Θαύμα στον πόλεμο του 1940 ~ Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως

Θαύμα στον πόλεμο του 1940 ~ Άγιος Νεκτάριος 
Πενταπόλεως


Ένας Έλληνας στρατιώτης του Αλβανικού μετώπου στο έπος του 1940 καταθέτει την μαρτυρία του για τον άγνωστο σε εκείνον τότε, αλλά γνωστό σε εμάς Ιερέα και Άγιο ο οποίος με παρέμβαση του τόν έσωσε από βέβαιο θάνατο:

«Είμαι Πειραιώτης. Μόλις επέστρεψα από το αλβανικό μέτωπο. Κινδύνεψα. Δίπλα μου ακριβώς, έπεσε μια οβίδα. Άνοιξε ολόκληρο πηγάδι. Εκείνη τη στιγμή, έρχεται αστραπιαία ένας παπάς – πού βρέθηκε; – και μου δίνει μια γερή σπρωξιά. Μ’ έριξε στο χώμα, αντίθετα από την οβίδα. Γλίτωσα, κυριολεκτικά από θαύμα!…

Εκείνος, μόλις μ’ έσπρωξε, εξαφανίστηκε. Ταραγμένος όπως ήμουν, ούτε που μού ’κοψε να τον αναζητήσω εκείνη τη στιγμή. 

Όταν γύρισα στον Πειραιά, άρχισα να ρωτώ γνωστούς παπάδες και να κοιτάζω φωτογραφίες Ιερωμένων, για να βρω τον παπά που μ’ έσωσε. Ανάμεσα στις φωτογραφίες που μου δείξανε, ήταν και μια του Αγίου Νεκταρίου! 

Αυτός είναι! Φώναξα ανατριχιασμένος…

Γι’ αυτό έρχομαι στο Μοναστήρι του. Ήθελα κι εγώ, κάτι να προσφέρω στο Μοναστήρι του. Ρώτησα κι έμαθα ότι έσπασαν τα κεραμίδια τους και δεν είχαν χρήματα οι Μοναχές να τα επισκευάσουν. Ανέλαβα εγώ. Ήθελα να τα καινούργια απ’ την αρχή. Γι’ αυτό πηγαίνω. Είναι η δεύτερη φορά. 

Όταν πρωτοπήγα, με υποδέχτηκαν οι Μοναχές, δίχως να με γνωρίζουν: «Ήρθατε για τα κεραμίδια;» με ρώτησαν!… 

Τα έχασα! Δεν είχα πει τίποτα σε κανέναν. Βλέποντας την απορία μου, μου είπαν: «Ήρθε χτες βράδυ χαρούμενος ο Δεσπότης μας (σ.σ. ο Άγιος) και μας το είπε!…» 

Σημείωση: Ο Άγιος Νεκτάριος έχει Κοιμηθεί από το 1920, δύο δεκαετίες δηλαδή και περισσότερο πριν συμβούν όλα τα γεγονότα που περιγράφονται παραπάνω…

Θαύμα στον πόλεμο του 1940 
Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως

Από το βιβλίο «Μίλησα με τον Άγιο Νεκτάριο», Β΄ Τόμος

Τα πάντα μέσα στο Ναό “πλημμύρισαν” από το μύρο του Αγίου!…

Το θαύμα της Μυρόβλυσης του Αγίου Δημητρίου τον Οκτώβριο του 1987.
Το θαύμα της μυρόβλυσης του Αγίου Δημητρίου, εντός του Ιερού Ναού του στη Θεσσαλονίκη, κατά το έτος 1987, όπως την διηγείται ο τότε διάκονος του Ναού και σημερινός Εφημέριος του Ιερού Ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου, Σαράντα Εκκλησιών Θεσσαλονίκης, π. Χρήστος Κότιος. 

Ήταν 26 Οκτωβρίου 1987. Ώρα περασμένες δέκα το βράδυ. Η Θεσσαλονίκη γιόρταζε την μνήμη της αθλήσεως του πολιούχου της Αγίου Δημητρίου καθώς και τα ελευθέριά της από την περίπου πεντακοσίων ετών (1430-1912) καταδυναστεία των Οθωμανών. 

Ο ναός του Αγίου Δημητρίου με ανοιχτές τις πόρτες δεχόταν τους νυχτερινούς προσκυνητές, που γονάτιζαν μπροστά στην ασημένια λάρνακα με τα άγια λείψανα του Μυροβλύτου. Την ώρα εκείνη δεν θα ήταν περισσότεροι από τριάντα με σαράντα άνθρωποι στον ναό. 

Μια ομήγυρις περίπου δέκα γυναικών, μπροστά στην λάρνακα, έψελνε την παράκληση του Αγίου. Μοναδικός κληρικός που παρευρισκόταν, ο νεαρός και νεοχειροτονηθείς διάκονος του ιερού ναού μαζί με την διακόνισσα-σύζυγό του. Ο τότε προϊστάμενος του ναού και νυν μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας Παντελεήμων, τους είχε παραγγείλει να βρίσκονται εκεί και να τον περιμένουν. 

Ξαφνικά, οι γυναίκες που έψελναν την παράκληση άρχισαν να φωνάζουν! Ο διάκονος έτρεξε κοντά τους και αυτές, με ανάμικτα συναισθήματα, του έδειξαν την λάρνακα! Ήταν λουσμένη κυριολεκτικά με ένα ελαιώδους συστάσεως μύρο (λέω μύρο γιατί η ευωδία του ήταν ασύγκριτη). 

Θα έλεγε κανείς με σιγουριά, ότι κάποιος άδειασε επάνω της τουλάχιστον δυο «κουβάδες» αρωματικό υγρό! (χρησιμοποιώ την λέξη «κουβάδες» για να γίνει κατανοητό ότι η ποσότητα του μύρου που γλυστρούσε στα συμπαγή τοιχώματα της αργυρής λάρνακας με τις ανάγλυφες παραστάσεις, ήταν μεγάλη). 

Ο διάκονος για μια στιγμή σάστισε: ο Άγιος μυροβλύζει! Χωρίς να αμφιβάλει καθόλου για το θαύμα, και ευρισκόμενος σε μια κατάσταση χαράς, έκπληξης και ενθουσιασμού, έτρεξε να φέρει βαμβάκι από κάποιο έπιπλο του ιερού βήματος. Επέστρεψε τρέχοντας και άρχισε να σκουπίζει με το βαμβάκι το μύρο από τα εξωτερικά τοιχώματα της λάρνακας και να δίνει τμήματα από μυρωμένο αυτό βαμβάκι στους προσκυνητές. 

Σκούπιζε και το μύρο δεν τελείωνε, αλλά συνέχισε να αναβλύζει μυστικά, χωρίς να υπάρχει κάποια ορατή πηγή. Χαρακτηριστικά, του έκανε πολύ εντύπωση ένα γεγονός: με ένα μεγάλο κομμάτι βαμβάκι σκούπισε το μύρο από μια λεία περιοχή της λάρνακας. 

Το βαμβάκι σκούπισε καλά όλο το μύρο, όπως όταν σκουπίζουμε ένα τζάμι με ένα στεγνό πανί πιέζοντάς το καλά και αφαιρούμε την υγρασία που μπορεί να υπάρχει επάνω. 

Μια γυναίκα έσυρε την παλάμη του χεριού της πάνω στο τμήμα της λάρνακας, που μόλις είχε σπογγιστεί: Ο διάκονος, με θαυμασμό, είδε το χέρι της βρεγμένο από το ελαιώδες κιτρινοπράσινο μύρο!…
Εν τω μεταξύ η ευωδία είχε πλημμυρίσει όλον τον ναό και ξεχείλιζε από τις ανοιχτές πόρτες προς την οδό Αγίου Δημητρίου, προσελκύοντας τους περαστικούς, που έσπευδαν να δουν τι συμβαίνει και από που προέρχεται η ευωδία αυτή. Όλοι κατευθύνονταν προς την λάρνακα με τα λείψανα του Αγίου Δημητρίου, που ήταν τοποθετημένη όχι στο κιβώριό της (ακόμα δεν είχε κατασκευαστεί) αλλά μπροστά στο τέμπλο του ναού. Οι ευχάριστες όμως εκπλήξεις δεν σταμάτησαν εκεί! 
Οι προσκυνητές διαπίστωσαν ότι όλες οι εικόνες του ναού, οπουδήποτε κι αν βρίσκονταν, σε προσκυνητάρια ή στο τέμπλο, ανέβλυζαν μύρο!
Μάλιστα ο διάκονος είδε προσκυνητές να βγάζουν χαρτομάντηλα και να σκουπίζουν τα τζάμια τα προστατευτικά των εικόνων του τέμπλου και τα χαρτομάντηλα να κιτρινίζουν από το μύρο το οποίο «έτρεχε» και από τις δύο πλευρές του τζαμιού, εσωτερική και εξωτερική. 

Το μέγεθος του θαύματος ήταν τέτοιο, που δεν άφηνε το παραμικρό περιθώριο για αμφισβήτηση. Δεν καταλαβαίναμε τι ζούσαμε, ήταν κάτι σαν όνειρο μέσα στην ομίχλη, αλλά το ζούσαμε!… 

Το ψηλάφιζαν τα χέρια μας, το έβλεπαν τα μάτια μας, το μύριζαν τα αισθητήρια της όσφρησής μας!… 

Σε λίγο χρόνο δημιουργήθηκε μια «ουρά» από ανθρώπους που με δάκρυα στα μάτια προσκυνούσαν την λάρνακα του Μυροβλύτη και συνειδητοποιούσαν, γιατί του δόθηκε το προσωνύμιο αυτό. 

Εν τω μεταξύ έφθασε στον ναό και ο προϊστάμενος ιερεύς με άλλους κληρικούς. Ξεκλείδωσαν τα ανοίγματα της λάρνακας και αποκαλύφθηκαν τα άγια λείψανα του Πολιούχου της Θεσσαλονίκης. Ευωδίαζαν μεν, αλλά ήταν η ευωδία των ιερών λειψάνων. Η ευωδία του μύρου ήταν διαφορετική και χαρακτηριστική. 

Ο μακαριστός Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κυρός Παντελεήμων ο Β΄, ο Χρυσοφάκης, απέδωσε το θαύμα της μυρόβλυσης του Αγίου Δημητρίου στο εξής γεγονός: 

Εκείνο το βράδυ, στην εορταστική τελετή του Πανεπιστημίου για τα ελευθέρια της Θεσσαλονίκης, ο κεντρικός ομιλητής αγνόησε στην ομιλία του παντελώς τον Άγιο, και δεν αναφέρθηκε καθόλου σ’ αυτόν. 

Ο Άγιος Δημήτριος όμως δήλωσε με την μυρόβλυσή του ότι, όπως ποτέ δεν εγκατέλειψε την πόλη του Θεσσαλονίκη έτσι και τώρα είναι πάντοτε παρών και αυτός είναι που την έσωσε και από την σκλαβιά και από τους σεισμούς, αλλά και διαμαρτύρεται όταν οι Θεσσαλονικείς αποδεικνύονται αχάριστοι και απομακρύνονται από τον Χριστό και τους Αγίους Του. 

Πέρασαν 24 χρόνια από τότε. Είμαι ο τότε διάκονος του ναού, τώρα ιερεύς στην Θεσσαλονίκη και σας γράφω τα γεγονότα όπως τα θυμάμαι. Την ώρα εκείνη ήταν σαν να ζούσα ένα μυστήριο. Δεν μπορώ να περιγράψω τι αισθανόμουν! 
Χαρά, έκπληξη, συγκίνηση, ενθουσιασμό… Δεν μπορώ να προσδιορίσω ακριβώς. Πάντως είναι από τα γεγονότα που ενισχύουν την πίστη, που μας γεμίζουν χαρά, ελπίδα και αίσθηση της παρουσίας του Χριστού και των Αγίων. 
Η πίστη μας είναι «ζωντανή»…
Το θαύμα της Μυρόβλυσης του Αγίου Δημητρίου τον Οκτώβριο του 1987.

Ο άγιος Δημήτριος διαλύει τα σκοτάδια από τις πλάνες της εποχής του με τις αστραπές της διδασκαλίας του Χριστού.

«Άγιε Δημήτριε, απομάκρυνε τα σκάνδαλα των Εκκλησιών. Φώτιζε τους ποιμένες και τους ιεράρχες να βοηθούν, να διδάσκουν και να προετοιμάζουν το ποίμνιο, ώστε να είναι σε επαγρύπνηση. Κάνε μας πιο δυνατούς από τους λύκους που καταστρέφουν τις ψυχές και οδήγησέ μας στην ουράνια μάνδρα…». ~ Συμεών μοναχός και φιλόσοφος

1. Φίλοι τοῦ μάρτυρα, σήμερα μᾶς συγκέντρωσε ὁ σπουδαῖος ἀνάμεσα στούς ἀγωνιστές τοῦ Χριστοῦ Δημήτριος, ὁ ἀληθινός πολιοῦχος καί θερμότατος προστάτης μας, προσφέροντάς μας τούς ἄθλους του σέ πνευματικό συμπόσιο…

Ὅτι ἦταν λοιπὸν ξεχωριστὸς ὁ ἄνθρωπος καὶ ὑπερεῖχε ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἄλλους σὲ δύο πράγματα, στὴ γενιὰ καὶ τὴν εὐημερία τῆς φύσης, καθὼς καὶ στὴ σύνεση τῶν θείων καὶ τὴ δόξα τῶν ἀνθρώπινων εἶναι φανερὸ ἀπὸ πολλά, ποὺ τὸ δείχνουν καθαρά, ὅλα ὅσα σχετίζονται μ᾿ αὐτόν, ὅτι ἦταν ὅμως καὶ στοὺς ἄθλους ἀσυναγώνιστος, τὸ ἐπιβεβαιώνουν αὐτὰ ποὺ βλέπουμε.
Ποιὰ τιμὴ λοιπὸν τόσο μεγάλη καὶ ὑπέροχη, καὶ χοροστάσια μὲ τὴ συμμετοχὴ ὅλου του λαοῦ καὶ ἄσματα γεμάτα χάρη, τοῦ ἔχουν ἀποδώσει ἀκόμη καὶ οἱ ἴδιοι οἱ βασιλιάδες περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον; Καὶ ἂν αὐτὰ ποὺ τελοῦμε ἐδῶ γιὰ τὰ μαρτύρια καὶ τοὺς ἄθλους του, ποὺ ἔκανε γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ, τὸν ἀποδεικνύουν τόσο σπουδαῖο καὶ λαμπρό, πόσο σπουδαῖο θὰ τὸν ἀναδείξει ἡ εὐτυχία του στοὺς οὐρανούς;…
Ἐπειδὴ λοιπὸν εἶναι νικητὴς σὲ κάθε λόγο, δὲν εἶναι καθόλου ἄξιο ἀπορίας ἂν θὰ κατανικήσει καὶ τοὺς δικούς μας ἐπαίνους. Ἀπὸ ἐδῶ λοιπὸν θὰ ἀποδειχτεῖ πολὺ περισσότερο ἄξιος θαυμασμοῦ, γιατὶ ὑστεροῦν ὅλοι λόγω τῆς ἀνωτερότητας τῆς δόξας του καὶ θὰ δοξαστεῖ περισσότερο, γιατὶ μειονεκτοῦν ὅλοι μετὰ ἀπὸ αὐτόν.
2. Θὰ ἀδιαφορήσουμε λοιπὸν γιὰ ἕνα τόσο σπουδαῖο θέμα ἂν καὶ ἔχουμε ἀνταποκριθεῖ πιὸ ἀργὰ ἀπὸ τὸν κατάλληλο χρόνο καὶ γιὰ νὰ μὴ φανοῦμε κατώτεροι ἀπὸ τοὺς προηγούμενους ὁμιλητές του μάρτυρα; Τόσο πολὺ θὰ διστάσουμε, ὥστε νὰ νομίζουμε ὅτι μὲ τὸ νὰ μὴν τὸν ἐγκωμιάζουμε τιμοῦμε περισσότερό τους ἑαυτούς μας καὶ καθαγιάζουμε τὴ γλώσσα; Σὲ καμιὰ περίπτωση. Καὶ αὐτὸ λοιπὸν τὸ ὅτι δὲν ἐπαρκοῦν οἱ λόγοι γιὰ τὴν ἀξία ἐκείνου καὶ ὑποχωροῦν μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο του ἀποτελεῖ μεγάλη φιλοδοξία γιὰ ὅσους τὸν ἐπαινοῦν. Τόσο μεγάλη δόξα εἶναι ὁ ἔπαινος τοῦ μάρτυρα.
3. Μιὰ καὶ ἔχω τονίσει ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ προοίμιο τοῦ λόγου ὅτι αὐτὸς ἦταν ἐξαιρετικὸς σὲ ὅλα καὶ πανένδοξος καὶ στὰ δύο, ἀπὸ ποῦ νὰ ἐπιχειρήσω νὰ πλέξω τὸ ὑφάδι τῶν ἐγκωμίων; Ἀπὸ ὅπου λοιπὸν καὶ νὰ θελήσουμε, θὰ βροῦμε εὔκολα πολλὰ καὶ σπουδαία καὶ δὲν θὰ παραχωρήσουμε γενικὰ (ἐνν. τὸ ὑφάδι τῶν ἐγκωμίων) σὲ κανέναν ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν τὴν ἐξουσία καὶ τὰ πρωτεῖα, μέχρι ποὺ κανεὶς λόγος δὲν θὰ μὲ πείθει ὅτι δὲν καμαρώνουν οἱ μάρτυρες μὲ τοὺς ἐπαινετικοὺς λόγους, ποὺ ἀφιερώνονται σ᾿ αὐτούς, σὰν νὰ εἶναι δικοί τους.
Νὰ μιλήσει λοιπὸν κανεὶς γιὰ τὴ γενιά του, ποιὰ ἦταν, καὶ γιὰ τὴν οἰκογενειά του καὶ γιὰ τὴν πατρίδα του καὶ γιὰ τὴ στρατιωτική του δύναμη καὶ τὴν ἐπαγγελματική του σταδιοδρομία καὶ τὴν εὐτυχία καὶ τὸν κλῆρο, τὰ ὁποῖα κέρδισε μὲ ἀφθονία χάρη στὴν εὐσέβεια καὶ στὶς δύο ζωές του, θὰ τραβοῦσε πολὺ μακριά, εἶναι κοπιαστικό, καὶ ἀποτελεῖ ἔργο τῆς ἱστορίας καὶ ὄχι τοῦ ἐγκωμίου.

Μὲ τὴν ἐξαίρεση ὅμως νὰ ποῦμε ὅσα θὰ ἔπρεπε, εἶχε εὐγενικὴ καταγωγὴ σὰν ἕνας ἄλλος Ἰώβ, δὲν ἦταν βέβαια βασιλιάς, ὅπως ἐκεῖνος, τῆς Ἀνατολῆς ἢ τῆς Δύσης, γιὰ νὰ μιλήσουμε πιὸ οἰκεία, ἀλλὰ ἦταν ἀνθύπατος τῶν δικῶν μᾶς βασιλιάδων καὶ τῆς συγκλήτου.

4. Πατρίδα του ἦταν ἡ Θεσσαλονίκη, ὁ ἔνδοξος τόπος μας χάρη σ᾿ αὐτὸν τὸν ἴδιο, περισσότερο φημισμένη ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες πόλεις, καὶ ὑπερέχει ἀπὸ ὅλες σὲ ὅλα, γιὰ ὅσα ἐγκωμιάζεται μιὰ πόλη, πολὺ περισσότερο ὅμως γιατὶ ἔχει πολιοῦχο τὸ μάρτυρα. 

Ἡ στρατιωτική του καριέρα καί τά ἄλλα, μέ τά ὁποῖα ἐξυμνεῖται ἡ ἐπίγεια φήμη, ὑπῆρξαν σ᾿ αὐτόν λαμπρά καί σπουδαία, τοῦ φαίνονταν ὡστόσο ἀσήμαντα μπροστά στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ καί τήν εὐτυχία πού προερχόταν ἀπό ἐκεῖ καί τήν αἰώνια δόξα. Γιατί μόνο τό Χριστό ἀγαποῦσε καί σεβόταν πάνω ἀπ᾿ ὅλους καί τόν κήρυττε σωστά καί μέ σαφήνεια στούς συμπατριῶτες του.

5. Ὅπως πάντα καί τότε τό νυχτερινό σκοτάδι τό διέλυε ὁ ἥλιος, ἔτσι καί τό σκοτάδι τῆς ἀσέβειας καί τῆς μανίας τῶν εἰδώλων, πού ξερνοῦσε ἀπό τά μύχια του εἰδωλολάτρη Μαξιμιανοῦ, πού κυβερνοῦσε ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη, ὁ Δημήτριος τό διέλυε μέ τίς ἀστραπές τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ 

καί ἐπειδή σκεφτόταν συνάμα μέ σοφία καί σύνεση, ἀντάλλασσε τόν πρόσκαιρο καί ἄθεο βασιλιά μέ τόν ἀληθινό καί αἰώνιο, καί γινόταν ἀπό ὕπατος ἀπόστολος καί ἀπό ἰλλούστριος γνώστης τῶν θείων μυστηρίων. Γιατί γνώριζε τό ἀνώτερο καί προοριζόταν μᾶλλον νά τόν ρίξουν στούς ναούς τοῦ Θεοῦ παρά στά ἀνάκτορα τῶν ἁμαρτωλῶν βασιλιάδων, πού ἀποπνέουν ἀσέβεια.
6. Αὐτή ἡ μεγαλόπολη λοιπόν τόν εἶχε ὅπως τώρα δά καί τότε καί ὑπέρλαμπρο ἄστρο τῆς αὐγῆς, πού ὑπερεῖχε μέ τήν ἀκτινοβολία τῆς εὐσέβειας τοῦ θείου καί νοητοῦ ἡλίου καί μέ τό φεγγοβόλημα τῆς ψυχῆς, καθόλου κατώτερο ἀπό τήν ἐξωτερική ὀμορφιά τοῦ σώματος πού ἦταν στό ἄνθος της καί ἀκτινοβολοῦσαν ἀπό πολύ μακριά.
7. Καὶ ὁ Μαξιμιανὸς λοιπόν, Ἐρκούλιος στὴ γενιὰ καὶ στὴ συμπεριφορὰ συνάμα, ὁρμᾶ στὴν περιοχὴ τῶν Ἰλλυριῶν σὰν ἀπειλητικὸ σύννεφο, ποὺ φέρνει τὴν καταστροφή· γιατὶ ἦταν ἰσχυρὸς στὴν ἀσέβεια συνάμα καὶ στὴ σκληρότητα, κομπάζοντας καὶ μὲ ἄλλον τρόπο γιὰ τὴν τυραννία του, κυρίως ὅμως καυχιόταν μὲ τὶς νίκες τοῦ κατὰ τῶν Σαυροματῶν καὶ τῶν Γότθων. Μπαίνει λοιπὸν πρῶτα σ᾿ αὐτὴν ἐδῶ τὴν πόλη καὶ παραμένει μὲ ἀλαζονεία καὶ μὲ κακία, δυναμώνοντας συνάμα καὶ κατοχυρώνοντας τὴν ἀσέβεια.
8. Καὶ ὅταν ξεχύθηκε στὴ Δύση σὰν μιὰ ὁμίχλη καὶ ἄγρια θύελλα καὶ αἰγυπτιακὸ σκοτάδι, ποιὸς θὰ μποροῦσε νὰ περιγράφει λοιπὸν ἱκανοποιητικὰ τὶς συμφορὲς καὶ τὸν πόλεμο κατὰ τῶν χριστιανῶν; Ὁ λόγος εἶναι σύντομος καὶ ὁ χρόνος δὲν ἐπαρκεῖ.

