτός μαζί μου» (γ΄. 20).

(2) Για αυτό και ο βασιλεύς Αύγαρος, αφού αναστήλωσε την αχειροποίητη εικόνα του Κυρίου μας, επάνω στην Πόρτα της πόλης της  Έδεσσας, έγραψε και αυτά τα λόγια σε αυτή: «Χριστέ ο Θεός, ο εις σε ελπίζων, ουκ αποτυγχάνει ποτέ» (από τον Συναξαριστή της ις’ του Αυγούστου).

ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ. ΑΟΡΑΤΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Ἀπόδοση στὴ νέα Ἑλληνική: Ἱερομόναχος Βενέδικτος
Ἔκδοση Συνοδείας Σπυρίδωνος Ἱερομονάχου,
Νέα Σκήτη, Ἅγιον Ὄρος

Πηγή: greekdownloads.wordpress.com

Ὅποιος κάνει ὑπομονή, σάν τόν ἥλιο θά λάμψει… ~ Αγία Σοφία της Κλεισούρας

img685

Ὅταν συγγενεῖς ἤ φίλοι, παρακαλοῦσαν τήν μακαρία Σοφία νά μετακινηθεῖ ἀπό τό μοναστήρι, ἔλεγε μέ ἀφοπλιστική ἁπλότητα: «νά ρωτήσω τόν Κύριον καί τήν Κυρίαν», ἐννοώντας τόν Χριστό καί τήν Παναγία Μητέρα του. «Ἐγώ τηρῶ αὐτά ποῦ μέ λέει ἡ Παναγία».

Πρῶτα τόν Θεόν νά τιμᾶτε, ὑστέρα τήν Παναγίαν, ὑστέρα τους Ἀγγέλους, ὑστέρα τους Ἀποστόλους, ὑστέρα τους Ἁγίους. Οἱ Ἀπόστολοι ὅλοι ἐσταυρώθηκαν ὅπως ὁ Χριστός.

Οἱ Ἄγγελοι μιλᾶνε κάθε μέρα. Ὁ Θεός στέλνει τούς Ἀγγέλους, γιά νά δοῦν ἄν ὁ κόσμος μετανοεῖ. Οἱ Ἄγγελοι γέμισαν τό σύννεφο.

Μικροί μεγάλοι νά ἔρθουν στήν μετάνοια, νά μετανοοῦν. Νά γνωρίζουν ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἐπάνω. Αὐτοί δέν τό γνωρίζουν, σάν τά ἄλογα ζῶα τρῶνε τήν Παρασκευή. Παρακαλῶ τόν Θεό νά μετανοοῦν, αὐτοί δέν μετανοοῦν.

Σᾶς παρακαλῶ, ὁποῖος κάνει ὑπομονή, χαρά σ’ αὐτόν. Ὅποιος κάνει ὑπομονή, σάν τόν ἥλιο θά λάμψει. Πολλή ὑπομονή νά κάνετε…

Σᾶς παρακαλῶ, ἀδέρφια, πολλά ὑπομονήν…

Αγία Σοφία της Κλεισούρας

Ο φύλακας Άγγελός του τον βοήθησε να εξομολογηθεί

angel1synedr2

Όταν ο Πνευματικός Παπα-Γαβριήλ είχε γυρίσει από τον κόσμο, στη Νέα Σκήτη, είχε βαρειά αρρωστήσει για θάνατο ο Μοναχός Κύριλλος από την Καλύβα «Ζωοδόχου Πηγής» κι επειδή πλησίαζε η ώρα της εκδημίας του, κάλεσε τον πνευματικό του να εξομολογηθεί το 1965 έτος.

Ο Πνευματικός Παπα-Εφραίμ προσπάθησε να βοηθήσει τον πάσχοντα για να εξομολογηθεί, αλλά ο ασθενής έλεγε, πώς στον αριστερό ώμο του είναι κολλημένο ένα χαρτί πού γράφει, αλλά τί γράφει δεν μπορούσε να πει.

Πήγε κι άλλος Πνευματικός, ο Παπα-Χαράλαμπος από τα γύρω ασκητικά Καλύβια, αλλά κι αυτός στάθηκε αδύνατο να βοηθήσει τον ψυχορραγούντα αδελφό Κύριλλο.

Τότε ο κατά σάρκα σάρκα αδελφός του Παπα-Νεόφυτος κι εκείνος Πνευματικός, κάλεσε και τον γέροντα Πνευματικό Παπα-Γαβριήλ Λευτεριώτη, ο οποίος, μ’ όλη την αδελφική αγάπη, πήγε κοντά στον ασθενή και σαν έμπειρος Πνευματικός, όταν του είπε για το χαρτί, ρώτησε το Μοναχό Κύριλλο να του πει τί ακριβώς βλέπει.

Ο ασθενής είπε, πώς στα δεξιά βλέπει δυο λευκοφόρους Αγγέλους και στα άριστερα ήταν έτοιμοι να αρπάξουν την ψυχή του πολλοί Δαίμονες, ο ένας από τους οποίους με την ουρά του γύριζε κι έπαιζε με το κομβοσχοίνι του ησυχαστή Γέροντα Ιωσήφ, πού βρίσκονταν κι αυτός εκεί.

Ο Πνευματικός Παπα-Γαβριήλ, παρεκάλεσε όλους τους αδελφούς να βγουν έξω από το δωμάτιο του ασθενή και ρώτησε για δεύτερη φορά το Μοναχό Κύριλλο να του πει τα κρυπτά της καρδίας του.

Αφού ο ασθενής τα είπε όλα, τότε τον ρώτησε αν το χαρτί είναι κολλημένο εκεί πού άρχικά το αισθανόταν.

Ο Πνευματικός τότε είπε στο Μοναχό Κύριλλο να ρωτήσει το φύλακα Άγγελο, να του πεί εκείνος τί γράφει το χαρτί. Ο Μοναχός Κύριλλος γύρισε προς τους Αγγέλους και τους μίλησε σε γλώσσα, πού ο Πνευματικός δεν καταλάβαινε ούτε μία λέξη απ’ αυτά πού έλεγε. Κι ο Άγγελος του απαντούσε στην ίδια γλώσσα. Τότε ο Παπα-Γαβριήλ, έβαλε το πετραχήλι πάνω στον ασθενή και τον ρώτησε τί του είπε ο Άγγελος ότι γράφει το χαρτί.

Κι ο Μοναχός Κύριλλος του είπε δύο αμαρτίες πού αυτός δε θυμότανε να πει.

Ο Πνευματικός αφού του είπε αυτά, διάβασε τη συγχωρητική εύχή, κι όταν τελείωσε πήρε το πετραχήλι κι ο ασθενής είπε στον Πνευματικό, πώς το χαρτί κόλλησε πάνω στο πετραχήλι και σβήσανε τα αμαρτήματά του, πού ήταν γραμμένα σ’ αυτό, και με το λόγο αυτό, παρέδωσε το πνεύμα και κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο των μακαρίων.

Η πείρα και διάκρισι του Πνευματικού, βοήθησε τον αδελφό Κύριλλο να εξομολογηθεί και να καθαριστεί από τις ανθρώπινες αδυναμίες του, με διερμηνέα και βοηθό τον Άγγελο φύλακα της ψυχης….

Πηγή: Αγιορείτου Μοναχού Ανδρέου-Χαραλάμπους Θεοφιλοπούλου, Γεροντικό Αγίου Όρους.