Ἐκεῖνοι λοιπὸν ποὺ μιλοῦσαν μὲ τόλμη γιὰ τὴν εὐσέβεια καὶ κατέφευγαν στοὺς ἀγῶνες, πέθαιναν μὲ διάφορα φοβερὰ βασανιστήρια, ὅσοι ὅμως λόγω τῆς ἀσθενικῆς φύσης φοβόντουσαν λίγο ἀκόμη τὴ δοκιμασία, κρύβονταν στὶς σπηλιὲς καὶ τὰ βουνὰ καὶ τὰ ἀνοίγματα τῆς γῆς.
Τότε λοιπὸν ὁ λαμπρὸς λυχνίτης τῆς εὐσέβειας Δημήτριος, ποὺ δὲν κρυβόταν ἔξω καὶ μακριὰ ἀπὸ τὴν πατρίδα του, ἀλλὰ στὸ κέντρο της, γιὰ νὰ μὴ νομίσει κανεὶς ὅτι ἀποφεύγει τὸ μαρτύριο ἢ ἔχει δισταγμοὺς γιὰ τὸν ἀγώνα ἢ ἀπαρνιέται τοὺς κόπους (μὲ ποιὸν τρόπο ἄλλωστε θὰ ἔκανε αὐτὸ τὸ πράγμα, αὐτὸς ποὺ ἔκανε πολλοὺς μάρτυρες μὲ τὶς σοφές του παραινέσεις), ἀλλὰ γιὰ νὰ ὁδηγήσει περισσότερους στὸ Χριστὸ μὲ τὴ διδασκαλία, διοχέτευε πλούσια σ᾿ αὐτοὺς ποὺ τὸν πλησίαζαν τὸ θεῖο φωτισμό.

Δὲν εἶναι δυνατὸν ὅμως νὰ κρυφτεῖ ὁλόκληρο τὸ λυχνάρι κάτω ἀπὸ τὸ μόδι…

Γιατὶ σὲ κάθε μέρος ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν ἀφοσιωθεῖ στὴ μανία τῶν εἰδώλων καὶ ὑπηρετοῦσαν τοὺς κυβερνῆτες τῆς ἀσέβειας, ὠμὰ καὶ χωρὶς ἔλεος γύριζαν παντοῦ καὶ ἔψαχναν τὰ πλήθη τῶν χριστιανῶν, γεμίζοντας χαρὰ μὲ τὸ αἷμα τῶν μαρτύρων καὶ σὰν νὰ χόρταιναν ἀκόμη καὶ μὲ αὐτὸ μιμούμενοι τὴν αἱμοβόρα διάθεση τῶν δαιμόνων, ποὺ λάτρευαν οἱ ἴδιοι.
9. Καὶ γιατὶ πρέπει νὰ ὑπερβοῦμε τὸ λόγο; Σ᾿ αὐτὸν τὸν πανένδοξο Δημήτριο φτάνουν πιὰ μὲ ὁρμὴ σὰν ἄγρια θηρία στὶς ὑπόγειες στοές, ὅπου κρυβόταν, καὶ μὲ μεγάλη χαρά, γιατὶ τάχα πέτυχαν τὸ πιὸ σπουδαῖο θήραμα καὶ ἀπέδωσαν μεγαλύτερη εὐγνωμοσύνη στὸ Μαξιμιανό, ἔσυραν ὀδηγώντας ὡς ὑπεύθυνο τὸν ἀνεύθυνο.
10. Ἀλλὰ αὐτοὶ συνέλαβαν τὸν ἅγιο καὶ πήγαιναν βιαστικὰ μὲ μεγάλη χαρὰ στὸ βέβηλο καὶ ἐκεῖνος ὁ ἀσεβὴς Μαξιμιανὸς ποὺ διασκέδαζε μὲ τὴν εὐμένεια τῶν ὑπηκόων του καὶ ἔκανε διασκέδαση ὁλόκληρη τὴ ζωή του, πήγαινε βιαστικὰ στὸ στάδιο τῆς πόλης, γιὰ νὰ παρακολουθήσει τὰ πένταθλα, τὰ ὁποῖα γνωρίζουν πιὸ πολὺ ἀπὸ τοὺς ἄλλους οἱ ἄνθρωποι τοῦ θεάτρου, καὶ τὰ ὁποῖα μακάρι νὰ μὴν εἶχαν ὀνομασία, οὔτε νὰ ἦταν γνωστά, στὴν πραγματικότητα ὅμως, γιατὶ χαιρόταν μὲ τὶς αἱματοχυσίες καὶ ἱκανοποιοῦνταν μὲ τὸ φόνο τῶν ἀνθρώπων.
Ὑποστήριζε λοιπὸν πολὺ κάποιον Λυαῖο, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὸ ἔθνος τῶν Βανδάλων, ὁ ὁποῖος ὑπερίσχυε ἀπ᾿ ὅλους τους ἄλλους καὶ στὸ μέγεθος καὶ τὴ δύναμη τοῦ σώματος καὶ διέτρεχε μὲ μεγάλη πείρα μέσα ἀπὸ τὶς σανίδες τῶν μαγγάνων, καὶ ὁ ὁποῖος ὅταν συμπλεκόταν μὲ πολλοὺς σὲ ἀγῶνες, πολλοὺς μέσα ἀπὸ τέτοια μονομαχία τοὺς ἔστειλε στὸ θάνατο.

Καθὼς λοιπὸν αὐτὸς πήγαινε μὲ σκοπὸ νὰ παρακολουθήσει τέτοια θεάματα καὶ εἶχε προετοιμαστεῖ ἐντελῶς γιὰ τὸ θέατρο, τὸν συνάντησε ὁ σπουδαῖος Δημήτριος, καθὼς τὸν ὁδηγοῦσαν σ᾿ αὐτόν.

11. Τώρα ὅμως ὁ λόγος γίνεται γεμάτος ἀγωνία, γιατὶ ἔφτασε στὸ σπουδαιότερο μέρος τῶν ἀγώνων τοῦ στεφανωμένου μάρτυρα. Μὲ ποιὸν τρόπο λοιπὸν θὰ περγράψω ἀντάξια εἴτε τὸ θράσος τοῦ τυράννου εἴτε τὴ σταθερότητα τοῦ ἁγίου; Αὐτὸς πήγαινε πάνω στὴν ἅμαξα μὲ μεγάλη ἔπαρση καὶ φούσκωνε σύμφωνα μὲ τὴ συμπεριφορὰ τοῦ Φαραώ, σὰν ἄλλος Αἰγύπτιος, βλασφημώντας τὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ καὶ ἐξαπολύοντας ὑβριστικὰ λόγια κατὰ τοῦ Δημιουργοῦ καὶ ὅσοι προπορεύονταν καὶ τὸν ἀκολουθοῦσαν δυνάμωναν τὸ βόρβορο τῆς θρασύτητας καὶ φούντωναν τὴ φλόγα τῆς ἀλαζονίας.
Καὶ αὐτὸς ὁδηγοῦνταν μὲ χαμηλωμένα μάτια, ὅπως ὁ Χριστός μας στὸ παρελθὸν στὸν Ἡρώδη καὶ τὸν Πιλάτο ἀποστρέφοντας τὸ πρόσωπο νὰ κοιτάξει μὲ ἐκεῖνο τὸ βλέμμα τοῦ μαρτυρίου τὰ πρόσωπα τῶν ἀσεβῶν. Καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος καὶ μὲ τοὺς σωματοφύλακές του ἀπηύθυνε αὐτὲς τὶς ἄθεες καὶ ἀσεβεῖς ἐρωτήσεις, δηλαδὴ ἂν εἶναι χριστιανὸς καὶ ἂν τὸ ἐπιβεβαιώνει ὅτι εἶναι καὶ δὲν ἔχει ἀλλάξει τὸ χαρακτήρα του.
Καί αὐτός δείχνοντας τό πρόσωπο καί τήν ψυχή, γεμάτα χάρη καί λαμπρότητα μέ καθαρή καί γεμάτη σύνεση φωνή, συντάραξε τά αὐτιά τοῦ ἀσεβοῦς. Καί εἶπε: 

«Δέν ἤθελες ἐσύ βέβαια, σοφέ στά μάταια καί ἰσχυρέ στήν ἀσέβεια νά εἶμαι καί νά ὀνομάζομαι χριστιανός καί νά λατρεύω τόν κτίστη ἀπ᾿ ὅ,τι βέβαια τή κτίση, ἀλλά μᾶλλον νά κάνω μαζί μέ σένα ἀνόητες ἐνέργειες καί νά προσκυνῶ τήν ἄψυχη καί ἀναίσθητη ὕλη καί νά βάλω ἐμένα πάνω ἀπ᾿ ὅσα ἔχουν γίνει γιά χάρη μου καί ὄχι βέβαια τό Θεό πού δημιούργησε τά πάντα ἀπό τό μηδέν καί τά ἔστησε μέ θαυμαστό τρόπο.

Ἀλλά ἐγώ βέβαια δέν τυφλώνω τά μάτια τῆς ψυχῆς μου, καί ὅπως ἐσύ πού εἶσαι μύωπας στό θεῖο φῶς ἢ προσπαθεῖς νά κλείσεις τά μάτια στήν ἀλήθεια, μέ ἀποτέλεσμα νά ἐξευμενίζεις ἀποστάτες καί ψυχοφθόρους θεούς μέ ξόανα καί ἀγάλματα καί σπονδές καί κνίσες καί νά πηγαίνεις νά βγάζεις δόγμα γιά τή κτίση μπροστά στό δημιουργό. 

Μακάρι καί σύ ὁ ἴδιος νά ἐπανερχόσουν ἀπό τέτοια πλάνη καί νά μήν προσπαθοῦσες νά κάνεις καί πολλούς ἄλλους συμμέτοχους στήν καταστροφή σου. Ἀφοῦ λοιπόν ἀποκάμεις ἀπό τά πάντα, πολέμησε μόνο ἐκεῖνο πού μπορεῖς νά πολεμήσεις: τό σῶμα. Καί πλήγωσέ το καί χτύπησέ το μέ ὁποιοδήποτε χτύπημα θανάτου. 

Πάλι λοιπόν αὐτό θά τό λάβω ἄφθαρτο στήν Ἀνάσταση καί θά δοξαστῶ αἰωνίως μαζί μέ τό Χριστό, γιά τόν ὁποῖο ὑποφέρω προσωρινά. Γιατί οὔτε σύ, οὔτε ἄλλος ἄνθρωπος ἔχει ἀποκτήσει τήν ἐξουσία νά τιμωρεῖ τή νοερή ψυχή, παρά μόνο ὁ Θεός».
12. Μπροστὰ λοιπὸν σὲ τέτοια καὶ τόσο μεγάλη τόλμη τοῦ περίφημου καὶ ἐκλεκτοῦ μας ὁ ἀσεβὴς ἀφοῦ ἀπόκαμε μὲ ἔκπληξη καὶ σαστιμάρα καὶ ἀκόμη ἐπειδὴ πήγαινε βιαστικὰ στὸ στάδιο καὶ γιὰ τὰ ἄλλα θεάματα καὶ κυρίως γιὰ τὴ μονομαχία τοῦ Λυαίου, διέταξε τελικὰ νὰ φρουροῦν τὸν ἅγιο κάπου ἐδῶ, στὶς στοὲς κάποιου δημόσιου λουτροῦ κοντὰ στὸ στάδιο. 
Καί μέ αὐτόν τόν τρόπο ὁ μάρτυρας συνέτριψε τά ψυχοφθόρα βέλη τῶν λόγων τοῦ ἀσεβοῦς, γιατί δέν ταίριαζε νά χαρακτηρίσουμε διαφορετικά τα βλάσφημα λόγια του, καί πέτυχε τόν πρῶτο ἄθλο του σύμφωνα μέ τό Χριστό καί νίκησε δυναμικά αὐτόν πού κυριαρχοῦσε σέ πολλούς μέ τήν τυραννία του.
13. Καὶ τὸν ἀθλητὴ λοιπὸν ἀκολούθησε ἡ φυλακὴ καὶ ἀντὶ τοῦ Μαξιμιανοῦ προσπαθοῦσε νὰ τὸν κεντρώσει ἕνας σκορπιός· γιατὶ ὁ ἐχθρός των ἁγίων εἶναι προορισμένος ἀπὸ τὴ φύση του νὰ ἐπιτίθεται σ᾿ αὐτοὺς μὲ ὅλα τα μέσα καὶ νὰ καταντροπιάζεται, γιατὶ νικιέται παντοῦ· μὲ τὸ χέρι λοιπὸν τοῦ μάρτυρα, ποὺ σχημάτισε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ὁ σκορπιὸς φάνηκε καθαρὰ ἀμέσως νεκρὸς καὶ ἀδρανής.
14. Ὁ Μαξιμιανὸς ὅμως κάθισε στὴν πρώτη θέση στὸ στάδιο μαζὶ μὲ τοὺς συνέδρους του καὶ ξεκίνησε νὰ καλεῖ μὲ τοὺς κήρυκες ὅποιους ἤθελαν νὰ μονομαχήσουν μὲ τὸ Λυαῖο· καὶ ἐνῶ ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶχαν φοβηθεῖ τὴ δύναμη καὶ τὸ ψηλὸ ἀνάστημα τοῦ Λυαίου, ἕνας Νέστωρ ἀρκετὰ νέος, χριστιανὸς καὶ στὸ ἦθος καὶ στὴ γενναιότητα καὶ πολὺ πιὸ δυνατὸς στὸ θάρρος καὶ τὴ φρόνηση ἀπὸ τὸ Νέστορα τῆς Πύλου, τρέχει στὸ μάρτυρα, ποὺ βρισκόταν στὴ φυλακή, καὶ τοῦ ἀνακοινώνει τὴν ἀπόφασή του καὶ τοῦ ζητᾶ ἐπίμονα νὰ τὸν βοηθήσει μὲ τὴν προσευχὴ στὴ μονομαχία μὲ τὸν ἐχθρὸ καὶ νὰ καταβάλει τὸ θράσος τοῦ Λυαίου.
15. Πιό γρήγορα λοιπόν ὁ μάρτυρας μέ τήν παράκληση στό Χριστό γιά βοήθεια καί μέ τό ἐφόδιο τοῦ σταυροῦ προφήτεψε στό Νέστορα καί τή νίκη τοῦ κατά τοῦ Λυαίου καί τό μαρτύριό του γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ καί τόν ἔστειλε θωρακισμένο στό στάδιο.
16. Ἐμφανίζεται λοιπὸν ὁ Νέστωρ μὲ θάρρος στὸ βασιλιά, κάνει φανερὸ τὸ σκοπὸ τῆς παρουσίας του, τὸν εὐσπλαχνίζονται ὅλοι καὶ μόνο γιὰ τὴν τόλμη του, τὸν θαυμάζουν ὁ Μαξιμιανὸς καὶ οἱ σύνεδροί του, τὸν πιέζουν νὰ λάβει χρήματα, ὥστε νὰ ἀπαλλαγεῖ μὲ αὐτὰ ἀπὸ τὸ Λυαῖο καὶ νὰ μὴν ζεῖ μὲ δυσκολία.

Ὁ Νέστωρ τοὺς περιγελᾶ ὅλους καὶ τοὺς περιφρονεῖ· δηλώνει φανερὰ ὅτι ἔσπευσε νὰ νικήσει μόνο τὴ θρασύτητα τοῦ Λυαίου· συμπλέκεται μὲ τὸ Λυαῖο, τοῦ δίνει καίριο χτύπημα, σκοτώνει τὸν ἐχθρὸ καὶ τελικὰ ἀφοῦ δήλωσε ὅτι εἶναι χριστιανὸς ἀκολούθησε τὸ δρόμο γιὰ τὸ θάνατο, νίκησε διπλὴ νίκη καὶ κέρδισε διπλὰ ἔπαθλα.

17. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα ὅμως ἡ καρδιὰ τοῦ Μαξιμιανοῦ εἶχε γεμίσει μὲ σκοτοδίνη καὶ δὲν μποροῦσε καθόλου νὰ βρεῖ μὲ τί τρόπο θὰ παρηγορηθεῖ γιὰ τὴ συμφορὰ ἀπὸ τὸ θάνατο τοῦ Λυαίου· ἀποδείχτηκε λοιπὸν πιὸ σκληρὸς ἀπέναντι στοὺς χριστιανοὺς ἀπ᾿ ὅ,τι προηγουμένως καὶ βγάζει τὸ πιὸ σκληρὸ διάταγμα νὰ τοὺς ἐξαφανίσει ἀπὸ τὴ γῆ.

18. Καὶ τότε λοιπόν, ὅταν τοῦ θύμισαν γιὰ τὸν καλλίνικο μάρτυρα Δημήτριο, αὐτοὶ ποὺ τὸν κατέτρωγαν μὲ τὰ ἀφανέρωτα σαγόνια τοῦ φθόνου, ὅτι ἀποδείχτηκε κακὸς οἰωνὸς γι᾿ αὐτόν, δίνει διαταγὴ στοὺς σωματοφύλακές του νὰ πᾶνε σ᾿ ἐκεῖνο τὸ μέρος, ὅπου φρουροῦσαν τὸν ἅγιο, καὶ νὰ τὸν κατασφάξουν μὲ τὶς λόγχες καὶ τὶς ρομφαῖες ὅλων καὶ νὰ τὸν θανατώσουν.

Μποροῦσε λοιπὸν νὰ ἀντιληφθεῖ κανεὶς ἕνα θόρυβο καὶ μιὰ ἄτακτη προσέλευση σ᾿ αὐτὸ τὸ μέρος ὅλων αὐτῶν ποὺ ἀνταγωνίζονταν, ποιὸς θὰ βυθίσει πρῶτος τὸ ξίφος στὸ μάρτυρα καὶ θὰ προσφέρει τὴν πιὸ μεγάλη χάρη στὸ Μαξιμιανό. Τὰ διάφορα ξίφη λοιπὸν κατευθύνονταν μὲ μιὰ φορὰ στὸ ἴδιο μέρος τοῦ σώματος καὶ προξενοῦσαν στὸν ἀθλητὴ δυνατοὺς καὶ βίαιους πόνους.

19. Ὅμως ἀπέφυγε ἐκεῖνα τὰ ἀσεβῆ χέρια τοῦ Βριάρεως καὶ τὴν ψυχοφθόρα Χάρυβδη ἢ τὴν ἀναρρόφηση τῆς μανίας τῶν εἰδώλων καὶ μπαίνει στὸ οὐράνιο λιμάνι μὲ εὐχαριστήριους ὕμνους καὶ παρουσιάζεται στὸ Χριστό, γιὰ τὸν ὁποῖο σφαγιάστηκε μὲ προθυμία λάμποντας ἀπὸ τοὺς ἱδρῶτες καὶ ἔχοντας λάβει τὴ θεϊκὴ καὶ ἀπρόσιτη κληρονομιὰ μαζὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους καὶ τοὺς προφῆτες καὶ τοὺς μάρτυρες καὶ ὅλους τους ἁγίους ἀπὸ πάντα.
Καί τώρα βρίσκεται στούς οὐρανούς μαζί μέ ὅλους τους ἁγίους, ἀπό τούς ὁποίους πῆρε τά πιό καλά ἀπό τόν καθένα καί δημιούργησε ἀκριβῶς τό πιό ὡραῖο εἶδος τῆς ἀρετῆς. Γιατί ἄλλου μιμήθηκε τή σοφία, ἄλλου τή γενναιότητα, ἄλλου τήν ἐπιείκεια, 

ἄλλου τήν πιό μεγάλη καρτερικότητα στό μαρτύριο, τά πάντα ὅσο κανένας, καί ἔτσι ὅλα συγκεντρώθηκαν σ᾿ αὐτόν στόν ὑπέρτατο βαθμό, ὅσο σέ κανέναν ἄλλον ἀπό τούς ὑπόλοιπους. Μέ τό νά ἐπιτύχει λοιπόν ὅλα αὐτά σε ὑπερβολικό βαθμό, κυριάρχησε σέ ὅλους ἀσύγκριτα.
20. Ἂν πρέπει ὡστόσο νὰ ἐπιβεβαιώσουμε τὸ λόγο μας, λίγες ρανίδες αἵματος πλημμυρίζουν συνεχὲς μύρο καὶ τὸ θαῦμα ἔχει ξεπεράσει κάθε ἀνθρώπινη λογική!…

Ἴσως λοιπὸν ὁ Νεῖλος τῆς Αἰγύπτου καὶ ὁ ὠκεανὸς μὲ τὰ βαθιὰ ρεύματα, ἂν ἀντλοῦνταν ἀπὸ τόσους πολλοὺς καὶ κάθε μέρα, θὰ περιορίζονταν σὲ πολὺ μικρὰ ὅρια.
21. Σχετικὰ λοιπὸν μὲ τὰ θαύματα ποὺ ἔγιναν μέχρι τὶς μέρες μας, ἂν προσπαθήσει κανεὶς νὰ τὰ περιγράψει ἀναλυτικά, μοῦ φαίνεται τὸ ἴδιο σὰν νὰ νομίζει κάποιος πὼς ἀπαριθμεῖ τὰ ἀστέρια τοῦ οὐρανοῦ ἢ τὴν ἄμμο τῆς θάλασσας ἢ τῆς βροχῆς τὶς στάλες μὲ τὰ θαύματα τοῦ ἁγίου.
Γιατὶ ποιὸς θὰ μπορέσει μέχρι καὶ σήμερα, ἀπὸ τότε ποὺ ἀγωνίστηκε μὲ πάθος γιὰ τὸ Χριστό, νὰ περιγράψει τὸ πλῆθος τῶν θαυμάτων του, ποὺ ἔγιναν παντοῦ καὶ στὴν πόλη του καὶ στὰ περισσότερα καὶ διάφορα μέρη τοῦ κόσμου σὲ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη, ἐκεῖνα ποὺ ἀποτρέπουν τοὺς ἐχθρούς, ὅταν βρίσκεται μπροστὰ ἀπὸ τοὺς πιστοὺς στὴ μάχη καὶ στὸν κίνδυνο,

ἐκεῖνα ποὺ διαλύουν τὴ μεγάλη πείνα καὶ τὶς μεταδοτικὲς καὶ διάφορες ἄλλες ἀρρώστιες σὲ διαφορετικὲς ἐποχὲς καὶ μὲ διαφορετικοὺς τρόπους, ὅταν συμφωνεῖ μὲ συμπάθεια στὰ αἰτήματα, αὐτῶν ποὺ ζητοῦν, καὶ ὅσα θαύματα ἔγιναν στὴ θάλασσα καὶ ὅσα ἔγιναν σὲ ὅλους καὶ στὸν καθένα χωριστά, ὅταν συμπαραστέκεται καὶ προασπίζει αὐτοὺς ποῦ τὸν παρακαλοῦν;

Ἀκόμη λοιπὸν καὶ ἂν εἶχα, σύμφωνα μὲ τὴν ποίηση, δέκα γλῶσσες καὶ δέκα στόματα, ἐγὼ βέβαια θὰ πρόσθετα καὶ ἄλλα τόσα χέρια, δὲν θὰ κατόρθωνα οὔτε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ λέω καὶ νὰ περιγράφω ἀκριβῶς τὶς θαυματουργικὲς ἱκανότητες τοῦ θαυματουργοῦ Δημητρίου.
22. Εἶναι καλύτερα ὅμως νά λέμε ἐκεῖνο τό λόγο, ὅτι δηλαδή ὁ Κύριος θά πραγματοποιήσει τό θέλημα αὐτῶν πού τόν σέβονται· καί στούς ἁγίους του στή γῆ ἔκανε θαυμαστά ὅλα τα θελήματά του μέ αὐτούς. Τί καλό περιεχόμενο καί πραμάτεια εἶχε ἐκεῖνος, τί ἄθληση καί τί σύνεση! Μέ λίγο αἷμα πῆρε ὡς ἀντάλλαγμα τήν οὐράνια βασιλεία, μέ τούς πρόσκαιρους πόνους, τήν ἀπέραντη εὐφροσύνη καί μέ τήν πολύ σύντομη ζωή τοῦ τή μακραίωνη καί ἀτελεύτητη ζωή…

23. Ἂς μιμηθοῦμε λοιπὸν μὲ ζέση τὸ Δημήτριο κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, ὅσοι συγκεντρωθήκαμε καὶ τιμοῦμε τοὺς ἄθλους του καὶ πανηγυρίζουμε γι᾿ αὐτοὺς μὲ λαμπρὸ τρόπο. Ἂς σπεύσουμε καὶ στὴ θεωρία καὶ στὴν πράξη, ἀκόμη καὶ ἂν δὲν κερδίσουμε τὴν ἴδια δόξα μὲ ἐκεῖνον, εἶναι βέβαια ὑπερβολικὸ νὰ ποῦμε αὐτὸ τὸ πράγμα, ἀλλὰ τουλάχιστον μικρότερη. Ἂν ὅμως δὲν κερδίσουμε οὔτε αὐτή, 

γιατί καί αὐτό μας εἶναι ἀρκετό λόγω τῆς νωθρότητας πού ἔχουμε, τουλάχιστον, ἐπειδή νομίζουμε ὅτι πανηγυρίζουμε ἀντάξια καί θεάρεστα γιά ὅσα ὁ Θεός χαίρεται μαζί μέ τό μάρτυρα καί ὅτι ἑορτάζουμε μέ θεϊκό τρόπο, νά μήν ἐπιθυμοῦμε περισσότερο τίς ἡδονές χωρίς νά τό καταλάβουμε καί νά χαριζόμαστε πιό πολύ στούς δαίμονες καί νά πάθουμε τό ἴδιο πράγμα μέ αὐτούς πού κινδυνεύουν στό λιμάνι καί προσβάλλονται ἀπό ἀθεράπευτες ἀσθένειες στό ἰατρεῖο.


24. Ἔχουμε συνεργό τό Θεό γιά τίς καλές πράξεις, μέ τίς προσευχές τῆς Θεοτόκου, τῶν ἐπουράνιων τάξεων, τῶν ἀποστόλων καί τῶν προφητῶν καί τῶν μαρτύρων καί τῶν αἰώνια ἁγίων, καί αὐτόν πού τώρα τελοῦμε τή μνήμη του νά ἱκετεύει συνέχεια γιά χάρη μας. 

Χαίρεται ὁ κόσμος τῶν ἁγίων μέ κάθε τρόπο καί σέ κάθε ἐποχή ἀπό κάθε ἡλικία καί τάξη, γιατί βλέπουν τό πλῆθος τους νά δυναμώνει καί νά αὐξάνεται, σάν νά καταλαβαίνουν ὅτι ἡ πολυπληθής μερίδα πού βρίσκεται ἀριστερά τοῦ Θεοῦ πάλι εἶναι σκυθρωπή.
25. Ὅμως, Δημήτριε, κόσμημα καὶ ὀμορφιὰ τῶν ἀθλητῶν, ξαναγυρίζω σὲ σένα πιὰ καὶ στρέφω τὸ λόγο πρὸς τὰ ἐπάνω, γιατὶ ἔχω λυγίσει περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀπὸ τὴν ἀγάπη μου γιὰ σένα καὶ ἐπιθυμῶ πιὸ πολὺ νὰ ἀναπνέω ἐσένα παρὰ τὰ εὐωδιαστὰ ἀρώματα, εὐσεβὲς καὶ εὐγενέστατο βλάστημα ἀπὸ εὐσεβῆ καὶ εὐγενικὴ ρίζα, κατάφορτο ἀπὸ τοὺς καρποὺς τῶν ἀρετῶν καὶ τῆς ἄθλησης, 
λαμπρὲ καὶ στὰ δύο καὶ ἐνδοξότατε σὲ ὅλα καὶ ὁλόφωτη λαμπάδα τῶν χριστιανῶν, καταστροφὴ τῆς ἀσέβειας καὶ τοῦ Μαξιμιανοῦ, δάσκαλε καὶ σύμμαχε τοῦ Νέστορα καὶ πρόξενε τῆς ἄθλησης καὶ ἰσχυρότατε καταστροφέα τῆς ἀλαζονείας τοῦ Λυαίου, σὺ ποὺ ἀπεικόνισες τὸ πάθος τοῦ Δεσπότη καὶ πληγώθηκες μὲ τὶς λόγχες στὴν πλευρά, ὅπως ἐκεῖνος καὶ γιὰ τὸ αἷμα ποὺ ἔχυσες τότε ἀναβλύζεις τώρα σὰν κρουνὸς τὸ εὐωδέστατο καὶ ἰαματικὸ μύρο, 
σὺ ποὺ περιπολεῖς μὲ τὸ πνεῦμα σου τοὺς οὐρανοὺς μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ παρευρίσκεσαι μαζί τους στὸν ἀκλόνητο θρόνο τοῦ Θεοῦ, καὶ χάρισες σὲ μᾶς καὶ τὴν πόλη σου τὸ μαρτυρικότατο σῶμα σου σὰν ἀκένωτο θησαυρό, τὸ ἀνυπολόγιστο πέλαγος τῶν ἄπειρων καὶ πιὸ μεγάλων θαυμάτων, σὺ ποὺ μοίρασες σωστὰ τὸν ἑαυτό σου στὴ γῆ καὶ στὸν οὐρανὸ καὶ καθόλου δὲν ἀπουσιάζεις, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ πάνω ἐποπτεύεις καὶ κάτω φροντίζεις τὴν πόλη σου, φιλοπόλι καὶ φιλάνθρωπε ποὺ ἐπαναφέρεις σύντομα τὴ συμπάθεια τοῦ Θεοῦ, ὅταν ὑποχωρεῖ μερικὲς φορὲς ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτημάτων μας, 
εἴθε νὰ δέχεσαι τοὺς λόγους καὶ τοὺς ἐπαίνους μας ποὺ προσφέρονται στὴ λαμπρὴ μνήμη τῶν ἀγώνων σου, ὅπως ὁ ἀθλοθέτης Χριστὸς ἔπλεξε τὸν ἔπαινο τῶν νηπίων, καὶ ἂν δὲν φτάνουν τὴ δική σου ἀξία, ὅμως δὲν ὑστεροῦν στὴν ἀγαθή μας πρόθεση· ρίξε ἕνα βλέμμα λοιπὸν ἀπὸ τὸν οὐρανό, κατέβα γιὰ λίγο ἐδῶ μαζί μας καὶ δὲς τὴν ἀγάπη τῆς πόλης σου γιὰ σένα, παρατήρησε τὶς μελωδίες τῶν συγκεντρωμένων, 
τό ἱερότατο ποίμνιό σου νά συμμετέχει στό πνευματικό συμπόσιο μαζί μέ τόν ἱεράρχη στή μνήμη σου, ὁλόκληρο τό ναό σου νά φωτίζει ὅλους τους παρόντες ἀπό τήν ἄφθονη φωτοχυσία, τήν εὐωδιά ἀπό τά θυμιάματα νά γεμίζει τόν ἀέρα καί κάθε ἡλικία καί τάξη νά ἐπικροτοῦν μέ μεγάλη χαρά τούς ἄθλους σου. Σχεδόν σήμερα ἡ γῆ μιμεῖται τόν οὐρανό καί ἡ ἁπλωμένη λαμπρότητα στό ναό τοῦ καλλίνικου σώματός σου κάνει ὁλοφάνερη τήν ἐκεῖ λάμψη τοῦ φωτός πού προστίθεται σέ σένα ἀπό τό Θεό.
26. Εἴθε νὰ ἀνταμείβεις ἐπάξια ὅλους, μοιράζοντας τὶς προσφορές σου καθημερινὰ στὸν καθένα. Πρῶτα στεφάνωσε τοὺς πιστοὺς βασιλιάδες μας μὲ νίκες· γιατὶ καὶ οἱ ἴδιοι ἐπίσης τιμοῦν ξεχωριστὰ τὴν πανηγυρική σου ἑορτή. Ὑπόταξε στὰ πόδια τους τὰ στρατεύματα τῶν ἐχθρικῶν ἐθνοτήτων, παράτεινε εἰρηνικὰ τὴν ὑπόλοιπη ζωή τους, ἐνισχύοντάς τους μὲ τὴν ὀρθοδοξία, καὶ ρυθμίζοντάς την μὲ τὴ σωστὴ διοίκηση.
27. Ἀπομάκρυνε τα σκάνδαλα τῶν Ἐκκλησιῶν, συμμάχησε μέ τό στρατό ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν, δίνε συνεχῶς τή χάρη σου, πού βοηθᾶ μέ κάθε τρόπο, στόν ποιμένα καί ἱεράρχη τῆς πατρίδας σου, ἐποπτεύοντας μαζί μέ τόν ἱεράρχη, βοηθώντας τό ποίμνιο νά εἶναι σέ ἐπαγρύπνηση καί νά τόν σέβεται, προετοιμάζοντας τόν νά διδάσκει τό ποίμνιο μέ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά τό ἀποδείξει πιό δυνατό ἀπό τούς λύκους πού καταστρέφουν τήν ψυχή, καί νά τό ὁδηγήσει στήν οὐράνια μάνδρα. 
Παρηγόρησε ὅσους βρίσκονται σέ στενοχώριες, βοηθώντας ἀνάλογα πλούσιους καί φτωχούς, κάνοντας συνετούς καί τούς γέρους καί τούς νέους στά καθήκοντά τους, ἀξιώνοντας κάθε ἡλικία μέ πολύ μεγάλη φροντίδα γιά τή δωρεά τῶν χαρίτων σου.
28. Γιά ὅλα αὐτά, εἴθε νά μᾶς χαρίσεις τή νίκη κατά τῶν δαιμόνων καί τῶν παθῶν καί ὅταν λίγο ἀργότερα ἀποδημήσουμε ἐκεῖ νά μᾶς κάνεις δεξιούς παραστάτες τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ μέ τίς παρακλήσεις σου, καί ἀπό ἐκεῖ θά συμμετέχουμε σάν ἀσήμαντοι δοῦλοι σου στήν αἰώνια καί θεία λαμπρότητα, μέ τή χάρη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού ἔχει τή δόξα καί τή δύναμη στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν…

Ο άγιος Δημήτριος διαλύει τα σκοτάδια από τις πλάνες
 της εποχής του με τις αστραπές της 
διδασκαλίας του Χριστού.

Ἐγκωμιαστικός λόγος εις τον Άγιον και 
πανένδοξον μεγαλομάρτυρα του Χριστού, Δημήτριον
Συμεών μοναχός και φιλόσοφος

Ἀΰλου μύρου, τή μυστική εὐωδία…

Το εγκώμιο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά στον άγιο 
Δημήτριο τον Μυροβλύτη

«Εμοί δε λίαν ετιμήθησαν οι φίλοι σου ο Θεός, λίαν εκραταιώθησαν αι αρχαί αυτών». 
Με αυτόν τον στίχον του Δαβίδ αρχίζει ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Γρηγόριος ο Παλαμάς το εγκώμιό του στον Μυροβλύτη άγιο, που ως Μεγαλομάρτυς ανήκει και αυτός στις «αρχές», δηλαδή στην ηγεσία των Αγίων και Φίλων του Θεού.
«Εγώ με πολλή τιμή περιβάλλω τους φίλους σου, Θεέ μου, μεγάλη εξουσία και παρρησία έχουν εκείνοι που προεξάρχουν μεταξύ τους», θα λέγαμε κι εμείς σήμερα, δίνοντας όμως στα ίδια αυτά λόγια του Προφητάνακτος πολύ πιο ευρύ περιεχόμενο. 
Διότι για μάς Φίλοι του Θεού είναι και οι δύο Άγιοι, και ο εγκωμιάζων και ο εγκωμιαζόμενος, αλλά ακόμη και οι φίλοι των Φίλων του Θεού, που με τον θείο ζήλο τους για την τιμή και τον έπαινο των όντως μεγάλων Αγίων, δεν παύουν από του να επισύρουν άθελα επάνω τους τον δίκαιο έπαινο και την αγάπη της στρατευόμενης αλλά και της θριαμβευούσης Εκκλησίας του Χριστού.

Ο λόγος του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, πρέπει, σύμφωνα με εσωτερικά τεκμήρια, να εκφωνήθηκε από τον Άγιο σε ένα από τα έτη της αρχιερατείας του στη Θεσσαλονίκη, κατά την ημέρα της εορτής του Αγίου Δημητρίου και μάλιστα μετά το Ευαγγέλιο της πανηγυρικής Θείας Λειτουργίας μέσα στον πάνσεπτο τούτο ναό, και αποτελεί άριστο δείγμα του εορταστικού εγκωμιαστικού λόγου, στο οποίο ανήκει:
«Ο μεν πόθος μάς παρακινεί να μιλήσουμε ανάλογα με τη δύναμή μας, και η περίσταση απαιτεί τον επίκαιρο λόγο, και το οφειλόμενο χρέος βιάζοντας μας δεν μάς αφήνει να θαυμάσουμε άνευ λόγων το υπέρ λόγον μεγαλείο του Μάρτυρος», λέγει κάπου στην αρχή του λόγου του ο Άγιος.
Η μακρά παράδοσις του εορτασμού της μνήμης του Αγίου Δημητρίου στην Θεσσαλονίκη φαίνεται ότι είχε δημιουργήσει ένα ιδιαίτερο τυπικό, το οποίο εγνώριζε καλά ο Άγιος Γρηγόριος, μια και είχε ζήσει αρκετό διάστημα σ’ αυτήν, ακόμη και πριν αρχιερατεύσει. Αυτό το τυπικό φαίνεται ότι καθόριζε το περιεχόμενο της ομιλίας του, και αυτό τον κάνει να αισθάνεται λίγο περιορισμένος.
Θα ήθελε ίσως, παίρνοντας μόνον αφορμή από τον Μάρτυρα, να επιμείνει σε πνευματικά θέματα, όμως είναι υποχρεωμένος να αναφέρει, όπως κάθε χρόνο, τα απαραίτητα, μα πασίγνωστα πια μαρτυρολογικά στοιχεία, πράγμα που τον κάνει να σκεφθεί λίγο και την δυνατότητα της σιωπής.

Τελικά όμως, όπως φαίνεται στην συνέχεια, καταφέρνει να τα συγκεράσει όλα, και αγιολογία και ηθική διδασκαλία και θεολογία και ρητορεία και ερμηνευτική, σε έναν αριστοτεχνικό εγκωμιαστικό λόγο, απόλυτα ισορροπημένο και απαλλαγμένο από το – πολύ σύνηθες σε τέτοια έργα – στοιχείο της υπερβολής.
Θα ήταν μάταιο, νομίζουμε, μέσα στα πλαίσια μιας σύντομης ομιλίας να επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε έστω και εν περιλήψει ολόκληρο τον ειρμό και το περιεχόμενο του λόγου. Όσο για λογοτεχνική ανάλυση και αξιολόγηση, που οπωσδήποτε ξεφεύγει τις δυνατότητες μας,

αρκούμεθα να εκφράσουμε ευλαβικά το θαυμασμό μας για τα «κάλλη του φθέγματος» του θείου Γρηγορίου του Παλαμά, που του προσετέθησαν από τη θεία Πρόνοια, για να διατυπώσει επάξια «τα βάθη του Πνεύματος», που «εξεζήτησε» και αυτός, όπως ακριβώς και ο συνώνυμος του Θεολόγος.

Ας μάς επιτραπεί λοιπόν να μεταφέρουμε κατ’ εκλογήν ορισμένες μόνο από τις βασικές τοποθετήσεις του λόγου παρατρέχοντας τα πάμπολλα ευρήματα και τούς βιβλικούς παραλληλισμούς, που ίσως μόνο μια δόκιμη μετάφραση θα μπορούσε να αποδώσει.
Ήδη εκ προοιμίων, αλλά και πολύ συχνά στη μετέπειτα ροή του λόγου, ο Άγιος Γρηγόριος επιμένει στα πολλαπλά χαρίσματα της αγιότητος του Δημητρίου. Η μετά ευχαριστίας αποστέρηση της κατά κόσμον ευτυχίας και δόξης τον κατατάσσουν μεταξύ των δικαίων, με τους οποίους όμως συγκρινόμενος — και μάλιστα με τον Ιώβ — βρίσκεται πολύ ανώτερος. Αξιώθηκε και προφητικής χάριτος, όπως φαίνεται από τους λόγους του προς το Νέστορα, που ευλαβικά μάς διέσωσε η παράδοση: «Και τον Λυαίον νικήσεις και υπέρ Χριστού μαρτυρήσεις».

Η προ του μαρτυρίου Ιεραποστολική του δράσις στη Θεσσαλονίκη από την επίσημη μάλιστα θέση του υπάτου, αλλά και η μετά θάνατον, δια των θαυμάτων του Αγίου, μεταστροφή ολοκλήρου της πόλεως στο Χριστιανισμό είναι μάρτυρες της αποστολικής χάριτος και αξίας που του εδόθη.

Η παρθενία του και η άμεμπτη προ του μαρτυρίου ζωή του τον κατατάσσουν αυτοδικαίως και στις τάξεις των όσιων. Η «σπουδή της σοφίας» και «η περί λόγους παιδεία», που τον κοσμούσαν σαν ανώτατο αξιωματούχο του κράτους, του δίδουν το χρίσμα του διδασκάλου. Μάλιστα στον «ωρατίωνα», τον κοντό εκείνο αγορευτικό μανδύα που φορούσαν στους ώμους οι Ρωμαίοι αξιωματούχοι, και στον υπατικό δακτύλιο του, που μετά το μαρτύριό του άρχισαν να θαυματουργούν στα χέρια του Λούπου, ο Γρηγόριος δεν κρύβει, πώς βλέπει κάποιο συμβολισμό της «μυστικώς δεδομένης διδασκαλικής αξίας και προεδρίας».

Μόνη η ορατή Ιεροσύνη του λείπει φαίνεται να υπονοεί η φράση: «…μόνος ή πάνυ μετ’ ολίγων τα πάντα τελεί». Ιδιαίτερα στο θέμα της παρθενίας του Αγίου Δημητρίου επανέρχεται πολλές φορές ο παρθένος και μοναχός Παλαμάς…

Με τη σειρά μας θα λέγαμε πως η συνάντηση αυτή όλων των γνωρισμάτων της αγιότητος σε ένα και το αυτό πρόσωπο είναι χαρακτηριστικό όλων των άλλων Αγίων της Εκκλησίας μας. Και για να μην πάμε πολύ μακριά, ο βίος του ίδιου του μεγάλου Παλαμά, τον αποδεικνύει όχι μόνον όσιο και διδάσκαλο και Ιεράρχη, αλλά και προφήτη και απόστολο και μάρτυρα τη προαιρέσει. επαληθεύεται και πάλι το ότι μόνον ένας μεγάλος μπορεί να καταλάβει και παινέσει επάξια έναν μεγάλο.
Ένα άλλο κεντρικό σημείο του λόγου είναι ο παραλληλισμός του Αγίου Δημητρίου με τον Χριστό, η επισήμανση δηλαδή στο πρόσωπο του Μεγαλομάρτυρος ενός «τύπου Χριστού μετά Χριστόν», αν είναι δυνατόν να λεχθεί κάτι τέτοιο. Το στοιχείο αυτό δεν είναι κάτι καινούριο. Βέβαια για κάθε άγιο ισχύει το του Αποστόλου Παύλου: «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός».

Στον Άγιο Δημήτριο όμως, όλα τα βιογραφικά στοιχεία με αφορμή και αφετηρία τη λόγχευση της πλευράς συντείνουν σε μία όχι μόνο μυστική, αλλά και εξωτερική εξεικόνιση του Χριστού στο πρόσωπό του: Το νεανικό της ηλικίας, η παρθενία, η διδασκαλική δράση που επιστεγάζεται από το εκούσιο μαρτύριο, η τετρωμένη πλευρά που γίνεται πηγή μύρου και ιάσεων, ο εξιλαστικός χαρακτήρας που παίρνει το μαρτύριο του Αγίου υπέρ μιας ολοκλήρου πόλεως

είναι στοιχεία που πολύ νωρίς επεσημάνθησαν και ίσως πήραν τις ανάλογες λατρευτικές προεκτάσεις, ενώ μεταγενέστερα επί του αγίου Συμεών αποκρυσταλλώνονται πλέον λειτουργικά και υμνογραφικά σε ακολουθίες και ύμνους σαν αυτούς που ακούγονται ιδιαίτερα κατά τους όρθρους όλης αυτής της εβδομάδος μέσα στον εφέστιο τούτο του Μεγαλομάρτυρος.

Ειδικά, ο Άγιος Γρηγόριος, εκτός από την εφαρμογή ορισμένων χριστολογικών χωρίων και τύπων της Παλαιάς Διαθήκης που κάνει στον Άγιο Δημήτριο, αναφερόμενος και στην πολλαπλή λόγχευση της πλευράς του, την θεωρεί αναπλήρωση των «υστερημάτων των θλίψεων του Χριστού» κατά τον Απόστολο Παύλο, η οποία γίνεται από τους Αγίους υπέρ του Σώματός Του που είναι η Εκκλησία.
«Τελειωθείς εν ολίγω επλήρωσε χρόνους μακρούς». Τα ελάχιστα βιογραφικά στοιχεία του μάρτυρος και το σύντομο μαρτύριό του θέτουν πάντοτε σε δοκιμασία την φιλοπράγμονα διάθεση των περί τα συναξαριακά ενασχολούμενων ευλαβών, όπως ακριβώς και εκείνου του Αγιορείτη ασκητή Βιταλίου, που αναφέρεται στις διηγήσεις των θαυμάτων του Αγίου. 
Να η απορία του, όπως την συνοψίζει ο αφηγητής του θαύματος Σταυράκιος: 

«Αφού τόσο σύντομος ήταν ο μαρτυρικός αγώνας του και ακαριαίο το μαρτύριό του και μόνη η πλευρά του επλήγη, τι ήταν αυτό που του προεξένησε την τόση αφθονία των μύρων;»… 

Υπάρχουν πολλοί μάρτυρες που και περισσότερα και δριμύτερα και πιο μακροχρόνια βάσανα υπέμειναν και παρθένοι ήσαν και ίσως να ετελειώθησαν και με λόγχευση της πλευράς κατά μίμησιν του Χριστού. Τι είναι εκείνο που ανέδειξε μεγαλομάρτυρα και οικουμενικό θαυματουργό τον Δημήτριο;
«Επί τω Δημητρίω ακραιφνώς τα πάντα συνέδραμον» σπεύδει να απαντήσει ο ρητορικότατος Σταυράκιος, προτού διηγηθεί το σχετικό θαύμα που έπεισε τελικά στην πράξη τον Βιτάλιο. Στο σημείο αυτό ο θείος Γρηγόριος αισθάνεται ότι έχει να πει περισσότερα. Και εδώ μόνος αυτός μπορεί να καταλάβει και να ερμηνεύσει τον Μάρτυρα βάσει της δικής του εμπειρίας.

Να λοιπόν πώς εξηγεί αυτός εκείνο το «ακραιφνώς» του Σταυρακίου: 


«Γιατί ούτε στο νου του, λέγει, δεν καταδέχθηκε ποτέ να βάλει (ο Άγιος) κάτι από τα μη θεοσεβή, ούτε ξεκίνησε να κάνει καμιά πράξη όχι θεάρεστη. Αλλά αφού φύλαξε αμίαντη στον εαυτό του τη Θεία Χάρη του κατά Χριστόν βαπτίσματος, είχε πάντοτε το θέλημά του σύμφωνο με τον νόμο του Κυρίου». 

Και λίγο πιο κάτω: «(Ο Δημήτριος) ήταν ωραίος, όχι μόνον κατά τον έξω αισθητό άνθρωπο, αλλά πολύ περισσότερο κατά τον εσωτερικό και αόρατο, τον οποίο βλέποντας ο καρδιογνώστης Θεός τόσο αιχμαλωτίσθηκε από το νοερό κάλλος του, ώστε να ευδοκήσει να σκηνώσει μέσα σ’ αυτόν και να αποτελέσει ένα πνεύμα με αυτόν, και ξεκινώντας από εκεί να τον κάνει ολόκληρο θείο».
Ο Δημήτριος δηλαδή είχε φθάσει διά της νήψεως ήδη και προ του μαρτυρίου στην τελειότητα και στη θέωση και έτσι, κατά την ανεξερεύνητη βουλή του Θεού, δε χρειαζόταν παρά ένα σύντομο μαρτύριο, με το οποίο σαν άλλος πνευματικός στάχυς θα θεριζόταν, για να συναχθεί στις ουράνιες αποθήκες. 

Τα φοβερά βασανιστήρια από τα όποια έπρεπε να περάσουν άλλοι μάρτυρες υποβασταζόμενοι από την Χάρη του Θεού, για να δοκιμασθεί έτσι και να ατσαλωθεί η προαίρεσή τους, δεν χρειαζόταν στον Δημήτριο, γιατί αυτός, όπως λέγει ο θείος Παλαμάς «πριν ή γνώναι το κακόν, έξελέξατο το αγαθόν». 


Με την νηπτική εργασία, η οποία ήταν θεοδίδακτος, είχε καταστεί τόσο τέλειος κατά την προαίρεση, ώστε ο πειράζων, μη βλέποντας καμμιά πιθανότητα επιτυχίας, μετά τον πρώτο ανιχνευτικό πειρασμό του σκορπιού, δεν τόλμησε να επιστρέψει από φόβο μήπως πολλαπλασιάσει τους στεφάνους του Μάρτυρος.


Όλα αυτά βέβαια δεν αναφέρονται επί λέξει στο εγκώμιο και ας μάς συγχωρήσει ο Άγιος Γρηγόριος! Πιστεύουμε όμως πως διερμηνεύουμε εκείνα στα οποία αυτός δεν μπόρεσε να επεκταθεί περιορισμένος από την περίσταση και «σχήμα του λόγου», όπως λέγει.
Στον περίφημο όμως δεύτερο λόγο του στα Εισόδια, που συνέγραψε μέσα στο οικείο περιβάλλον της ησυχίας του Αγίου Όρους, μάς δίνει ένα άλλο πιο εκτεταμένο παράδειγμα αυτού του είδους της «Νηπτικής ερμηνείας».
Εξηγεί δηλαδή ο μύστης της Θεοτόκου Γρηγόριος, ότι εκείνο που έκανε την Παρθένο άξια να γίνει Μητέρα του Θεού ήταν η τελειότητα της προαιρέσεως της, στην οποία έφθασε διά της νήψεως και της Ιεράς ησυχίας στο διάστημα της παραμονής της μέσα στον Ναό.

«Πολιά δε έστιν φρόνησις άνθρώποις και ηλικία γήρως βίος άκηλίδωτος». (= Γέροντας δεν είναι ο ηλικιωμένος, αλλά ο σώφρον). «ἄσπρα μαλλιά εἶναι στούς ἀνθρώπους ἡ σύνεση καί γεροντική ἡλικία ὁ ἀκηλίδωτος βίος».(Σοφ.Σολ.4, 9).

Ένα πολύ χαρακτηριστικό γνώρισμα της αγιότητος του Δημητρίου, το οποίο φαίνεται να υπογραμμίζει ιδιαίτερα ο Άγιος Γρηγόριος, είναι το νεαρόν της ηλικίας του. Τον ονομάζει «νεανίαν απαλόν», «νέον έτι κομιδή» και «στεφανίτην έκ ου».
Το γεροντικό του φρόνημα όμως, τον έκανε διδάσκαλο και εμψυχωτή, όχι μόνον του Νέστορος, του οποίου την νεότητα και ο ίδιος ο Μαξιμιανός λυπήθηκε, αλλά και πάντων των «εύσεβεΐν αίρουμένων». Οι οποίοι ασχέτως ηλικίας κατέφευγαν στην υπόγεια εκείνη στοά, όπου δίδασκε ο Μάρτυς και η οποία γι’αυτό τον λόγο, όπως υποστηρίζει ο Άγιος, έδωσε το όνομα «Καταφυγή» στον ναό της Θεοτόκου που αργότερα κτίστηκε επάνω της.

«Αγαθόν ανδρί όταν άρη τον ζυγόν αυτού εκ νεότητος αυτού». 


Απόδειξη ο Δημήτριος, ο Νέστωρ, ο ίδιος ο Παλαμάς. Η νεότητα έχει λαμπρά παραδείγματα προς μίμηση. Οι μεγαλύτεροι ας μην σπεύδουμε πάντοτε να προδικάζουμε το νεανικό ενθουσιασμό. Χρειάζονται ισχυρά αντίδοτα, για να καταπολεμηθεί η σημερινή γενική δηλητηρίαση. Η αγιότητα, η θυσία, το μαρτύριο είναι τα μόνα ικανά να μεταμορφώσουν τον κόσμο.


Η Εκκλησία θεμελιώθηκε με το αίμα του Χριστού πάνω στους τάφους και τα λείψανα των Μαρτύρων. Χωρίς θυσία, αδύνατη η αλλαγή και η μεταμόρφωσις…

Ας παρακαλέσουμε να αξιωθούμε, με την προς Θεόν Ικεσία και πρεσβεία του αγίου ένδοξου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, και «της ατελεύτητου των σωζομένων πανηγύρεως εν ουρανοίς, ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει δόξα, κράτος, τιμή και προσκύνησις συν τώ ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω Πνεύματι νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν»…

Ἀΰλου μύρου, τή μυστική εὐωδία…
Το εγκώμιο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά στον άγιο
Δημήτριο τον Μυροβλύτη

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
ΤΕΥΧΟΣ 5, Σεπτέμβριος – Οκτωβριος 1989


1. Ομιλία εκφωνηθείσα στον Ι. Ναό του Αγίου Δημητρίου στην Θεσσαλονίκη στις 23-10-1984.
2. Μετάφρασις της ομιλίας αυτής έχουν πρόσφατα δημοσιευθεί στα βιβλία:
Π. Χρήστου, Γρηγορίου του Παλαμά, Άπαντα τα έργα, τ. 11, σ. 163 κ. εξ., Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας 79, Θεσσαλονίκη 1986.
Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Λόγοι: α) Εις τα Εισόδια της Θεοτόκου β) Εις τον Άγιον Δημήτριον. Έκδοσις Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Αθανασίου, Άγιον Όρος 1987, σ. 55 κ.εξ. («…μεταγλωτισθείς εις το απλούν υπό ανωνύμου»).
3. Βλ. Ι. Φουντούλη, «Μεγάλη Εβδομάς» του Αγίου Δημητρίου, Κείμενα Λειτουργικής 17, Θεσσαλονίκη 1979.
4. βλ. Ιωακείμ ‘Ιβηρίτου, Ιωάννου Σταυρακίου, Λόγος είς τα θαύματα του Αγίου Δημητρίου, Μαχεδονικά τ. 1, θεσσαλονίκη 1940, σ. 351 κ. εξ.
5. πρβλ. Ρωμ. ε’ 6
6. πρβλ. Ρωμ. ε’ 10

Ό,τι έχεις μέσα σου παιδιάτικο…

Ό,τι έχεις μέσα σου παιδιάτικο ~ Γεώργιος 

Δροσίνης

Ό,τι έχεις μέσα σου παιδιάτικο 

σα θησαυρό να το φυλάξεις…

Τους λογισμούς, τους πόθους σου άλλαξε, 
μ’ αυτό ποτέ να μην αλλάξεις…
Όποτε της ζωής τα ψεύτικα κι άσχημα, 
σφίγγουν την καρδιά σου,
μέσα σ’ ό,τι φύλαξες παιδιάτικο 
θα βρίσκεις την παρηγοριά σου…
Κι όταν χλωρο-φυλλιάσει η όψη σου 
και στα μαλλιά σου πέσουν χιόνια,
μόνο ό,τι φύλαξες παιδιάτικο 
θα μείνει απείραχτο απ’ τα χρόνια…

Δείτε και: 




«Οἰκονομικός ὁλοκληρωτισμός. Μία θεολογική προσέγγιση».

(«Το υπερκράτος, η υπεροικονομία, η υπερθρησκεία δεν θα υπηρετούν τον Χριστό και τον άνθρωπο, ως εικόνα του Θεού, αλλά τον αντίχριστο και όσους προσκυνήσουν τον αντίχριστο». ~ π. Γεώργιος Καψάνης, Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου) 

«Οἰκονομικός ὁλοκληρωτισμός. Μία θεολογική προσέγγιση»

Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Ἀναστασίου


Εἰσαγωγικά
Στήν ἀποψινή μας εἰσήγηση θά ἑστιάσουμε ἐπιλεκτικά σέ κάποιες συγκεκριμένες πτυχές τοῦ ὅλου θέματος, οἱ ὁποῖες ἅπτονται τῆς θεολογικῆς πλευρᾶς του. Συγκεκριμένα θά ἀναφερθοῦμε:
1. Στό αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου καί στήν θεολογική διάσταση τῆς ἐλευθερίας του, πού πλήττεται βάναυσα ἀπό τόν ἠλεκτρονικό καί οἰκονομικό ὁλοκληρωτισμό πού τείνει νά ἐπιβληθεῖ.
2. Στήν ἐσχατολογική διάσταση τοῦ θέματος: τήν σύγχρονη, δηλαδή, ἀποστασία∙ τό μυστήριο τῆς ἀνομίας καί πῶς ἐνεργεῖται στήν ἐποχή μας∙ τά προδρομικά σημεῖα τῆς ἐλεύσεως τοῦ Ἀντιχρίστου.
3. Στήν ἀντιμετώπιση τῶν διάφορων συγχρόνων πρακτικῶν ζητημάτων πού καθημερινά ἀνακύπτουν.
4. Στήν μετάνοια καί τήν προσευχή ὡς τά πλέον δραστικά ἀντίδοτα-φάρμακα στήν ἀνομία καί τήν ἀποστασία καί ὡς τά μόνα ἀποτελεσματικά μέσα γιά τήν ἀποτροπή ὅλων τῶν ἐπερχόμενων δεινῶν.
1. Αὐτεξούσιο – ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου.

Ὁ Θε­ός ἔ­πλα­σε τόν ἄν­θρω­πο «κα­τ’ εἰ­κό­να καί κα­θ’ ὁ­μοί­ω­σίν» Του, γι’ αὐ­τό καί τοῦ δώ­ρη­σε ἕ­να ἀ­πό τά με­γα­λύ­τε­ρα ἀ­γα­θά, πού μαζί μέ τήν λογική, τόν διακρίνει ἀπό τά ἄλογα ζῶα, τό ἀ­γα­θό τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας, δηλαδή τό αὐτεξούσιο. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης χαρακτηρίζει τό αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου ὡς, κατά χάριν, ἰσόθεο τιμή στόν θεοειδή ἄνθρωπο[1].
Τό αὐ­τε­ξού­σιο τοῦ ἀν­θρώ­που καί ἡ ἐ­λεύ­θε­ρη προ­αί­ρε­σή τουστίς ἐ­πι­λο­γές καί τίς πρά­ξεις του τόν κα­θι­στᾶ κύ­ριο κρι­τή τῶν ἀ­πο­φά­σε­ών του καί ὑ­πεύ­θυ­νο τῆς σω­τη­ρί­ας του. Τό­σο πο­λύ, μά­λι­στα, σέ­βε­ται ὁ Θε­ός τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που, πού, ὅ­πως μᾶς ἀ­να­φέ­ρει τό πα­τε­ρι­κό λό­γιο, «ὁ ἄ­νευ σοῦ πλά­σας σε (Θε­ός) οὐ δύ­να­ται ἄ­νευ σοῦ σῶ­σαί σε»· δη­λα­δή ὁ Θε­ός, πού χω­ρίς τήν δι­κή σου συμ­με­το­χή σέ ἔ­πλα­σε, δέν μπο­ρεῖ, χω­ρίς τήν δι­κή σου συμ­με­το­χή, νά σέ σώ­σει.

Τό αὐτεξούσιο, ἡ ἐλευθερία τῆς βουλήσεως δηλαδή, εἶναι πραγματικά μοναδική καί μεγαλειώδης δωρεά τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο, ἀφοῦ τοῦ παρέχει τήν δυνατότητα καί τό δικαίωμα νά κάνει ἐλεύθερα καί ἀβίαστα τίς ἐπιλογές του καί νά φθάνει ἀκόμη στό σημεῖο νά Τόν ὑβρίζει καί νά Τόν ἀρνεῖται.

Καί ὁ Μέγας Βασίλειος σημειώνει γιά τό ἴδιο θέμα: «Ἀλλά γιατί δέν ἔχουμε στήν φύση μας τήν ἀναμαρτησία, ὥστε καί ὅταν ἀκόμη θέλουμε, νά μήν ὑπάρχει σέ μᾶς ἡ ἁμαρτία; Γιατί κι ἐσύ τούς δούλους σου δέν τούς θεωρεῖς φίλους, ὅταν τούς κρατᾶς δέσμιους, ἀλλά ὅταν τούς δεῖς ἑκούσια νά ἐκτελοῦν τά καθήκοντα σέ σένα.

Καί στόν Θεό λοιπόν δέν ἀρέσει ὅ,τι γίνεται ἐξ ἀνάγκης, ἀλλά αὐτό πού ἐπιτυγχάνεται μέ τήν ἀρετή. Ἡ δέ ἀρετή ἐπιτυγχάνεται μέ τήν ἐλεύθερη βούληση καί ὄχι μέ τήν ἀναγκαιότητα. Ἡ ἐλεύθερη βούληση ἔχει ἐξαρτηθεῖ ἀπό τά “ἐφ’ ἡμῖν”. Τό “ἐφ’ ἡμῖν” ὅμως εἶναι τό αὐτεξούσιο»[2].

Κανείς, λοιπόν, δέν ἐπιτρέπεται νά ἐπιβάλει στόν ἄνθρωπο τήν θέλησή του ἤ νά τόν ἐξαναγκάσει σέ ὁποιαδήποτε ἐπιλογή, ἀφοῦ οὔτε ὁ ἴδιος ὁ Θεός δέν τό ἐπιτρέπει αὐτό στόν ἑαυτό Του. 

Μᾶς λέει καί πάλι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης: «Αὐτόν πού ἔχει δημιουργηθεῖ καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ καί στόν ὁποῖο ἔχει δοθεῖ ἀπό τόν Θεό ἡ ἐξουσία νά εἶναι ἄρχοντας ὅλης τῆς γῆς καί ὅλων ὅσων ὑπάρχουν ἐπάνω στήν γῆ, ποιός μπορεῖ νά τόν ἀπεμπολήσει, πές, καί ποιός νά τόν ἐξαγοράσει; Μόνον ὁ Θεός μπορεῖ νά τό κάνει αὐτό, μᾶλλον δέ οὔτε αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Γιατί τά χαρίσματα, καθώς λένε, εἶναι ἀμετάκλητα», «ἀμεταμέλητα γάρ, φησί, τά χαρίσματα».[3]
Ἐνῶ, λοιπόν, οὔτε ὁ ἴδιος ὁ Θεός δέν ἐπιβάλλει κάποιον ἐξαναγκασμό στόν ἄνθρωπο, σεβόμενος τήν ἐλευθερία, πού ὁ Ἴδιος τοῦ δώρησε, τό συγκεντρωτικό ἠλεκτρονικό σύστημα ἐλέγχου – δαιμονικῆς ἐμπνεύσεως καί σχεδιασμοῦ – ἔρχεται νά «ὑπερβεῖ» ἀκόμη καί τόν ἴδιο τόν Θεό! Ἐπιχειρεῖ, λοιπόν – ἀφοῦ δέν μπορεῖ ἀναγκαστικά νά ἐπιβληθεῖ – νά ἐλέγξει, νά χειραγωγήσει καί νά κατευθύνει τήν βούληση τοῦ ἀνθρώπου. Κινεῖται, δηλαδή, ἀρνητικά πρός τόν Θεό, στούς ἀντίποδες τοῦ θελήματός Του.
Κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, δημιουργώντας ὁ Θεός αὐτεξούσιο τόν ἄνθρωπο στέρησε τήν δυνατότητα στόν πονηρό νά ἀσκεῖ βία ἐπάνω του. Μόνο μέ πειθώ ἤ δόλο μπορεῖ νά ἐπηρεάσει ὁ διάβολος τή θέληση τοῦ ἀνθρώπου καί νά τόν κάνει κοινωνό τῆς ἀποστασίας του [4]. Σύμφωνα, ἄλλωστε, καί μέ τό πατερικό λόγιο, ὁ Διάβολος ἔχει δικαίωμα μόνο «νά πείθει καί νά πειράζει», ὄχι νά ἐξαναγκάζει καί νά ἐπιβάλει μέ τήν βία.
Εἶναι φανερό ὅτι ἡ φαλκίδευση τῆς θεόσδοτης ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ποδηγέτηση καί ἡ ἐπιχείρηση ἐξαναγκασμοῦ του εἶναι ἔργο τοῦ διαβόλου, πού προσπαθεῖ μέ πονηρία καί δόλο, ἀλλά καί μέ ψυχολογική βία νά καταστήσει τόν ἄνθρωπο δέσμιο ἑνός ἀνελεύθερου καί, ἐν τέλει, ἀντίθεου συστήματος.

Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μέ κάθε ἀπόφαση, ἐπιλογή καί ἐνέργειά του πού τόν χαρακτηρίζει. Μέ­σα, ὅμως, στόν σύγ­χρο­νο ἠ­λε­κτρο­νι­κό ὁ­λο­κλη­ρω­τι­σμό, πού ἐ­πι­χει­ρεῖ­ται, ὁ ἀν­θρώ­πι­νος πα­ρά­γον­τας ἐκ­μη­δε­νί­ζε­ται, ὁ ἄν­θρω­πος χά­νει τήν ἰ­δι­ο­προ­σω­πί­α του, κα­θώς τό σύ­στη­μα ἀ­να­γνω­ρί­ζει μό­νον ἀ­ριθ­μούς καί στοι­χεῖ­α.

Παύ­ου­με, δη­λα­δή, γιά τό σύστημα νά εἴ­μα­στε προ­σω­πι­κό­τη­τες μέ ἐ­λεύ­θε­ρη βού­λη­ση καί ἐπιλογές καί γι­νό­μα­στε ἀν­τι­κεί­με­να πλη­ρο­φο­ρι­ῶν καί συλ­λο­γῆς δε­δο­μέ­νων. Ὁ ἄνθρωπος καταντᾶ ἕνα ἐργαλεῖο στόν μηχανισμό τοῦ συστήματος, ἕνας ἀριθμός, μία ἁπλή μονάδα παραγωγῆς, χωρίς προσωπικότητα.

Ἀν­τι­με­τω­πί­ζε­ται ἀπό τό σύστημα μο­νο­με­ρῶς, μό­νο ὡς πρός τήν ὑ­λι­κή του δι­ά­στα­ση, καί παραθεωρεῖται κά­θε πνευ­μα­τι­κό στοι­χεῖ­ο πού τόν χα­ρα­κτη­ρί­ζει. Στήν οὐ­σί­α, μέ τόν τρό­πο αὐ­τό ἐ­πι­βάλ­λε­ται ἕ­νας ἰ­δι­ό­τυ­πος μο­νο­φυ­σι­τι­σμός, ὅ­που ὁ ἄν­θρω­πος δέν ἀν­τι­με­τω­πί­ζε­ται ὡς ψυ­χο­σω­μα­τι­κή ἑ­νό­τη­τα, ὡς δι­φυ­ής ὀν­τό­τη­τα ψυ­χῆς καί σώ­μα­τος, ἀλ­λά ὑ­πο­τι­μᾶ­ται καί ὑ­πο­βαθ­μί­ζε­ται.


Αὐ­τό πού ἐ­πι­χει­ρεῖ­ται εἶ­ναι νά συν­θλι­βεῖ ὁ ἄνθρωπος, νά συν­θλι­βεῖ καί νά ἐ­ξου­δε­τε­ρω­θεῖ ἡ ἀ­θά­να­τη ψυ­χή του. Αὐ­τό πού ἐ­πι­θυ­μοῦν οἱ ἐμπνευστές τοῦ συστήματος εἶ­ναι νά δη­μι­ουρ­γή­σουν με­ταλ­λαγ­μέ­νους ἀν­θρώ­πους, ἄ­ψυ­χους, ἀ­πνευ­μά­τι­στους καί ἀ­νερ­μά­τι­στους, χω­ρίς πνο­ή, χω­ρίς θέ­λη­ση, χωρίς σκοπό, χωρίς Χριστό καί ἐλπίδα, χωρίς Οὐράνια Πατρίδα. Νά δη­μι­ουρ­γή­σουν ἀν­θρώ­πους πού θά λει­τουρ­γοῦν ὡς μα­ρι­ο­νέ­τες, ὡς ἄ­ψυ­χες μο­νά­δες πα­ρα­γω­γῆς, ὡς οἰκονομικά ἀναλώσιμα μεγέθη.
Γι’ αὐτό καί τά ζητήματα τῆς οἰκονομίας εἶναι τά μόνα, πού προβάλλονται συνεχῶς καί μονομερῶς στά ΜΜΕ. Κατευθύνουν, ἔτσι, μεθοδευμένα καί καθοδηγοῦν τούς ἀνθρώπους σέ μία καθαρά ὑλιστική ἀντιμετώπιση τῆς ζωῆς, ἀναβιβάζοντας τόν οἰκονομικό παράγοντα ὡς κυρίαρχο καί πρωτεῦον ζήτημα…

2. Ἡ ἐσχατολογική διάσταση τοῦ θέματος – Ἡ σύγχρονη ἀποστασία.

Tό ἀντίθεο αὐτό σύστημα ἠλεκτρονικοῦ καί οἰκονομικοῦ ὁλοκληρωτισμοῦ, πού οἰκοδομεῖται μέσῳ τοῦ ἠλεκτρονικοῦ φακελλώματος, τῶν ποικίλων ἠλεκτρονικῶν καρτῶν, τῶν ἠλεκτρονικῶν ταυτοτήτων, τῶν ἠλεκτρονικῶν συναλλαγῶν, τοῦ πλαστικοῦ χρήματος, τῆς ἀχρήματης κοινωνίας καί τόσων ἄλλων μεθόδων, ἀποτελεῖ τμῆμα, ἀλλά καί φορέα τῆς σύγχρονης ἀποστασίας. Εἶναι σημεῖο τῆς ἀνομίας πού ἐνεργεῖται καί τῆς ἁμαρτίας, πού γνωρίζει μία ἀσυνήθιστα μεγάλη ἔξαρση καί ἔνταση στίς μέρες μας.
Τό ἱ­ε­ρό βι­βλί­ο τῆς Ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ως μᾶς προ­ει­δο­ποι­εῖ σα­φῶς γιά τό πνεῦ­μα ἀλ­λοί­ω­σης καί δι­ά­βρω­σης πού θά προ­η­γη­θεῖ τῆς ἐ­λεύ­σε­ως τοῦ Ἀν­τι­χρί­στου καί πού θά λει­τουρ­γή­σει προ­δρο­μι­κά στήν κυ­ρι­αρ­χί­α του. Ὁ Ἀν­τί­χρι­στος, δη­λα­δή, δέν θά ἐμ­φα­νι­σθεῖ καί δέν θά ἑ­δραι­ώ­σει τήν παγ­κό­σμια κυ­ρι­αρ­χί­α του ἐν­τε­λῶς ξαφ­νι­κά ἀ­να­τρέ­πον­τας ἄρ­δην τήν πο­ρεί­α τῆς ἱ­στο­ρί­ας.

Ἀν­τί­θε­τα, θά στη­ρι­χθεῖ σέ μί­α δι­α­μορ­φω­μέ­νη ἀ­πό πο­λύ νω­ρί­τε­ρα κα­τά­στα­ση, στήν ὁ­ποί­α θά ἔ­χουν ἐ­θι­σθεῖ οἱ ἄν­θρω­ποι. Κι αὐτό γιατί γιά πά­ρα πο­λύ με­γά­λο χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα θά ἔχουν συνηθίσει νά ζοῦν καί νά δρα­στη­ρι­ο­ποι­οῦνται μέ βά­ση τίς πρα­κτι­κές ἑ­νός συγ­κε­κρι­μέ­νου ἀν­τί­θε­ου, ἀντίχριστου καί ἀντιευαγγελικοῦ τρό­που ζω­ῆς, πού θά φαν­τά­ζει πλέ­ον μο­νό­δρο­μος γιά τόν κα­θέ­να.

Πρόκειται γιά τό μυστήριο τῆς ἀνομίας, πού ἐνεργεῖται μέσα στήν ἱστορία μέ φορεῖς τούς ἑκάστοτε προδρόμους τοῦ Ἀντιχρίστου. «Ἀν­τί­χρι­στοι πολ­λοί γε­γό­να­σι» [5], σύμφωνα μέ τό ἱερό Εὐ­αγ­γέ­λιο. «Ὁ ἀντίχριστος ἔχει τούς προδρόμους του», μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, «οἱ ὁποῖοι εἶναι ἄπειροι: αὐτοί ἄρχισαν νά ἐμφανίζωνται ἀκόμη ἀπό τίς πρῶτες μέρες τοῦ Χριστιανισμοῦ, στό πρόσωπο τῶν διαφόρων εἰδῶν χριστοπολεμίων, χριστομισούντων καί χριστοδιωκτῶν (Α΄ Ἰω. 2,18) καί συνεχίζουν νά ὑπάρχουν σέ ὅλη τήν ἱστορία τοῦ χριστιανισμοῦ.

Καί ποιός εἶναι ὁ σκοπός αὐτῶν τῶν ἀντιχρίστων προδρόμων;

Νά ἐκδιώξουν τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, νά καταστρέψουν τό ἔργο Του, νά διαλύσουν τήν Ἐκκλησία Του, καί μέ αὐτό νά “ἀδυνατίσουν” ἤ νά καταστήσουν ἀδύνατη τήν διάθεση τῶν ἀνθρώπων γιά σωτηρία, μέ τήν βοήθεια τοῦ Μοναδικοῦ Σωτῆρα τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Πραγματικά, αὐτοί ἕνα ἐπιθυμοῦν καί γιά ἕνα ἐργάζονται: νά “ἐξαφανίσουν”, ἄν εἶναι δυνατόν, τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό “ἀπό προσώπου τῆς γῆς”» [6].

Αὐτό εἶναι καί στίς μέρες μας τό ἔργο ὅλων τῶν ἀντίθεων δυνάμεων, τῶν προδρομικῶν τοῦ Ἀντιχρίστου, πού μέ τήν ἐκ­κο­σμί­κευ­ση καί τήν προ­σκόλ­λη­ση, τήν ἐ­ξάρ­τη­ση καί τήν ὑ­πο­δού­λω­ση τῶν πι­στῶν στήν ἄκρατη εὐ­δαι­μο­νί­α τῶν ὑ­λι­κῶν ἀ­γα­θῶν καί τῆς πληθώρας τῶν τε­χνι­κῶν καί τε­χνο­λο­γι­κῶν ἀ­νέ­σε­ων.

Τούς ὁ­δη­γοῦν μα­κριά ἀ­πό τόν Θε­ό καί τήν Ἐκ­κλη­σί­α Του, ἐ­ξαρ­τη­μέ­νους, ὅ­λο καί πε­ρισ­σό­τε­ρο, ἀ­πό τό δαι­μο­νι­κό πνεῦ­μα τοῦ Ἀν­τι­χρί­στου, τό πνεῦ­μα κα­τάρ­ρευ­σης καί σή­ψης πού ἐπικρατεῖ παντοῦ. Ἡ ἐ­ξά­πλω­ση τῶν αἱ­ρέ­σε­ων καί τῆς Νέ­ας Ἐ­πο­χῆς, ἡ δι­α­βρω­τι­κή ἐ­πέ­κτα­ση τῆς πανθρησκείας, τοῦ συγκρητισμοῦ καί τοῦ οἰ­κου­με­νι­σμοῦ ἐ­νι­σχύ­ουν τό πνεῦ­μα σύγ­χυ­σης καί πλά­νης, παραχωρώντας ὅ­λο καί πε­ρισ­σό­τε­ρο ἔ­δα­φος στόν Δι­ά­βο­λο.

Ἡ κα­θο­λι­κή ἀ­πα­ξί­ω­ση τῶν πα­ρα­δό­σε­ων,

ἡ ἐ­πι­χεί­ρη­ση τῆς ἐ­θνι­κῆς καί ἐ­θνο­λο­γι­κῆς μας με­ταλ­λά­ξε­ως,

ἡ ἐ­πι­βο­λή τῆς πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κό­τη­τας καί τοῦ συγ­κρη­τι­σμοῦ,

ἡ ἀ­πο­χρι­στι­α­νο­ποί­η­ση τοῦ κρά­τους καί τῆς κοι­νω­νί­ας μας,

ἡ πρωτοφανής νο­μι­μο­ποί­η­ση τῶν ἠ­θι­κῶν πα­ρε­κτρο­πῶν,

ἡ ὑποβάθμιση καί ἀλλοίωση τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν,

ἡ σχεδιαζόμενη συνταγματική ἀναθεώρηση μέ σκοπό τόν ἐξοβελισμό τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν κοινωνία καί τήν πατρίδα μας καί ἡ θέσπιση μιᾶς σειρᾶς ἄλλων ἀντίχριστων καί ἀντιευαγγελικῶν νόμων, εἶ­ναι ὅ­λα ὅ­σα ἔχουν ἐπιλεγεῖ, ὥ­στε νά ἀμ­βλυν­θοῦν οἱ συ­νει­δή­σεις καί νά καμ­φθοῦν οἱ πνευ­μα­τι­κές ἀν­τι­στά­σεις καί τά ἀν­τι­σώ­μα­τα τοῦ λα­οῦ μας.

Ὅπως παρατηρεῖ καί πάλι ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς: «ἡ ὁλόπλευρη ἐνέργεια τοῦ ἀντιχρίστου καί ὅλων τῶν προδρόμων του, στό ἀνθρώπινο γένος, ἔχει ἕνα σκοπό: νά διακηρύξει παντοῦ ὅτι ὅλοι οἱ νόμοι τοῦ Θεοῦ, ὅλοι οἱ νόμοι τοῦ Χριστοῦ εἶναι κακοί καί ἐπικίνδυνοι, ὅτι εἶναι θανατηφόροι γιά τούς ἀνθρώπους, γιά ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος.

Γι’ αὐτό καί ὅλοι αὐτοί οἱ νόμοι, πρέπει νά ἀπορριφθοῦν καί νά ἀντικατασταθοῦν μέ ἄλλους νόμους, ἀντίθετου περιεχομένου καί ἀντίθετης σκέψεως! Ὁ Χριστός νά ἀντικατασταθεῖ ἀπό τόν ἀντίχριστο καί ὅλοι Του οἱ κανόνες καί οἱ νόμοι, νά ἀντικατασταθοῦν ἀπό τούς κανόνες καί τούς νόμους τοῦ ἀντιχρίστου!» [7].


Καί συνεχίζει σέ ἄλλο σημεῖο ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος: «Καί ἐνεργεῖ ἔτσι ἡ ἀνομία, μέ ἕνα καί μοναδικό σκοπό: νά παρεμποδίσει τήν σωτηρία, νά κάνει ἀδύνατη τήν σωτηρία σέ ὅσο τό δυνατό μεγαλύτερο ἀριθμό ἀνθρώπων, νά ἀπομακρύνει τούς «πλείστους τῶν ἀνθρώπων» ἀπό τόν Μοναδικό Σωτήρα τοῦ ἀνθρώπινου γένους.

Τό «τεράστιο μυστήριο τῆς ἀνομίας», δραστηριοποιεῖται καί ἀπεργάζεται τήν ἀνθρώπινη ἀπώλεια, διαμέσου ὄλων τῶν ἀνθρωπίνων κακιῶν καί ἀνομιῶν, διαμέσου ὅλων τῶν ἀνθρωπίνων ἁμαρτιῶν. «Ὡραιοποιεῖ» καί «μασκαρεύει» τήν κάθε ἁμαρτία, τό κάθε κακό, τήν περιβάλλει «μέ τό κατ’ ἐπίφασιν μυστήριο», γιά νά προκαλέσει τήν ὅσο γίνεται μεγαλύτερη περιέργεια τοῦ ἀνθρώπινου νοός καί νά ἐξασφαλίσει στήν συνέχεια τήν ἀπώλεια καί τήν καταστροφή» [8].

Σέ αὐτό στοχεύει καί ἡ σύγχρονη ἀν­τί­θε­η καί ἑ­ω­σφο­ρι­κή παγ­κό­σμια κο­σμο­κρα­το­ρί­α πού ἐ­πι­δι­ώ­κει νά ἀλ­λοι­ώ­σει καί νά ἐ­ξο­βε­λί­σει κά­θε τί χρι­στι­α­νι­κό καί ἀ­λη­θι­νό ἀ­πό τήν ζω­ή τῶν ἀν­θρώ­πων, καθοδηγώντας τους σταδιακά καί μεθοδευμένα στήν πλήρη ἀποστασία καί στήν ἀπώλεια.
«Ἐ­ξέλ­θε­τε ἐξ αὐ­τῆς ὁ λα­ός μου, ἵ­να μή συγ­κοι­νω­νή­ση­τε ταῖς ἁ­μαρ­τί­αις αὐ­τῆς, καί ἵ­να ἐκ τῶν πλη­γῶν αὐ­τῆς μή λά­βη­τε»[9]. Ἠ φω­νή τοῦ Θε­οῦ μᾶς κα­λεῖ σέ ἀποφασιστική καί γενναία ἀν­τί­στα­ση. Μᾶς κα­λεῖ νά ἀρ­νη­θοῦ­με νά «συγ­κοι­νω­νή­σου­με» μέ τό δαι­μο­νι­κό πνεῦ­μα τῆς «νο­η­τῆς Βα­βυ­λῶ­νος», τῆς σύγ­χρο­νης, δη­λα­δή, ἀ­πο­στα­σί­ας.
Ὅσο ἡ ἄρνηση μας αὐτή, νά συσχηματισθοῦμε, δηλαδή, μέ τήν δαιμονική ἀνομία καί τήν ἀποστασία, εἶναι ἀποφασιστική καί ἔμπρακτη, τόσο ἀνατρέπεται τό σχέδιο τοῦ διαβόλου καί ἀπωθεῖται χρονικά ἡ ἐπικράτηση τοῦ πνεύματος τοῦ Ἀντιχρίστου.

Ὁ ἴδιος ὁ Ἀντίχριστος, ἄλλωστε, ὡς ἱστορικό πρόσωπο, θά ἔρθει ὅταν θά ἔχει ἐκλείψει ἡ πνευματική ἀντίσταση τῆς πλειονότητας τῶν πιστῶν∙ ὅταν οἱ ἄνθρωποι θά ἐπιθυμοῦν καί θά εὔχονται τήν ἔλευσή του. Γράφει πολύ χαρακτηριστικά ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος Μπριαν-τσιανίνωφ γιά τό πῶς οἱ ἄνθρωποι τῆς ἀνομίας καί τῆς ἀποστασίας θά ἀποζητοῦν τόν Ἀντίχριστο:
«Ἡ ἀναζήτηση τοῦ ἀντιχρίστου θά τούς γίνη ἀναγκαιότητα, γιατί τά συναισθήματα θά συμπίπτουν. Θά διψοῦν γι’ αὐτόν, ὅπως διψοῦν σέ στιγμές βαθειᾶς θλίψης γιά ποτά, πού διαφορετικά τά θεωροῦν αὐτοκτονία. Θά τόν ἐπικαλοῦνται. Ἡ ἱκεσία σ’ αὐτόν, νά ἔλθη, θά ἀντηχῆ σέ κοινές συνάξεις.

Θά ἐκφράζη ἐπίμονα τήν ἀξίωση νά ἔλθη ἐπί τέλους ἡ μεγαλοφυΐα τῶν μεγαλοφυϊῶν, πού θά μπορέση νά ἀνεβάση τήν τεχνική ἀνάπτυξη στήν ἀνώτατη δυνατή βαθμίδα της καί νά φέρη στή γῆ τέτοια εὐπραγία, ὥστε ὁ οὐρανός καί ὁ παράδεισος νά καταντήσουν πράγματα περιττά! Ὁ ἀντίχριστος θά εἶναι ἀπόλυτα εὐθυγραμμισμένος μέ τήν γενική ἠθική καί πνευματική κατεύθυνση τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς του»[10].
(Για να διαβάσετε το χειρόγραφο του αγίου Παϊσίου πατήστε εδώ: Σημεία των καιρών)
3. Σημεῖα τῶν καιρῶν μας: ἡ ἀπειλή οἰκονομικοῦ ἀποκλεισμοῦ.

Ὁ με­γά­λος ἅ­γιος τῶν ἡ­με­ρῶν μας, ὁ Ὅ­σιος Πα­ΐ­σιος ὁ ἁ­γι­ο­ρεί­της εἶ­χε συν­δέ­σει, ὅπως εἶναι σέ ὅλους γνωστό, τόν σύγχρονο ἠ­λε­κτρο­νι­κό ὁ­λο­κλη­ρω­τι­σμό μέ τά ἔ­σχα­τα τῆς ἱ­στο­ρί­ας καί τήν κυ­ρι­αρ­χί­α τοῦ Ἀν­τι­χρί­στου. Ἔ­γρα­φε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά καί προ­φη­τι­κά σέ ἰ­δι­ό­χει­ρο ση­μεί­ω­μά του, ὥ­στε νά μήν ἀμ­φι­σβη­τεῖ­ται ἀ­πό κα­νέ­ναν ἡ ἀ­ξι­ο­πι­στί­α του: 

«…Πί­σω λοι­πόν ἀ­πό τό τέ­λει­ο σύ­στη­μα «κάρ­τας ἐ­ξυ­πη­ρε­τή­σε­ως» ἀ­σφά­λειας κομ­πι­οῦ­τερ, κρύ­βε­ται ἡ παγ­κό­σμια δι­κτα­το­ρί­α, ἡ σκλα­βιά τοῦ ἀν­τί­χρι­στου… Με­τά λοι­πόν ἀ­πό τήν κάρ­τα, καί τήν ταυ­τό­τη­τα, «τό φα­κέ­λω­μα» γιά νά προ­χω­ρή­σουν πο­νη­ρά στό σφρά­γι­σμα, θά λέ­νε συ­νέ­χεια στήν τη­λε­ό­ρα­ση, ὅ­τι πῆ­ρε κά­ποι­ος τήν κάρ­τα τοῦ δεῖ­να, καί τοῦ σή­κω­σε τά χρή­μα­τα ἀ­πό τήν τρά­πε­ζα. 

Ἀ­πό τήν ἄλ­λη με­ριά θά δι­α­φη­μί­ζουν τό «τέ­λει­ο σύ­στη­μα» τό σφρά­γι­σμα στό χέ­ρι ἤ στό μέ­τω­πο μέ ἀ­κτῖ­νες λέ­ϊζερ, πού δέν θά δι­α­κρί­νε­ται ἐ­ξω­τε­ρι­κά, μέ τό 666 τό ὄ­νο­μα τοῦ ἀν­τί­χρι­στου»[11].

Ὁ ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κός καί ἐ­σχα­το­λο­γι­κός αὐ­τός χα­ρα­κτή­ρας τῶν ἡ­με­ρῶν μας ἐ­νι­σχύ­ε­ται καί ἀ­πό κά­ποι­α κυ­ρί­αρ­χα δε­δο­μέ­να καί κα­τα­στά­σεις, πού γιά πρώ­τη φο­ρά ἐκ­δη­λώ­νον­ται, καί μά­λι­στα σέ τό­σο ἔν­το­νη μορ­φή, μέ­σα στήν ἱ­στο­ρί­α καί τά ὁ­ποῖ­α ἔ­χουν εὐ­θεί­α ἀ­να­φο­ρά στά γε­γο­νό­τα τῆς Ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ως.
Τά ση­μεῖ­α αὐτά εἶ­ναι: α) ἡ ὁ­λο­έ­να αὐ­ξα­νό­με­νη χρή­ση τοῦ ἀ­ριθ­μοῦ 666, τοῦ δυ­σώ­νυ­μου ἀ­ριθ­μοῦ τοῦ Ἀν­τι­χρί­στου, στά ἠ­λε­κτρο­νι­κά συ­στή­μα­τα ἐ­ξυ­πη­ρε­τή­σε­ως καί στήν δι­ε­θνή δι­α­κί­νη­ση προ­ϊ­όν­των, πλη­ρο­φο­ρι­ῶν, δε­δο­μέ­νων καί ὑ­πη­ρε­σι­ῶν, κά­τι πού γιά πρώ­τη φο­ρά γί­νε­ται τό­σο συ­στη­μα­τι­κά μέ­σα στήν ἱ­στο­ρί­α· β) ἡ στο­χευ­μέ­νη δη­μι­ουρ­γί­α καί αὐ­ξα­νό­με­νη ἐ­νί­σχυ­ση καί ἑ­δραί­ω­ση ἑ­νός παγ­κό­σμιου συγ­κεν­τρω­τι­κοῦ συ­στή­μα­τος ἐ­ξου­σί­ας· καί γ) ὁ ἐ­πα­πει­λού­με­νος οἰ­κο­νο­μι­κός ἀ­πο­κλει­σμός ὅ­σων ἀρ­νοῦν­ται νά προ­σχω­ρή­σουν στό σύ­στη­μα αὐ­τό.
Δέν θά πρέπει νά περνᾶ ἀπαρατήρητο ὅ­τι στό βι­βλί­ο τῆς Ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ως ἡ δυ­να­τό­τη­τα ἤ ὄ­χι οἰ­κο­νο­μι­κῶν συ­ναλ­λα­γῶν, «ἵ­να μή τις δύ­νη­ται ἀ­γο­ρά­σαι ἢ πω­λῆ­σαι…»[12], συν­δέ­ε­ται ἄ­με­σα καί ἀ­πο­κλει­στι­κά μέ τήν προ­σκύ­νη­ση τοῦ Ἀν­τι­χρί­στου καί τήν ἄρ­νη­ση τοῦ Χρι­στοῦ. Δέν εἶ­ναι κα­θό­λου τυ­χαῖ­ο, λοι­πόν, ὅ­τι ὁ Χρι­στός μας συ­ναρ­τᾶ τήν ὁ­μο­λο­γί­α τῆς πί­στε­ως πρός Αὐ­τόν μέ τό θέ­μα τῆς οἰ­κο­νο­μι­κῆς καί βι­ο­λο­γι­κῆς ὑ­πάρ­ξε­ως καί ἐπιβιώσεως τοῦ πι­στοῦ.
Στίς με­θό­δους καί τίς πρα­κτι­κές συ­νή­θει­ες τῆς ἀ­χρή­μα­της κοι­νω­νί­ας θά πρέ­πει νά ἀντισταθοῦμε, στό μέτρο πού ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς ἔχει τήν δυνατότητα. Νά ἀ­πο­φεύ­γου­με, ὅσο μποροῦμε περισσότερο, καί νά εἴμαστε ἐπιφυλακτικοί καί φειδωλοί στήν χρή­ση τῶν ποι­κί­λων ἠ­λε­κτρο­νι­κῶν καρ­τῶν καί τῶν ἠ­λε­κτρο­νι­κῶν συ­ναλ­λα­γῶν καί νά τίς χρησιμοποιοῦμε μόνο ὅταν εἶναι ἀπόλυτα ἀπαραίτητες γιά τήν ἐπιβίωσή μας καί ὄχι γιά τήν ἄνεση, τήν πολυτέλεια καί τήν διευκόλυνσή μας.

Αὐτό, βεβαίως, ἀπαιτεῖ θυσίες σέ μιά περίοδο μάλιστα πολύ σκληρή καί ἐπώδυνη οἰκονομικά γιά τούς περισσότερους ἀνθρώπους. Ἄν ὑποβληθοῦμε σέ αὐτές τίς θυσίες, ὁ καθένας μας ἀναλόγως μέ τίς ἀντοχές του, τότε εἶναι βέβαιο ὅτι αὐτές δέν θά εἶναι μάταιες (εἴτε σχετίζονται μέ ταλαιπωρίες ἐξυπηρετήσεως, εἴτε μέ οἰκονομικές ἐπιβαρύνσεις), ἀλλά ὅτι ὁ Κύριός μας θά τίς ἀναγνωρίσει ὡς ὁμολογία καί θά μᾶς ἀνταμείψει ἀναλόγως.

Ἡ ἐκτεταμένη χρήση τοῦ πλαστικοῦ χρήματος καί ἡ καθολική ἐπιβολή του εἶναι τό προγεφύρωμα γιά νά μᾶς ὁδηγήσουν καί στήν ἠλεκτρονική κάρτα γιά ὅλες τίς χρήσεις, εἴτε αὐτή λέγεται ἠλεκτρονική ταυτότητα εἴτε κάρτα τοῦ πολίτη ἤ ὅπως ἀλλιῶς. Πρόκειται γιά τήν λεγόμενη κάρτα «ὅλα σέ ἕνα», μία κάρτα, δηλαδή πού θά χρησιμοποιεῖται παντοῦ, στίς ἀγοροπωλησίες, στήν ὑγεία, στήν ἐφορεία, πού θά εἶναι ἡ ταυτότητά μας, τό διαβατήριό μας, πού ὁ ἀριθμός της θά συγχωνεύσει καί θά ἀντικαταστήσει ὅλους τούς ἀτομικούς ἀριθμούς πού διαθέτουμε σέ κάθε ὑπηρεσία, τόν ἀριθμό ταυτότητος, τόν ΑΦΜ, τόν ΑΜΚΑ, τόν ἀριθμό δημοτολογίου κ.λπ. 


Αὐτή ἡ ἠλεκτρονική κάρτα γιά ὅλες τίς χρήσεις, ἡ κάρτα «ὅλα σέ ἕνα», εἴτε θά ἐμπεριέχει τόν ἀριθμό 666 εἶτε ὄχι, ἄν καί πανθομολογεῖται ὅτι θά τόν περιέχει, θά πρέπει νά ἀποτελεῖ γιά μᾶς τήν κόκκινη γραμμή. Σέ αὐτή τήν κάρτα θά πρέπει νά ἀντιδράσουμε σθεναρά καί ἀνυποχώρητα καί νά ἀρνηθοῦμε τήν παραλαβή της


Ἡ ἄρ­νη­σή μας, ὅμως, αὐ­τή δέν πρέπει νά ἔ­χει τόν χα­ρα­κτή­ρα πα­θη­τι­κῆς ἀ­πο­δο­χῆς τε­τε­λε­σμέ­νων γε­γο­νό­των. Ἀν­τί­θε­τα θά πρέ­πει νά λά­βει τήν μορ­φή ἐ­νερ­γη­τι­κῆς καί μα­χη­τι­κῆς δρα­στη­ρι­ο­ποι­ή­σε­ως, μέσῳ τῆς ἐνημερώσεως καί τῶν ποικίλων παρεμβάσεων, ὅπου ἀπαιτεῖται.

Θά πρέ­πει νά ἀν­τι­λη­φθοῦ­με καί νά συ­νει­δη­το­ποι­ή­σου­με ὅ­τι οἱ σχε­δια­σμοί τῆς Νέ­ας Τά­ξης Πραγ­μά­των ἀ­να­τρέ­πον­ται μέ μα­ζι­κή, δυ­να­μι­κή, συν­το­νι­σμέ­νη καί ἀ­πο­φα­σι­στι­κή ἀν­τί­στα­ση. Ἀ­να­τρέ­πον­ται μέ ἀ­φύ­πνι­ση καί ἐ­γρή­γορ­ση, μέ ὁ­μο­λο­για­κό καί μαρ­τυ­ρι­κό φρό­νη­μα. Ἀ­να­τρέ­πον­ται μέ ἀ­γώ­να, μέ κό­πους, μέ θυ­σί­ες, μέ στε­ρή­σεις, μέ ἀν­τί­δρα­ση καί μέ ἀν­τί­στα­ση. Καί κυ­ρί­ως ἀ­να­τρέ­πον­ται μέ ἔν­το­νη καί ἔμ­πο­νη προ­σευ­χή, εἰ­λι­κρι­νή καί καρ­δια­κή ὑπαρξιακή με­τά­νοι­α…

4. Ἡ μεγαλύτερη ἀντίδραση: ἡ μετάνοια καί ἡ προσευχή.


Αὐτό πού εἶναι τό πλέον ἐπιτακτικό καί ἀπαραίτητο γιά τήν ἀντιμετώπιση αὐ­τῆς τῆς τό­σο τρα­γι­κῆς καί ὀ­δυ­νη­ρῆς καταστάσεως καί γιά τήν ἀποτροπή καί τήν χρονική ἀπώθηση ὅλων τῶν ἐπερχόμενων δεινῶν εἶ­ναι ὁ ἐ­πα­νευ­αγ­γε­λι­σμός καί ἡ ἀ­νά­νη­ψή μας∙ εἶναι ἡ ὑ­παρ­ξια­κή με­τά­νοι­ά μας, ὥ­στε νά ἑλ­κύ­σου­με τήν χά­ρη καί τό ἔλεος τοῦ Θε­οῦ.
Μετάνοια εἶναι ἡ ἐπιστροφή τοῦ νοός μας ἀπό τήν ἀπιστία, ἀπό τήν ἀποστασία καί ἀπό τήν αἰχμαλωσία μας στήν ἁμαρτία, στήν εἰς Χριστόν πίστη καί στήν τήρηση τῶν εὐαγγελικῶν ἐπιταγῶν. Εἶναι ἡ εἰλικρινής ἔνδακρυς, διηνεκής καρδιακή συντριβή γιά τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν μας καί ἡ γονυπετής καθ’ ἡμέραν ἐκζήτηση τοῦ θείου ἐλέους.
Ἡ αὐθεντική καί εὐάρεστη στόν Θεό μετάνοια, ὅπως τοῦ τελώνου, τῆς πόρνης τοῦ Εὐαγγελίου καί τοῦ ληστοῦ, τοῦ Μωϋσέως τοῦ Αἰθίοπος καί τῆς ἁγίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας εἶναι ἡ ὁλοκληρωτική ἀλλαγή βίου, ἡ ἀπάρνηση τῶν ἐπιγείων ἡδονῶν καί ἡ στροφή πρός τά οὐράνια καί ἀεί διαμένοντα. 

Ἡ ἔπαρση, ἡ ὑπερηφάνεια καί ἡ ἀλαζονεία ἐμποδίζουν τήν σωστική δύναμη τῆς μετανοίας. Ἡ μετάνοια εἶναι καί δωρεά – χάρισμα τοῦ Θεοῦ – στήν ταπεινή, καλοπροαίρετη καί ἐλεήμονα ψυχή. Ἄς ἐπιζητοῦμε συνεχῶς καί μέ πόθο αὐτή τήν μεγίστη δωρεά καί ἄς παρακαλοῦμε θερμά καί ἱκετευτικά τόν Πανάγαθο Θεό μας νά μᾶς τήν δωρήσει.
Ἡ ἀποστασία μας καί ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τόν Θεό εἶναι ἡ αἰτία καί τῶν παρόντων καί τῶν ἐπερχόμενων δεινῶν. Εἶναι ἀπόλυτη καί ἄμεση ἀνάγκη νά ἀναλογιστοῦμε καί νά ἀναγνωρίσουμε ταπεινά ὁ καθένας μας τά λάθη μας καί τήν ἁμαρτωλότητά μας.
Ἔλεγε πολύ χαρακτηριστικά ὁ μακαριστός Γέροντας Μωϋσῆς Ἁγιορείτης: «Πῶς θά μετανοήσει κανείς; Πῶς θ’ ἀρχίσει; Χρειάζεται νά ξαποστάσει κατ’ ἀρχάς, νά ξελαχανιάσει ἀπό τό καθημερινό τρεχαλητό, τό κυνηγητό τῆς ἡδονῆς, νά στραφεῖ πρός τά μέσα του, νά κινηθεῖ ἀπό τή συνεχῆ ἑτεροπαρατήρηση στήν αὐτοπαρατήρηση, ἀπό τό κουτσομπολιό τῶν πάντων στή συνομιλία μέ τόν ἄγνωστο ἑαυτό του. 
Νά σκύψει λίγο μέσα του, νά σκάψει ἐντός του, νά δεῖ τίς δυνάμεις, τίς δυνατότητες, τά ὅρια, τίς ἀντοχές, τά δοθέντα τάλαντα. Χρειάζεται περισυλλογή, αὐστηρός αὐτοέλεγχος, ἐπιείκεια καί κατανόηση τῶν ἄλλων. Νά βροῦμε τά ποσοστά τῆς προσωπικῆς μας εὐθύνης. Νά μή τά ρίχνουμε εὔκολα καί γρήγορα πάντα μόνο στούς ἄλλους. 
Ἁπλά καί εἰλικρινά, τίμια καί δίκαια πρέπει καί ἀξίζει νά ὁδηγηθεῖ ὁ ἐαυτός μας, πού συνηθίζει νά ξεγλυστράει σάν χέλι, νά παραδεχθεῖ τήν ἁμαρτωλότητά του. Νά θελήσει γενναία, ἡρωικά καί παλληκαρίσια ν’ ἀναχωρήσει ἀνεπίστροφα ἀπό τήν ἁμαρτία. Νά μήν ἐπωάζει πιά μνῆμες καί φιλεπίστροφους λογισμούς στά πρότερα, τ’ ἄχαρα, τ’ ἁμαρτωλά, τ’ ἀνέντιμα τῆς προηγούμενης ζωῆς»[13]. 

Ἄς βάλουμε, λοιπόν, ἀρχή μετανοίας καί ἀρχή ἱκετευτικῆς προσευχῆς…

Ἡ ἀποφασιστική καί ἔμπρακτη μετάνοια μας, λοιπόν, εἶναι αὐτή πού μπορεῖ νά ἀποτρέψει καί νά ἀπωθήσει χρονικά καί τά παρόντα καί τά ἐπερχόμενα δεινά. Αὐτό μᾶς τό βεβαιώνει ἡ βιβλική καί ἐκκλησιαστική μας ἱστορία, πού μᾶς παραδίδει τόσες καί τόσες περιπτώσεις πού ἡ δικαιολογημένη ὀργή τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι μέ τήν ἀποστασία μας προκαλοῦμε, κάμφθηκε μπροστά στήν εἰλικρινή, ἔμπρακτη καί ἔμπονη μετάνοια καί προσευχή.
Κλασικό παράδειγμα καί ὑπόδειγμα γιά ὅλους μας, ἡ ἰσχυρή καί ἀποφασιστική μετάνοια τῶν Νινευϊτῶν, πού ἔκανε τόν ἴδιο τόν Θεό νά «μετανοήσει» καί νά δείξει τό ἔλεός Του καί τήν φιλανθρωπία Του ἀποτρέποντας τά δεινά πού εἶχαν καθορισθεῖ καί προαναγγελθεῖ γιά τούς Νινευΐτες. «Ἴδωμεν τόν Θεόν διά φιλανθρωπίαν ψευδόμενον…», ἀναφωνεῖ μέ θαυμασμό καί ἔκπληξη ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. «Μετενόησαν Νινευΐται καί μετενόησεν ὁ Θεός. Ἔσχισεν ἡ μετάνοια τῆς ἀπωλείας τό πρόσταγμα… Ὤ πάντα δυναμένης μετανοίας! Ἐπί γῆς τελεῖται καί τά ἐν οὐρανοῖς ἀναστρέφει»[14].
Κάτι ἀνάλογο συνέβη καί στήν περίπτωση τοῦ Ἀχαάβ, τήν μετάνοια τοῦ ὁποίου μᾶς προβάλλει σέ μιά γλαφυρή ὁμιλία του ὁ Ἄγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων: «Ὁ Ἀχαάβ, ὁ βασιλιάς τῆς Σαμάρειας, ὑπῆρξε ὑπερβολικά παράνομος, εἰδωλολάτρης, προφητοκτόνος, ἀσεβής καί ἄδικος. Ὅταν ὅμως μέ τή βασίλισσα Ἰεζάβελ σκότωσε τόν Ναβουθαί καί ἦρθε ὁ προφήτης Ἠλίας καί τόν ἀπείλησε, ἀμέσως ἔδειξε μετάνοια.

Ξέσκισε τή βασιλική ἐνδυμασία καί φόρεσε τόν πένθιμο σάκκο. Τί εἶπε τότε ὁ φιλάνθρωπος Θεός στόν Ἠλία; “Βλέπεις τή μετάνοια τοῦ Ἀχαάβ; Δέν θά τόν τιμωρήσω!” (πρβλ. Γ’ Βασ. 20:29). Συγχωρεῖ ὁ φιλάνθρωπος Θεός τόν Ἀχαάβ, μολονότι ἔμελλε ἐκεῖνος νά συνεχίσει τίς ἁμαρτίες του. Ὁ Κύριος, βέβαια, δέν ἀγνοοῦσε τό μέλλον του, ἀλλά τώρα, στόν καιρό τῆς μετάνοιας, τοῦ χαρίζει τήν ἀνάλογη συγχώρηση. Εἶναι χαρακτηριστικό τοῦ δίκαιου δικαστῆ νά ἀνταποκρίνεται κατάλληλα σέ κάθε περίσταση πού παρουσιάζεται»[15].
Καί συνεχίζει ὁ Ἅγιος Κύριλλος: «Ὑπερβολικά ἁμαρτωλός ὑπῆρξε καί ὁ Μανασσῆς. Πρόσταξε καί πριόνισαν τόν [προφήτη] Ἠσαΐα. Μολύνθηκε μέ τήν εἰδωλολατρία. Πλημμύρισε τήν Ἱερουσαλήμ μέ αἵματα ἀθώων. Ὅταν ὅμως ὁδηγήθηκε αἰχμάλωτος στή Βαβυλώνα καί δοκίμασε τήν τιμωρία, ἔσπευσε νά θεραπευθεῖ μέ τή μετάνοια.

Λέει ἡ Γραφή: «Ταπεινώθηκε βαθιά ὁ Μανασσῆς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τῶν πατέρων του καί ζήτησε τό ἔλεός Του. Ὁ Κύριος ἄκουσε τή θερμή του προσευχή, τόν ἐπανέφερε στήν Ἱερουσαλήμ καί τοῦ ξαναχάρισε τό θρόνο του» (Β’Παραλ. 33:12-13). Ἄν σώθηκε μέ τή μετάνοια αὐτός πού πριόνισε τόν προφήτη, ἐσύ, πού ἀσφαλῶς δέν ἁμάρτησες τόσο φρικτά, δέν θά σωθεῖς; Πρόσεξε, νά μήν ἀμφιβάλλεις γιά τή δύναμη τῆς μετάνοιας»[16].


Ἄς ἐπιδείξουμε καί ἐμεῖς αὐτή τήν ἔμπρακτη, ὁλόκαρδη, σωστική καί ἀνατρεπτική μετάνοια, γιά νά μήν ἰσχύσει καί γιά μᾶς ἡ διαπίστωση τοῦ Ἁγίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου, πού μᾶς λέγει: «Ἄν τώρα παραβάλουμε τή μετάνοια τῶν Νινευϊτῶν μέ τή δική μας, αὐτή μοιάζει μέ ὄνειρο καί σκιά, πού φεύγει καί χάνεται γρήγορα. Ποιός ἀπό μᾶς προσευχήθηκε ἔτσι; Ποιός παρακάλεσε μέ τέτοιο τρόπο;

Ποιός ταπεινώθηκε τόσο ἀφάνταστα ἐνώπιόν του Θεοῦ; Ποιός ἔβγαλε ἀπό πάνω του τίς φανερές καί κρυφές του πράξεις; Ποιός, στό ἄκουσμα μιᾶς ἁπλῆς φωνῆς, μετανόησε τόσο πολύ γιά τίς ἁμαρτίες του, ποῦ ἔνιωσε τήν καρδιά του νά ραγίζει ἀπό τήν πολλή συντριβή; Ποιός ἄκουσε ἕνα λόγο καί θόλωσε ὁ νοῦς του; Ποιός ἄκουσε μίαν ἀπειλή καί στερέωσε μέσα του τή μνήμη τοῦ θανάτου; Ποιός ἀντικρυσε μέ τή μετάνοια μπροστά του τόν φιλάνθρωπο Θεό;»[17].

Θά πρέπει νά δώσουμε μεγάλη βαρύτητα στό ζήτημα τῆς μετανοίας, καθώς ἡ μεγάλη ἀπειλή τοῦ Χριστοῦ γιά μιά Ἐκκλησία, γιά ἕνα λαό, γιά ἕνα ἔθνος, πού μένει ἀμετανόητο, εἶναι ἡ ἐγκατάλειψη τῆς Χάριτός Του καί ἡ παράδοση στήν αἵρεση ἤ ὁ ξερριζωμός καί ἡ μετατόπιση τοῦ πληθυσμοῦ, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ τό Ἱερό Βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως.

Στό δεύτερο κεφάλαιο τῆς Ἀποκαλύψεως, γράφει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ: «Καὶ τῷ ἀγγέλῳ (=τῷ Ἐπισκόπῳ) τῆς ἐν Ἐφέσῳ Ἐκκλησίας γράψον· τάδε λέγει ὁ κρατῶν τοὺς ἑπτὰ ἀστέρας, ὁ περιπατῶν ἐν μέσῳ τῶν ἑπτὰ λυχνιῶν τῶν χρυσῶν· οἶδα σου τὰ ἔργα καὶ τὸν κόπον σου καὶ τὴν ὑπομονήν… Ἀλλά ἔχω κατά σοῦ, ὅτι τὴν ἀγάπην σου τὴν πρώτην ἀφῆκας· μνημόνευε, οὖν, πόθεν πέπτωκας, καὶ μετανόησον καὶ τὰ πρῶτα ἔργα ποίησον· εἰ δέ μὴ ἔρχομαί σοι ταχὺ καὶ κινήσω τὴν λυχνίαν σου ἐκ τοῦ τόπου αὐτῆς, ἐάν μὴ μετανοήσῃς»[18].
Προσφιλέστατοι ἀδελφοί μας,
ἔτι καί ἔτι κλίναντες τά γόνατα καί τίς καρδιές μας κατενώπιον τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ μας, ἄς ἱκετεύσουμε μέ κραταιά ἐλπίδα καί ἀταλάντευτη ἐμ­πι­στο­σύ­νη τόν γλυ­κύ­τα­το Κύ­ριό μας καί Σω­τή­ρα μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό: «Μακρόθυμε καί ἀνεξίκακε Κύριε, Σοῦ δεόμεθα καί Σέ ἱκετεύομεν, μή κινήσῃς τήν λυχνίαν Σου ἐκ τοῦ μαρτυρικοῦ τόπου τῆς πατρίδος ἡμῶν. 

Ἐνίσχυσον τόν χριστώνυμον λαόν Σου φυλάττειν καί ὑπηρετεῖν τήν ἁγίαν ἡμῶν πίστιν εἰς τήν Ἀΐδιον καί Ζωοποιόν Τριάδα, δυνάμει τοῦ Ζωοποιοῦ Σου Σταυροῦ, καί ἱκεσίαις τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, τῆς ἀκαταμαχήτου ἡμῶν προστασίας καί ἐλπίδος».
Ἀδελφοί,
Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός δέν θά νικήσει μόνον στό τέλος τοῦ κόσμου θριαμβευτικά, ἔνδοξα, ὁριστικά καί αἰώνια. Νικᾶ καί σήμερα καί κάθε μέρα και παντοτεινά τό κακό, ἐφ΄ ὅσον μιά πύρινη καί ἐκ ταπεινῆς καρδίας προσευχή ἀνεβαίνει στό θρόνο τοῦ Ὑψίστου.
Παραμένοντας ἐν μετανοίᾳ, εἴμαστε μόνιμα μέ τόν Αἰώνιο Νικητή, τόν Χριστό μας. Δοξασμένο τό Ἅγιο Ὄνομά Του…
«Οἰκονομικός ὁλοκληρωτισμός. Μία θεολογική προσέγγιση»
Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Ἀναστασίου
Προηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου
Ὁμιλία στήν ἡμερίδα μέ θέμα:
«Κατάργηση μετρητῶν, τέλος τῆς ἐλευθερίας.
Ὁδεύοντας πρός τόν ὁλοκληρωτισμό»
Στάδιο Εἰρήνης καί Φιλίας, Πειραιᾶς 24-6-2017
Πηγή: Ακτίνες

Δείτε επίσης: Νέα Ἐποχή, Θεοῦ ἀποχή… ~ Ἀρχιμ. 
Ἀρσενίου Κατερέλου

Αντισταθείτε στον Οικουμενισμό. ~ † πατήρ 
Αθανάσιος Μυτιληναίος

Σύναξη για την Ορθοδοξία: Διακήρυξη και Ομολογία

Η συσπείρωσή μας γύρω από το Χριστό. ~ Αρχιμ. 
Σάββας Αγιορείτης

Πανθρησκεία καί Ὁμολογία

Ή νηπτικῆ ἐργασία ὡς ἀνάγκη ἐπιτακτική

Πατρικές νουθεσίες Αγίου Πορφυρίου

Διάκριση, απόρριψη απόγνωσης κι απόκτηση αληθινής πίστης 
~ Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός

Ἡ ἀληθινή παγκοσμιότητα τῆς Ὀρθοδοξίας ~ Πρωτοπρ. 
Ἰωάννης Φωτόπουλος

[1] Βλ. σχ. Ἁγίου Γρη­γο­ρίου Νύσ­σης, Εἰς τοὺς κοι­μη­θέν­τας, G.N.O. IX.1, σ. 54.1-10, ΕΠΕ 10, Πατερικές ἐκδ. «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσ/νίκη 1990, σελ. 182-183: «Ἐ­πει­δὴ γὰρ θε­ο­ει­δὴς ὁ ἄν­θρω­πος ἐ­γέ­νε­το καὶ μα­κά­ριος τῷ αὐ­τε­ξου­σί­ῳ τε­τι­μη­μέ­νος (τὸ γὰρ αὐ­το­κρα­τές τε καὶ ἀ­δέ­σπο­τον ἴ­διόν ἐ­στι τῆς θεί­ας μα­κα­ρι­ό­τη­τος)…εἰ γὰρ ἑ­κου­σί­ως τὴν ἀν­θρω­πί­νην φύ­σιν κα­τὰ τὴν αὐ­τε­ξού­σιον κί­νη­σιν ἐ­πί τι τῶν οὐ δε­όν­των ὁρ­μή­σα­σαν βια­ίως τε καὶ κα­τη­ναγ­κα­σμέ­νως τῶν ἀ­ρε­σάν­των ἀ­πέ­στη­σεν, ἀ­φαί­ρε­σις ἂν ἦν τοῦ προ­έ­χον­τος ἀ­γα­θοῦ τὸ γι­νό­με­νον καὶ τῆς ἰ­σο­θέ­ου τι­μῆς ἀ­πο­στέ­ρη­σις (ἰ­σό­θε­ον γὰρ ἔ­στι τὸ αὐ­τε­ξού­σιον)­».

Δηλαδή: Ἐπειδή δηλαδή ὁ ἄνθρωπος ἔγινε ὅμοιος μέ τόν Θεό καί μακάριος, τιμημένος μέ τό αὐτεξούσιο (γιατί ἡ αὐτεξουσιότητα καί ἡ ἐλευθερία εἶναι ἰδιότητες τῆς θείας μακαριότητας)… Ἄν δηλαδή ἀποσποῦσε τήν ἀνθρώπινη φύση μέ τήν βία καί τόν καταναγκασμό ἀπό ὅ,τι τῆς ἄρεσε, ὅταν εἶχε ὁρμήσει σύμφωνα μέ τήν αὐτεξούσια κίνησή της σέ πράγματα ἀνεπίτρεπτα, τό γεγονός θά ἦταν ἀφαίρεση τοῦ ἐξαίρετου ἀγαθοῦ καί ἀποστέρηση τῆς ἰσόθεης τιμῆς (γιατί τό αὐτεξούσιο εἶναι ἰσόθεο).

[2] Μεγάλου Βασιλείου, Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός, ΕΠΕ 7, Πατερικές ἐκδ. «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσ/νίκη 1973, σελ. 110, PG 31, 345Β: «Ἀλλά διά τί οὐκ ἐν τῇ κατασκευῇ τό ἀναμάρτητον ἔσχομεν, φησίν, ὥστε μηδέ βουλομένοις ἡμῖν ὑπάρχειν τό ἁμαρτάνειν; Ὅτι καί σύ τούς οἰκέτας, οὐχ ὅταν δεσμίους ἔχῃς, εὔνους ὑπολαμβάνεις, ἀλλ΄ ὅταν ἑκουσίως ἴδῃς ἀποπληροῦντάς σοι τά καθήκοντα.

Καί Θεῷ τοίνυν οὐ τό ἠναγκασμένον φίλον ἀλλά τό ἐξ ἀρετῆς κατορθούμενον. Ἀρετή δέ ἐκ προαιρέσεως καί οὐκ ἐξ ἀνάγκης γίνεται. Προαίρεσις δέ τῶν ἐφ΄ ἡμῖν ἤρτηται. Τό δέ ἐφ΄ ἡμῖν ἐστι τό αὐτεξούσιον». Μέ τόν ὅρο «τά ἐφ΄ ἡμῖν» σημαίνονται τά πράγματα πού ἐξαρτῶνται ἀπό τό αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ὁρολογία εἶναι τῆς στωϊκῆς φιλοσοφίας.

[3] Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Είς Ἐκκλησιαστήν 4, PG 44, 665ΑΒ: Τόν καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ ὄντα καί πάσης ἄρχοντα τῆς γῆς καί πάντων τῶν ἐπί τῆς γῆς τήν ἐξουσίαν παρά Θεοῦ κληρωσάμενον τίς ὁ ἀπεμπολών, εἰπέ, τίς ὁ ὠνούμενος; Μόνου Θεοῦ τό δυνηθῆναι τοῦτο, μᾶλλον δέ οὐδέ αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἀμεταμέλητα γάρ, φησί, τά χαρίσματα.
[4] Βλ. Κεφάλαια φυσικά κ.λπ. 44, PG 150, 1152 D.
[5] Α΄ Ἰ­ω. 2, 18
[6] Ἁγ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἑρμηνεία τῆς Β΄ πρός Θεσσαλονικεῖς Ἐπιστολῆς τοῦ Ἀπ. Παύλου, ἐκδ. Παμμακεδονικῆς Ἕνωσης Μακεδονικοῦ ἀγώνα Ἑλλάδας-Αὐστραλίας, σελ. 72
[7] Ἁγ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, ὅ.π., σελ. 79-80
[8] Ἁγ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, ὅ.π., σελ. 74
[9] Ἀ­ποκ. 18,4
[10] Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, Θαύματα καί σημεῖα, ἐκδ. Ἱερᾶς Μητροπόλεως Νικοπόλεως
[11] «Ση­μεῖ­α τῶν και­ρῶν 666», ἰ­δι­ό­χει­ρο ση­μεί­ω­μα Ἁ­γί­ου Πα­ϊ­σί­ου ἀ­πό τό βι­βλί­ο «ὁ Γέ­ρων Πα­ΐ­σιος» τοῦ ἱ­ε­ρομ. Χρι­στο­δού­λου Ἁ­γι­ο­ρεί­του, Ἅ­γιον Ὄ­ρος 1994, σελ. 185-192
[12] Ἀποκ. 13,17
[14] Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τήν μετάνοιαν τῶν Νινευϊτῶν, ΕΠΕ 8Α, 510-520
[15] Ἁγ. Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Ἡ Μετάνοια, Ἀπό τή σειρά τῶν φυλλαδίων «Ἡ φωνή τῶν Πατέρων», ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς, http://www.orthodoxfathers.com/logos/Metanoia
[16] Ἁγ. Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, ὅ.π.

[17] Ὁσ. Ἐφραίμ τοῦ Σύρου, Ἰωνᾶς καί Νινευῖτες, Ἀπό τή σειρά τῶν φυλλαδίων «Ἡ φωνή τῶν Πατέρων», ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς,http://aktines.blogspot.gr/2015/09/blog-post_62.html

[18] Ἀποκ. Β΄, 5


Ο Ένας και ο Άλλος…

Ο Ένας και ο Άλλος 
(προβληματισμός πάνω στην ευθανασία)

Τα φώτα στο θάλαμο της εντατικής χαμήλωσαν. Η ανακοίνωση από τα μεγάφωνα παρακαλούσε τους επισκέπτες να φύγουν. Οι συγγενείς των ασθενών σηκώθηκαν.

– Πώς πάει ο δικός σας; ρώτησαν οι συγγενείς του Ενός τούς συγγενείς του Άλλου.

-Τα ίδια, απάντησαν οι συγγενείς του Άλλου. Ο δικός σας;

-Ίδια κι απαράλλαχτα. Καιρός να το αποφασίσουμε. Δεν πάει άλλο. Τι τον κρατάμε; Ο άνθρωπος τζάμπα βασανίζεται. Ευθανασία αύριο κιόλας.

-Καληνύχτα, είπαν οι μεν κουνώντας συγκαταβατικά το κεφάλι.

-Καληνύχτα, τους απάντησαν οι δε βγαίνοντας στο δρόμο.

Και o Ένας και ο Άλλος είχαν μείνει «φυτά». Φυτά σωματικώς. Οι ψυχές τους ολοζώντανες. Ίσως πιο ζωντανές από ποτέ, περίμεναν πώς και πώς να αναχωρήσουν οι συγγενείς τους. Πολλές συζητήσεις, ομιλίες ατέλειωτες, αβάσταχτη θλίψη. Οι δυο ψυχές είχαν πολύ κουραστεί.

-Όσο ήμουν ακόμα υγιής, είπε ο Ένας, είχα πει στους δικούς μου, αν ποτέ καταντήσω έτσι, να μου κάνουν ευθανασία.

-Κι εγώ, είπε ο Άλλος.

-Έλα όμως που εγώ το μετάνιωσα, αλλά δεν έχω τρόπο να τους το πω.

-Εγώ δεν το μετάνιωσα καθόλου, είπε ο Άλλος. Ζωή είναι αυτή;

Και όμως είναι. Κι αυτό είναι ζωή, είπε ο Ένας. Προφανώς, μια διαφορετική ζωή απ’ αυτή που ζούσαμε πριν, αλλά αφού συνομιλούμε, μπορείς να ισχυριστείς πως αυτό δεν είναι ζωή;

-Ναι μπορώ. Δεν είναι. Οι δικοί μου κουράστηκαν να με φροντίζουν κι εγώ δεν μπορώ πια τίποτα να τους προσφέρω, μόνο τους ταλαιπωρώ. Τι νόημα έχει; Ελπίζω πως αύριο θα τελειώσει και το δικό τους και το δικό μου μαρτύριο.

-Μαρτύριο, είπε ο Ένας σκεφτικός. Πάμε μια βόλτα στους άλλους θαλάμους; Καιρό τώρα το είχαν συνήθειο.

-Και δεν πάμε;

Μπήκαν στους περισσότερους. Άλλοι ασθενείς ξαγρυπνούσαν βαρυγκομώντας απ’ τους πόνους, άλλους τους είχαν πιάσει τα φάρμακα και κοιμούνταν βαθιά. Οι συνοδοί τους ξενυχτούσαν πλάι τους καθισμένοι στις καρέκλες. Έπλεκαν, κεντούσαν, διάβαζαν, κουτουλούσαν απ’ τη νύστα.

-Τους θυμάσαι αυτούς που κάθονται τόσες μέρες στις καρέκλες, πώς ήταν τον πρώτο καιρό; ρώτησε ο Ένας τον Άλλον.

-Θυμάμαι, πώς δε θυμάμαι. Τότε ήταν μια χαρά, ενώ τώρα η κούραση είναι ορατή στα πρόσωπα, στα σώματα.

-Και για τις ψυχές τους τι έχεις να πεις; Τις βλέπεις πώς μεγάλωσαν, πώς φωτίζουν;

-Όχι, δεν βλέπω τίποτα. Πού τα είδες αυτά; Εγώ τις βλέπω λιωμένες, μαυρισμένες, συρρικνωμένες.

-Μα κοίταξε καλύτερα. Όλοι αυτοί που φροντίζουν τους αρρώστους τους και που λίγο πριν εσύ ισχυριζόσουν πως μόνο τους τυραννούμε και δεν τους προσφέρουμε τίποτα λάμπουν!…

Κοίτα και τους αρρώστους. Οι ψυχές τους από ισχνά κεριά που ήταν στην αρχή, τώρα καίνε σαν πασχαλινές λαμπάδες, να μην πω σαν βεγγαλικά. Καλά, δε βλέπεις;

-Δεν ξέρω τι εννοείς. Κι ούτε που με νοιάζει αν λάμπουν και πόσο λάμπουν. Με νοιάζει μόνο πόσο πονούν και πόσο βασανίζονται. Κι αυτοί και οι άλλοι. Τι να το κάνω εγώ το φως τους;

-Μα είναι νύχτα, είπε ο Ένας. Η γλυκιά λάμψη τους ξεχύνεται παντού, γλυστρά απ’ τα σφραγισμένα παράθυρα, πηγαίνει στον έξω κόσμο, αυτόν που ακόμα κοιμάται ήσυχος, υγιής, ξέγνοιαστος…

-Δε με ενδιαφέρει. Ούτε οι άρρωστοι με νοιάζουν ούτε και οι συνοδοί τους. Καλύτερα να τέλειωνε το μαρτύριό τους μια ώρα αρχίτερα. Κουράστηκα, πάμε πίσω.

Μπήκαν και πάλι στο θάλαμο της εντατικής. Μαρτύριο, ε; σιγομουρμούρισε πάλι ο Ένας. Αντίκρισαν τα σώματά τους, βουβά, λιωμένα, διασωληνωμένα…

-Η αλήθεια είναι πως αν δεν είχε προοδεύσει τόσο η Ιατρική, τώρα δε θα ήμασταν εδώ, είπε ο Ένας.

-Και το λες αυτό πρόοδο; ρώτησε ο Άλλος. Με το ζόρι να κρατάς κάποιιον σ’ αυτήν την κατάσταση; Μωρέ, ευθανασία και πάλι ευθανασία!

– Όχι, αυτό δεν μπορώ πια να το δεχθώ, είπε ο Ένας στον Άλλον. Το ξανασκέφτηκα. Δεν είναι δική μου η ζωή, όσο κι αν υπήρξε δική μου. Ο Θεός μου την έδωσε όταν ήθελε, ο Θεός πρέπει και να μου την πάρει όποτε θέλει.

-Ναι, αλλά τώρα δε σε κρατά ο Θεός, σε κρατούν τα μηχανήματα.

-Κι αυτό όμως ακόμα, Εκείνος το επιτρέπει. Κι αυτό που μας φαίνεται γελοίο να ονομάζεται πρόοδος, κι αυτό ο Θεός το επέτρεψε. Νομίζεις δηλαδή πως αν θέλει ο Θεός δεν μπορεί να μας πάρει παρ’ όλα τα μηχανήματα;

-Δεν μπορεί βέβαια, δεν τον αφήνουμε.

-Ίσως έχεις δίκιο, είπε ο Ένας σκεφτικός. Ίσως βρήκαμε τρόπο να εκβιάζουμε ακόμη και τον Θεό…

-Άρα δεν υπάρχει άλλη λύση.

-Κι όμως δεν μπορεί. Μίλησες για μαρτύριο. Πόσοι και πόσοι δε μαρτύρησαν πριν από μας. Γιατί αυτοί δεν αφαιρούσαν μόνοι τους τη ζωή τους; Ποιοι είμαστε εμείς; Τι παραπάνω ξέρουμε από κείνους;

Αν τα μηχανήματα εκβιάζουν το Θεό να μας κρατά στη ζωή, τότε η ευθανασία δεν τον εκβιάζει ακόμα παραπάνω, αφαιρώντας του το δικαίωμα να μας την πάρει ο ίδιος; Στο κάτω κάτω τα μηχανήματα διατηρούν στη ζωή. Τη ζωή που ο Θεός έδωσε. Ενώ η ευθανασία την αφαιρεί με ευθύνη δική μας. Ποιος από μας έχει αυτό το δικαίωμα;

-Εγώ το έχω. Στο κάτω – κάτω το παίρνω από μόνος μου βρε αδερφέ. Δεν με παρατάς ήσυχο με τον Θεό σου. Εξάλλου, αύριο και οι δικοί μου και οι δικοί σου θα προχωρήσουν σύμφωνα με ό,τι τους παραγγείλαμε πριν φτάσουμε σ’ αυτό το αξιοθρήνητο σημείο. Οπότε, τι τα μελετάς;

-Εσύ δηλαδή θα φύγεις ανάλαφρος ή έχεις κάποιο βάρος; Κάτι που να μην πρόλαβες να το τακτοποιήσεις όσο ήσουν μέσα στο υγιές σώμα σου;

-Φυσικά και έχω. Αλλά τι να κάνω τώρα; Δεν μπορώ να κάνω τίποτα.

-Θα φύγεις, λοιπόν, μ’ αυτό το βάρος;

-Ας φύγω το συντομότερο κι ας φύγω και μ’ αυτό, αφού άλλη λύση δεν υπάρχει, είπε ο Άλλος. Υπάρχει;

Ο Ένας έμεινε σιωπηλός. Έμεινε σιωπηλός ώρα πολλή. Μέσα στην ησυχία της νύχτας, ο Άλλος τον άκουσε να προσεύχεται.

«Κύριε», είπε. «Εσύ που δίνεις και παίρνεις τη ζωή, συγχώρεσέ με. Στάθηκα σκληρός και άδικος με τον αδερφό μου. Δεν του ζήτησα να με συγχωρέσει όσο ζούσα. Έχει δίκιο που δεν ήρθε ούτε μια φορά εδώ να με δει. Μα και να ερχόταν, φωνή το σώμα μου δεν είχε πια να του ζητήσει συγνώμη. Δε θα με άκουγε.

Συγχώρεσέ με, Κύριε, και πάρε με κοντά Σου. Τούτο το βράδυ, πάρε με. Μην πάρω και την αμαρτία της αφαίρεσης της ζωής μου, να μην την πάρουν και τα παιδιά μου εξαιτίας μου. Πάρε με, Κύριε. Εσύ, αν θέλεις, μπορείς. Μπορείς τα πάντα. Κύριε, πάρε με…»

Ο Άλλος κρυφογέλασε, μα δε μίλησε. Τίποτα δεν είπε. Προτίμησε να κοιμηθεί. Ανέκαθεν προτιμούσε τον ύπνο απ’ τις σπαζοκεφαλιές. Ξημέρωσε. Ένας ήλιος λαμπρός μπήκε στο θάλαμο και ο τόπος άστραψε. 


Ο Άλλος ξύπνησε. Φωνές, φώτα, γιατροί, νοσοκόμοι.

-Μα πώς έγινε αυτό; ρωτούσαν οι γιατροί τις νοσοκόμες. Δεν κάνατε βάρδια το βράδυ; Δεν τα ελέγξατε όλα;

-Όλα πήγαιναν καλά. Δεν είχαμε κανένα πρόβλημα μέχρι τις τέσσερις που περάσαμε. Μέσα σε μισή ώρα τι έγινε;

Ο Άλλος κοίταξε το ρολόι του τοίχου. Είχε κάνει λάθος. Δεν είχε ξημερώσει. Ήταν μόνο τέσσερις και μισή. Κοίταξε το παράθυρο. Μέσα στο πηχτό σκοτάδι της νύχτας, η ψυχή του Ενός ανέβαινε πάμφωτη στον ουρανό περιτριγυρισμένη από μύρια φώτα. Έμεινε ασάλευτος να την κοιτάζει.

-Πώς σταμάτησε το μηχάνημα, αδερφή; Κάποια εξήγηση θα πρέπει να δώσουμε στους συγγενείς.

-Δεν ξέρω, γιατρέ. Δεν ξέρω, ειλικρινά. Αλλά μην ανησυχείτε, σήμερα ούτως ή άλλως θα μας ζητούσαν να του κάνουμε ευθανασία. Μας έβγαλε απ’ τη δύσκολη θέση ο άνθρωπος…

-Ο Άλλος τι κάνει;

-Όλα δουλεύουν κανονικά, ευτυχώς. Κι οι δικοί του θα έρθουν σε λίγες ώρες για τον ίδιο λόγο.

Οι λίγες ώρες πέρασαν. Στις εννιά ήρθαν οι συγγενείς του Ενός, ήρθαν και του Άλλου.

-Δεν προλάβαμε να εκτελέσουμε την επιθυμία του, είπαν οι συγγενείς του Ενός, είπε κάποιος. Κρίμα. Έφυγε μόνος του. Τον λυπήθηκε ο Θεός. Ίσως και καλύτερα. Τουλάχιστον ξέρουμε πως κάναμε ό,τι καλύτερο μπορούσαμε. Κι αυτό είναι κάτι…

-Μα πότε έφυγε; Αφού ήρθε μέσα στον ύπνο μου, είπε βουρκωμένος ο αδερφός του. Μ’ αγκάλιασε, έπεσε στα γόνατα και κλαίγοντας μού ζήτησε συγνώμη. Τον σήκωσα, τον φίλησα, τον αγκάλιασα και ήρθα χαρούμενος να τον συναντήσω. Νόμιζα πως είχε γίνει πια καλά. Τι όνειρο… Αναπαυμένος να ‘ναι…

Οι συγγενείς του Άλλου κουβέντιαζαν ήδη με τον γιατρό. Η ψυχή του τους μιλούσε, τους εξηγούσε τι συνέβη στον φίλο του, τους ικέτευε να του δώσουν λίγο χρόνο, λίγο: «Μια στάλα χρόνο ρε παιδιά, να το ξανασκεφτώ…» 


Κανείς δεν τον άκουσε. Κανείς. Ίσα που πρόλαβε να πει: «Κύριε..»

Οι συγγενείς του Άλλου έμειναν σιωπηλοί. Κατέβασαν τα μάτια. Τα μάτια τους θα κουβαλούσαν ως τη στερνή τους ώρα το ασήκωτο βάρος τριών ερωτημάτων που το στόμα τους ποτέ δε θα άρθρωνε. Ήταν οι αγαπημένοι του ή οι φονιάδες του; Αν μπορούσε να τους μιλήσει θα επέμενε στην παλιά του άποψη; Στάθηκαν φιλάνθρωποι ή Θεομάχοι;

Το σίγουρο είναι πως κανένας τους δεν ζήτησε ποτέ για τον εαυτό του την ίδια μεταχείριση σε ενδεχόμενη ανάλογη περίπτωση…

Ο Ένας και ο Άλλος… 
(προβληματισμός πάνω στην ευθανασία)


Η ταυτότητα του Αγίου ~ Πρωτοπρ. π. Γεώργιος Μεταλληνός

 Η ταυτότητα του Αγίου 
πρωτοπρ. π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός

Οι έννοιες Άγιος και Αγι­ότητα στην εποχή μας διέρχονται κρίση: ή αποκρούονται, ή χλευάζονται, ή παραποιούνται. Και μάλιστα όχι μόνο σε κοινωνικές ομάδες, που έχουν προσωρινά ή μόνιμα διακό­ψει κάθε σχέση και σύνδε­σμο με το εκκλησιαστικό σώμα, αλλά και μεταξύ των λεγομένων χριστιανών και μάλιστα των «Ορθοδόξων». Ιδανικό στον κόσμο μας είναι οι οικονομικές αξίες, η ευζω­ία, η υλική ευημερία….

Ποιος, ακόμη και χριστιανός, έχει βάλει σκοπό της ζωής του να γίνει άγιος; Ποιος, ενδιαφερόμενος και μοχθών για την σταδιοδρομία του παιδιού του, δίνει προτε­ραιότητα στην αγιότητά του; Και όμως σε προηγούμενους καιρούς αυτός ήταν ο κύριος σκοπός του ορθοδόξου πιστού… 
«Χριστός και ψυχή σας χρειάζονται», δηλαδή η σωτηρία, έλεγε ο πατρο-Κοσμάς αναδιατυπώνοντας τον λόγο του αγίου Αποστόλου Παύλου, που ήταν το ιερα­ποστολικό πρότυπό του: «Πάντα ηγούμαι σκύβαλα (σκουπίδια), ίνα Χριστόν κερδήσω» (Φιλ. 3, 8) 
Σήμερα, σχεδόν κατά κανόνα, η «αγιότητα» είναι ένα «λησμονημένο όραμα» και υποτιμημένη αξία. Και όμως!… 

Ο σκοπός της Εκκλησίας ως σώματος Χριστού και εν Χριστώ κοινωνίας, είναι η θέωση του ανθρώ­που, δηλαδή η αναγέννησή του μέσα στην άκτιστη θεϊκή Χάρη, ο αγιασμός του. «Άγιοι έσεσθέ με, ότι εγώ άγιός ειμι» (Λευιτ. 20, 26), που είναι αντίστοιχο με τον λόγο της Καινής Διαθήκης: «Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ως ο Πατήρ υμών ο ουράνιος τέλειός εστιν» (Ματθ. 5, 48). 

Γι’ αυτό υπάρχει στον κόσμο η Εκκλησία και καλεί κάθε άνθρωπο να ενταχθεί ολόκληρος («ολοτελής», Α’ Θεσσ. 5, 23) στην κοινωνία της, για να μπορέσει να πραγματοποιήσει τον σκοπό της υπάρξεώς του μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο. Διότι ο Θεός σ’ αυτό «προο­ρίζει» κάθε άνθρωπο, εφ’ όσον «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α’ Τιμ. 2, 4). 

«Επίγνωσις» είναι η πλήρης και τελεία γνώση του Χριστού (Εφ. 4, 13), που αποκτάται με την «θέωση», την υψίστη αγιοπνευματική εμπειρία του πιστού, στην οποία αποσκοπεί όλη η αγιοπνευματική πορεία του μέσα στο εκκλησιαστικό σώμα (κάθαρσις – φωτισμός – θέωσις). Γι’ αυτό η Εκκλησία χαρακτηρίζεται από Πατέρες, όπως ο Ιερός Χρυσόστομος, «Ιατρείον πνευματικόν» και «εργαστήριον αγιότητας», 

διότι σκοπό έχει να λειτουργεί ως πνευμα­τικό νοσοκομείο, που θεραπεύει την αρρώστια του ανθρώπου, την νόσο της ψυχής του, την πτωτική κατά­σταση, για να μπορεί να προχωρή­σει προς την κάθαρση της καρδιάς του, τον φωτισμό και την θέωση. Η Εκκλησία είναι «εργαστήριον», ένα πνευματικό εργοστάσιο, που παράγει αγίους, διαφορετικά δεν θα είχε λόγο υπάρξεως. 

Πώς βιώνεται όμως η αγι­ότητα στην πράξη της καθημερινότητας; 

Όχι ασφαλώς ως έννοια ηθική, αλλά (αγιο)πνευματική (συνιστώ το πρόσφατο βιβλίο του Σεβασμιωτάτου Μητροπο­λίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου, Η Ια­τρική εν πνεύματι Επιστήμη, Λεβαδειά 2009). Η Εκκλησία ως Ορθοδοξία δεν επιδιώκει να κάμει τον άνθρωπο «ηθι­κό» με την κοσμική σημασία του όρου. Ο μακαρίτης «λαϊκός», αλλά πατερικότατος, ιεροκήρυκας Δημήτριος Παναγόπουλος, έγραψε ένα βιβλίο, που το συνιστώ πά­ντοτε, με τον τίτλο: «Άλλο καλός άνθρωπος και άλλο χριστιανός». 

Ο ορθόδοξος χριστιανός αγωνίζεται για την τήρηση των εντολών του Θεού, όχι όμως με την έννοια ενός κώδικα καλής συμπεριφοράς (savoir vivre), αλλά για να οδηγη­θεί, με την συνεργεία της Χάριτος του Θεού, στο εν Χριστώ ήθος, που πηγάζει από την καρδιά του ως «καρπός του Πνεύματος» (Γαλ. 5, 22) και «ύδωρ αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον» (Ιω. 4, 14). Η τήρηση των θεί­ων εντολών δεν είναι το «τέλος», ο σκοπός, όπως λέγει ο άγιος Μάρκος ο ερημίτης (5ος αι.)· «Αι εντολαί ουχί την αμαρτίαν εκκόπτουσιν, αλλά τους όρους της δοθείσης ημίν ελευθερίας φυλάττουσιν» (Ρ<5 65, 992). Αλλωστε είπε και ο Κύριος: «..Όταν ποιήσητε πάντα τα διαταχθέντα υμίν, λέγετε, ότι δούλοι αχρείοί εσμεν, ότι ό οφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν» (Λουκ. 17, 10). 
Η τήρηση των εντολών του Θεού ανοίγει την πηγή της Χάριτος. Και ο Ορθόδοξος πιστός ζητεί συνεχώς Χάρη, δύναμη θεϊκή (πρβλ. τον λόγο του Παύλου: «πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντί με Χριστώ» (Φιλ. 4, 13). 
Οι αιρετικοί, που κυ­κλοφορούν ανάμεσά μας, βλέπουν τις εντολές του Θεού ηθικολογικά, θέλουν να γίνουν «καλοί άνθρω­ποι», όπως το επιδιώκουν άλλωστε και οι άθεοι και οι μη χριστιανοί, οπαδοί των θρησκειών (θρησκευ­μάτων) του κόσμου. 
Ο Ορθόδοξος πιστός όμως δεν επιδιώκει να γίνει απλά «καλός» και «ηθικός», αλλά Άγιος, να ενωθεί με τον Χριστό και μέσω αυτού με όλη την Αγία Τριά­δα, να γίνει «ναός Θεού» (Α’ Κορ. 3, 16 κ.ά.), διότι τότε θα είναι «αλη­θινός», όπως και ο Θεός μας (Α’ Ιω. 5, 20) και αληθινά συν-άνθρωπος, «πλησίον» και αδελφός του άλλου· όταν η Χάρη του Θεού (η «βασιλεία» Του) θα ενοικεί στην καρδιά του και η αγάπη του δεν θα είναι «αγάπη αμαρτωλών» (Λουκ. 6, 33), δηλ. υπολογιστική και συμφεροντολογι­κή, αλλά ανιδιοτελής, όπως η αγάπη του Θεού, που «ου ζητεί τα εαυτής» (Ρωμ. 13, 5) και γι’ αυτό «ουδέποτε εκπίπτει» (13, 8). 
Με τις προϋποθέσεις αυτές κα­τανοείται πόσο ανησυχητικό είναι το θλιβερό σύμπτωμα της αλλοιώσεως των κριτηρίων μας στο θέμα της αγιότητος. Αυτό φαίνεται από την ευκο­λία, με την οποία συνήθως χαρακτη­ρίζουμε κάποιον ως άγιο («άγιος άνθρωπος», λέμε) απλώς, διότι είναι «καλός», χωρίς να ξέρουμε το βά­θος της καρδιάς του («τα φαινόμενα συχνά απατούν»). 
Αυτό οφείλεται στην αδρανοποίηση των ορθοδό­ξων κριτηρίων ή και των προϋπο­θέσεων αναγνωρίσεως και διακρί­σεως της αγιότητας… 
Σε τελευταία ανάλυση μόνον ο Άγιος, αυτός που έφθασε στην θέωση ή στον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και μπορεί να «δει» την καρδιά του άλλου και το περιεχόμενό της, γνωρίζει και μπο­ρεί να διακηρύξει ποιος είναι Άγιος, «ναός δηλαδή και κατοικητήριο του Θεού». Αυτά λέγει μεταξύ άλλων ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος (Ομιλίαι Πνευματικαί, Θ’, 8. Φιλοκαλία των Νηπτικών και Ασκητικών), Θεσ­σαλονίκη 1985, σ. 166), στηριζόμε­νος και ερμηνεύοντας τον λόγο του Αποστόλου Παύλου (Α’ Κορ. 2, 15: «ο πνευματικός ανακρίνει μεν πάντα, αυτός δε υπ’ ουδενός ανακρινόμενος»).
Γράφει ο άγιος Μακάριος: «Ο πνευματικός (σημ. αυτός δηλαδή που έχει ζωντανή την παρουσία του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά του) πάντας ανθρώπους «ανακρί­νει…, γινώσκει έκαστον πόθεν λαλεί και που έστηκε και εν ποίοις μέτροις εστίν». (Σημ. Μπορεί δηλαδή να γνωρίζει τον απέναντί του, σε ποια εσωτερική κατάσταση βρίσκεται, ποιες είναι οι προϋποθέσεις των λόγων και έργων του, αν είναι ειλικρινής και δεν προσποιείται, ως ο ηθικο­λόγος και φαρισαίος). 
Και συνεχίζει: «Αυτόν δε (τον «πνευματικόν» και Πνευματοφόρο) ουδείς ανθρώπων, των εχόντων το πνεύμα του κόσμου, γινώσκειν και ανακρίνειν δύναται, ει μη μόνον ο το όμοιον έχων επουράνιον της θεότητος πνεύμα γινώσκει το όμοιον». 

Με λίγα λόγια: Μόνον οι άγιοι γνωρίζουν ποιος είναι άγιος και αυτών η γνώμη και άποψη έχει σημασία. Όταν λέμε συνεπώς, ότι ο «λαός του Θεού» αναγνωρίζει την αγιότητα, εννοούμε στην κυριολεξία τους Αγίους, αυτούς που έφθασαν στην αγιότητα, (φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και θέωση) και όχι εκείνους, που δεν αγωνίζονται, βαδίζο­ντας «συν πάσι τοις Αγίοις» και ακολουθώντας τα ίχνη τους, να γίνουν άγιοι. 
Εμείς σκεπτόμεθα συνήθως «λαοκρατικά» και «λαϊκιστικά», όταν λέμε ότι ο «λαός» αναγνωρίζει τους Αγίους! Γιατί το ερώτημα είναι: Ποιος λαός; Ποια σχέση έχει, δηλαδή, με την Χάρη και σε ποια κατάσταση είναι η «καρδιά» του; Διότι, διαφορε­τικά, τα κριτήριά μας θα είναι ηθικο­λογικά και κοσμικά. 
Ποιος λοιπόν με βάση τα ορθοδοξο-πατερικά κριτήρια είναι ο Άγιος; 

Οι έχοντες την εμπειρία της θεώσεως, οι Άγιοί μας δηλαδή, χαρακτηρίζουν ως Αγίους τα πρόσωπα εκείνα, που έχουν φθάσει στον φωτισμό του Αγί­ου Πνεύματος και στην θέωση, συ­νιστώντας τους μάρτυρές της μέσα στην ιστορία. Κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, (8ος αι.) τιμούμε ως αγίους «τους ενωθέντας Θεώ κατά προαίρεσιν και τούτον δεξαμένους ένοικον, και τη τούτου μεθέξει γεγονότος χάριτι, όπερ αυτός εστι φύ­σει». 

Άγιοι είναι, έτσι, «οι έμψυχοι ναοί του Θεού, τα έμψυχα του Θεού σκηνώματα», διότι «δια του νου τοις σώμασιν αυτών ενώκησεν ο Θεός» (Έκθεσις ακριβής της Ορθοδόξου Πί­στεως, Δ(15)88. ΡG 94, 1164 Β επ.). Δηλαδή: «όσους ενώθηκαν με τον Θεό, σύμφωνα με την προαίρεσή τους, την ελεύθερη βούλησή τους, και Τον δέχθηκαν να κατοικήσει μέσα τους και έγιναν με την μέθεξή Του, την ένωσή τους μαζί Του, κατά χάριν, αυτό που ο ίδιος ο Θεός είναι από τη φύση Του). 
Κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή (7ος αι.): «η υπερώνυμος θέωσις» καθιστά τους μετέχοντες σ’ αυτήν «ακτίστους, ανάρχους και απεριγράπτους… καίτοι δια την οικείαν φύσιν εξ ουκ όντων γεγονότος» (ΡG. 91,1144 ΑΒ). Μο­λονότι, δηλαδή, και ο Άγιος είναι άνθρωπος κατά την φύση του, έχει ψυχή και σώμα, όπως όλοι μας, και είναι κτίσμα του Θεού, με την θεία Χάρη γίνεται ό,τι είναι και ο Θεός: άκτιστος, άναρχος, απερίγραπτος και αιώνιος, αλλά «κατά χάριν». 

Αυτός είναι ο πνευματικός «καταλύτης» στο γεγονός της ενώ­σεως του ανθρώπου με τον Θεό. Δεν αλλάζει η φύση του ανθρώ­που. Δεν παύει ο Άγιος να είναι άνθρωπος και κτίσμα, αλλά «κατά χάριν Θεού» γίνεται άκτιστος και όλα τα άλλα, μεταμορφούμενος μέσα στο φως του Θεού. Μεταμόρφωση, συνεπώς, ζει ο Άγιος και όχι μεταβολή της φύσεώς του. 
Πρέπει δε εδώ να λεχθεί, ότι όσοι διέπονται από «ευσεβιστικές» τά­σεις, μιλούν προτεσταντικά για «ηθική θέωση», διότι θεωρούν βλασφημία να δεχθούν, ότι ο θεούμενος φθάνει να γίνει «άκτιστος» και «άναρχος», όπως ο Θεός είναι από τη φύση Του. 
Η θέωση όμως μεταμορφώνει την φύση του ανθρώπου και δεν «βελτιώνει» απλά τον χαρακτήρα του. 
Και αυτό συμ­βαίνει, διότι κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά: «Όλος μεν όλοις τοις αξίοις ο Θεός περιχωρεί, όλω δε όλοι περιχωρούσιν ολικώς οι Άγιοι τω Θεώ, όλον αντιλαβόντες εαυτών τον Θεόν» (Υπέρ των Ιερώς Ησυχαζόντων 3, 1, 27). Δηλαδή: «Όλος ο Θεός περιχωρεί εις όλους τους αξί­ους, εις όλον δε τον Θεόν περιχωρούν όλοι οι Άγιοι ολικά, έχοντας προσλάβει αντί τον εαυτό τους τον Θεόν». 
Η απώλεια ή αδρανοποίηση των ορθοδόξων κριτηρίων οδήγησε στην αντικατάσταση της πνευματι­κότητας με την ηθικολογία και της αγιότητας με την ουμανιστική αρετολογία. 

Όταν γνωστοί κανονολόγοι αποφαίνονται, ότι η αγιοκατάταξη (και όχι: αγιοποίηση, που μόνο στον Παπισμό υπάρχει) γίνεται «υπό της γενικής εκκλησιαστικής συνειδήσεως ποιμένων και ποιμαινομένων», αυτό σημαίνει ότι πρόκειται για αυθεντι­κούς ποιμένες και ποιμαινόμενους, δηλαδή αυθεντικά μέλη του σώμα­τος του Χριστού, φορείς της Χάριτος και όχι απλώς κατ’ όνομα χριστιανούς, λόγω ενός τυπικού βαπτίσμα­τος ή μιας εξωτερικής χειροτονίας. 

Μη ξεχνάμε: οι Άγιοι αναγνωρίζουν τους Αγίους! Η ιστορία της Εκκλησίας μας διδάσκει, ότι η αναγνώριση της αγιότητας δεν υπήρξε ποτέ αυθαίρετη και συναισθηματική, ούτε στηρίχθηκε ποτέ στην καλή φήμη, την ηθικότητα, έστω και στις αγαθοεργίες κάποιου, αλλά σε απτά και τεκμηρι­ωμένα, δηλαδή εκ του Θεού προερ­χόμενα, δείγματα της πραγματικότητας της θεώσεως. Ο Θεός μαρτυρεί την αγιότητα ενός προσώπου. 
Οι Ορθόδοξοι μιλούμε για «αγι­ότητα μαρτυρουμένη» άνωθεν, εκ του Θεού. 

Ο μέγας θεολόγος των νεωτέρων χρόνων, αρχιεπίσκοπος Ευγένιος ο Βούλγαρης (1716-1806), λέγει χαρακτηριστικά για την ανα­γνώριση των Αγίων: «Ευλογητός ο Θεός, ός ουκ αμάρτυρον επί γης αφίησιν την αλήθειαν αυτού» (Πρβλ. Πράξ. 14, 17. Ευγ. Βούλγαρη, Επι­στολή προς Κλαίρκιον, Αθήνα 1844, σ. 6). 
Σύμφωνα με την μακραίωνη ορθοδοξο-εκκλησιαστική πράξη οι Άγιοι δεν «αναγνωρίζονται» ή «διακηρύσσονται» με ηθικολογικά, κοι­νωνικά και ενδοκοσμικά κριτήρια, αλλά μετά από την φανέρωση της αγιότητάς τους από τον ίδιο τον Θεό, με σημεία αδιαμφισβήτητα, που αντέχουν σε κάθε κριτική και αποσείουν κάθε αμφιβολία. 

Και τέτοια σημεία είναι: η κατάσταση του λειψάνου (άφθαρτο ή οστά, που υπερβαίνουν την συνέπεια της φθοράς/σήψεως και γι’ αυτό εκπέμπουν ευωδία υπερκόσμια και όχι δυσοσμία, και κυρίως θαύματα). Υπάρχει μάλιστα μία παγκόσμια ισχύουσα, γνωστή από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, παροιμία: «Ο άγιος εάν δεν θαυματουργήσει, δεν δοξολογιέται», δεν τιμάται δηλαδή ως Άγιος. Η παροιμία αυτή σε διάφορες παραλλαγές, όπως η έρευνα έχει αποδείξει, είναι γνωστή ευρύτατα και στην Δύση. Ακόμη δε και στην περίπτωση του μαρτυρίου, τα θαυμαστά σημεία δεν λείπουν, όπως διαπιστώνεται από την μελέτη των συναξαριών και της υμνογραφίας μας. 
Η πορεία προς την αγιότητα και ο πνευματικός αγώνας δεν χά­νει την αξία του και αυτό ισχύει για κάθε αγωνιζόμενο πιστό. Περιμένουμε όμως ο Θεός να βεβαιώσει («μαρτυρήσει») την αγιότητα (την θέωση) του συγκεκριμένου προσώπου, για να δικαιούμεθα και εμείς αναντίρρητα και χωρίς δισταγμούς, να το τιμάμε ως Άγιο. 
Μη ξεχνάμε, ότι οι άγιοι παρακαλούν τον Θεό για μας, διότι έχουν «παρρησία». Για τους άλλους ευσεβείς πιστούς, που δεν έφθασαν όμως στον φωτισμό ή την θέωση, προσευχόμεθα εμείς (πρβλ. τα μνημόσυνα). 
Η ταυτότητα του Αγίου 
Πρωτοπρ. π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός
«Πειραϊκή Εκκλησία», Μηνιαίο περιοδικό Ιεράς Μητροπόλεως 
Πειραιώς, φ. 204, Μάϊος 2009)
Δείτε επίσης και άλλα κείμενα του πατρός Γ. Μεταλληνού:


Στο δικό του «Θαβώρ»… † Γερο – Τρύφωνας ο Καψαλιώτης

Στο δικό του «Θαβώρ»…
Γερο – Τρύφωνας ο Καψαλιώτης

(† 6 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1978)
Εμπειρίες από την οσιακή αυτή μορφή, 
όπως τις κατέγραψαν ο Άγιος Παΐσιος Αγιορείτης και 
ο μοναχός Μωυσής ο αγιορείτης

Tο 1978, τελείωσε την πνευματική του πάλη στον Άθωνα ο Αθλητής του Χριστού Γερο-Τρύφων, ο οποίος νίκησε την ματαιότητα, και έφυγε η αγιασμένη του ψυχή για την αιωνιότητα, στον Ουρανό!…
Ο Γέρο-Τρύφων, λοιπόν, είχε έρθει από την πατρίδα του Ρουμανία το 1910, σε ηλικία είκοσι πέντε χρόνων, και φυτεύτηκε στο Περιβόλι της Παναγίας, ψηλά στην κορυφή της Καψάλας, κοντά στον Γερο-Μιχαήλ.

Ο Γέροντάς του, Γερο-Μιχαήλ, ήταν πολύ ευλαβής και παραδοσιακός. Έμοιαζε, μπορούμε να πούμε, στους παλαιούς Αββάδες. Ζούσε πολύ ασκητικά και τα ελάχιστα πράγματα για την συντήρησή του τα οικονομούσε από το απλό εργόχειρό του· έκανε κουτάλες. Όταν κανείς του έδινε μια ευλογία την δεχόταν μεν, αλλά έδινε και αυτός μια ανάλογη ευλογία, εκτός από την προσευχή που θα έκανε συνέχεια για τον άλλο.
Κάποτε, είχε στείλει τον αρχάριο τότε υποτακτικό του Πατέρα Τρύφωνα σε μια Μονή, για να δώσει το εργόχειρο τους και να περάσει και από τον κηπουρό της Μονής να του δώση μια κουτάλα και να του ζητήσει ένα λάχανο. Ο κηπουρός όμως, επειδή ήταν πολύ θυμωμένος – κάτι είχε – του πέταξε ένα κοτσάνι από λάχανο με δύο φύλλα άχρηστα και συνέχισε την δουλειά του.

Ο Πατήρ Τρύφων το πήρε, χωρίς να πει τίποτε, και ξεκίνησε για την Καψάλα, αλλά σε όλη την διαδρομή σκεφτόταν τον Γέροντά του, που ήταν γεροντάκι, και τι λάχανο θα έτρωγε! Ο Γέροντάς του πάλι, όταν είδε το κοτσάνι με τα δύο φύλλα, σκέφτηκε τον υποτακτικό του τι θα φάει… (…) 

Του λέει λοιπόν να ανάψει φωτιά και να βάλει νερό στο μπακίρι (στην κατσαρόλα). Παίρνει μετά ο Γέροντας το κοτσάνι, το βάζει μέσα και το σταυρώνει. Μετά από λίγη ώρα στέλνει τον Πατέρα Τρύφωνα να σηκώσει την κατσαρόλα από την φωτιά.

-Μπρε, τι να δω! μου έλεγε, ένα άσπρο κεφάλι λάχανο μέσα στο μπακίρι!

Όπως φαίνεται, και ο Γέροντάς του είχε αγιότητα, γιατί αλλιώς δεν εξηγείται!…

Το 1917, όταν είχε γίνει η μεγάλη πείνα, ο Πατήρ Τρύφων είχε βγει στην Χαλκιδική με την ευλογία του Γέροντα του και θέριζε σε Αγιορείτικα Μετόχια και έτσι οικονόμησε λίγο σιτάρι για τον εαυτό τους και για τους γύρω τους Ασκητάς. Από το 1917 δεν ξαναβγήκε στον κόσμο και το 1978 έφυγε από το Άγιον Όρος για τον επουράνιο αληθινό κόσμο.

Ο Γέροντας Παΐσιος γράφει για τον Γερο–Τρύφωνα από την Καψάλα τα εξής πολύ ωραία: «Όλα του τα χρόνια τα έζησε στην Καψάλα σαν πετεινό του Ουρανού. Το πρόσωπό του ήταν κατά κάποιο τρόπο εξαϋλωμένο και φωτεινό. Και μόνο που τον έβλεπες, έπαιρνες πνευματική δύναμη. Δύσκολα φυσικά τον έβρισκε κανείς εκεί στην ερημιά που έμενε, γι’ αυτό και δεν είχε καθόλου ανθρώπινη παρηγοριά. 

Αλλά εκεί που δεν υπάρχει ανθρώπινη παρηγοριά, πλησιάζει η θεία!… 

Ο Θεός στέλνει την ουράνια χαρά με τους αγγέλους και τους αγίους Του. Οι παραδεισένιοι αυτοί άνθρωποι, που έχουν επαφή με αγγέλους και αγίους, έχουν φιλία με τα άγρια ζώα και με τα πουλιά του ουρανού, όπως και ο Γέρο–Τρύφων».

Την χαρά και την ειρήνη του φτωχού κι εγκαταλειμμένου Γερο–Τρύφωνα, δεν την είχαν ούτε πλούσιοι ούτε άρχοντες. Τον συντρόφευαν και τον υπάκουαν τα στρουθία του ουρανού. Το Κελί του ήταν ένα αχούρι, που έμπαζε από παντού νερό και αέρα, τα ρούχα του παλιά και λερωμένα, η τροφή του χόρτα και πάλι χόρτα. Κι όμως, δεν παραπονιόταν για τίποτε… 

Ήταν ικανοποιημένος, ευχαριστημένος και αληθινά χαρούμενος. Έκλαιγε για τις αμαρτίες του. Οίκτιρε τον εαυτό του. «Τι έκανα, εγώ», έλεγε, «μπροστά στους μεγάλους άθλους των αγίων;». Προσευχόταν με άκοπα, γλυκά, θερμά δάκρυα, ο αφανής και άδοξος αυτός ασκητής της αγιοτρόφου Καψάλας.
Τα τελευταία του χρόνια, τυφλώθηκε. Μνημόνευε συνεχώς τον θάνατο. Είχε παραδοθεί πλήρως στον Θεό. Τα μάτια του συνήθως ήταν γεμάτα δάκρυα. Είχε την παρέα του Χριστού και των αγγέλων και δεν ήθελε των ανθρώπων… 

Είχε φθάσει σε μέτρα απαθείας και θεώσεως. Έκανε και τον σαλό για να μην τον τιμούν. Μέσα από τ’ ασυνάρτητα λόγια του, όμως, έδινε σοφές συμβουλές που φανέρωναν και το προορατικό του χάρισμα.
Κάποτε ο Γέροντας Ιωάσαφ (†1993) από το Κελλί των Ιωασαφαίων στις Καρυές, φιλοξένησε κάποιους προσκυνητές με τον τρόπο της αβραμιαίας φιλοξενίας που συνήθιζε, ενώ ο ίδιος και η συνοδεία του ζούσαν απλά. Εκείνοι όμως οι προσκυνητές σκανδαλίστηκαν μέσα τους, θεωρώντας πως όλοι οι μοναχοί ζουν πάντοτε έτσι άνετα και πλουσιοπάροχα.

Ο Γέροντας, τους κατάλαβε και τους πήγε στην Καψάλα στον Γερο–Τρύφωνα να τον γνωρίσουν. Οι επισκέπτες, είδαν και θαύμασαν την φτώχεια του. «Την χαρά του Γέροντος Τρύφωνα, δεν την έχω εγώ. Ζει παρέα με τα πουλιά». Ο Γέροντας Ιωάσαφ, του είπε επιτηδευμένα τα εξής: «Γέροντα, δεν έχει ούτε ένα πουλί ο τόπος εδώ!». «Πώς δεν έχει, μπρε!», απάντησε «εύθικτα» ο Γερο–Τρύφωνας.

Φώναξε, και αμέσως γέμισε ο τόπος από πολλά και διάφορα πουλιά του δάσους, που κάθονταν άφοβα στο χέρι του, στο σκουφί του και γύρω του, τιτιβίζοντας και πετώντας χαρούμενα!… Ήταν ένα εξαίσιο και διδακτικό θέαμα για όλους, εκεί….
Όταν του πρότειναν να τον οικονομήσουν και να τον πάνε να τον γηροκομήσουν σε κάποιο Μοναστήρι, χαμογελώντας είπε αυθόρμητα: «Μπρε, “οικονομήσουν”! Ο Θεός οικονομάει και τα σκουλήκια μέσα στο χώμα και τα ταΐζει και τα ζεσταίνει. Κι εμένα το μεγάλο σκουλήκι δεν μπορεί να οικονομήσει; Εδώ (που μένω) είναι (θαμμένος) ο Γέροντάς μου Μιχαήλ που έκανε με την ευχή του, το κοτσάνι, ολόκληρο λάχανο!».
Ανεπαύθη στις 6/8/1978, ημέρα λαμπρή, της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού, στο δικό του «Θαβώρ», το ερειπωμένο καλύβι του. Ο Γερο-Τρύφων, ήταν ένα σπάνιο ευώδες άνθος του Περιβολιού της Παναγίας. Επί 70 συναπτά έτη μούντζωσε την κοσμική ματαιότητα, κάθε ανθρώπινη παρηγοριά και αγάλλεται αιώνια στην πανευφρόσυνη χαρά της Βασιλείας των Ουρανών…

Εύχου, Γερο–Τρύφωνα… Εύχου…

Στο δικό του «Θαβώρ»…
Γερο – Τρύφωνας ο Καψαλιώτης
[Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου (1952–2014): 
«Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του 20ου αιώνος», 
τόμ. β΄, σελ. 933–935, «Μυγδονία», Θεσ/νίκη, 
Σεπτέμβριος 2011.] 
Ο Ιερός Ναός της Αναστάσεως στην Καψάλα…


Η αποδέσμευση του νου από την λογική ~ † πρωτοπρ. π. Ιωάννης Ρωμανίδης

Προσδιορισμός του φωτισμού του νου
Η αποδέσμευση του νου από την λογική
† πρωτοπρ. π. Ιωάννης Ρωμανίδης

Μετά την κάθαρση της καρδιάς έρχεται ο φωτισμός του νου, που είναι το δεύτερο στάδιο της πνευματικής τελειώσεως του ανθρώπου. Στην συνέχεια, πέρα από όσα έχουν γραφτεί, θα εντοπισθεί τι είναι ο φωτισμός του νου και ποιες είναι οι συνέπειές του για τον άνθρωπο.


Κατ’ αρχάς πρέπει να υπομνησθεί ότι ο άνθρωπος στον Παράδεισο, πριν από την πτώση, βρισκόταν στην κατάσταση του φωτισμού του νου, που είναι ο πρώτος βαθμός θεωρίας του Θεού. Πρόκειται για την παραδείσια κατάσταση του ανθρώπου.
Έχει τονισθεί, προηγουμένως, ότι η ψυχή του ανθρώπου έχει δύο παράλληλες ενέργειες, την νοερά και την λογική ενέργεια. Στην κατάσταση της πτώσεως οι δύο αυτές ενέργειες ταυτίζονται, οπότε γίνεται λόγος για τον σκοτασμό του νου. Όταν χωρίζονται αυτές οι ενέργειες, και όταν η νοερά ενέργεια λειτουργεί ανεξάρτητα από την λογική ενέργεια, αυτό είναι ο φωτισμός του νου.
«Τι είναι ο φωτισμός; Ο κατ’ ουσίαν φωτισμός δεν είναι φωτισμός της λογικής. Βέβαια υπάρχει φωτισμός της λογικής, να προσεύχεται κανείς, να πηγαίνει στην Εκκλησία, να νηστεύει, να προσανατολίζεται με την λογική του στο να κάνει το σωστό, να απελευθερώνει τους δούλους, να βοηθάει τους φτωχούς, να πάει εθελοντής, να δίνει αίμα, ξέρω γω τι, όλα αυτά τα πράγματα».

«Ο φωτισμός στους Πατέρες είναι η φώτιση όχι της λογικής, αλλά της καρδίας. Η κάθαρση της καρδίας, η φώτιση της καρδίας, που δεν είναι η λογική φώτιση, είναι η πνευματική φώτιση, αυτή είναι η φώτιση. Λοιπόν αυτή είναι η θεραπεία. Η αρρώστια είναι ο σκοτασμός του νοός, θεραπεία είναι η φώτιση του νοός».

Κατά τους Πατέρες ο φωτισμός γίνεται στον νου και όχι στην λογική, διότι αν συνέβαινε αυτό, ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε να κάνει καμιά εργασία. Στην συνέχεια όμως επηρεάζεται και η λογική.
«Ο άνθρωπος πρέπει να ασχοληθεί με τα προς το ζην, την οικογένεια, την κοινωνία, με την δουλειά κ.ο.κ. Οπότε, ο άνθρωπος λογικά μπορεί να προσεύχεται μόνον κατά διαστήματα την ημέρα, δηλαδή όρθρο, εσπερινό, μεσονυκτικό, κ.ο.κ. Το υπόλοιπο της ημέρας μπορεί να προσπαθεί να προσεύχεται όταν δουλεύει κλπ, αλλά άμα πολύ προσπαθεί, εργάτης καλός δεν θα είναι τουλάχιστον.

Θα τον θεωρούν ότι είναι τεμπέλης, ότι υποφέρει από την φυγοδουλειά, κ.ο.κ., δεν θα είναι ένας σωστός εργάτης δηλαδή. Άρα, εκείνο που πρέπει να πετύχει είναι να χωρισθεί η νοερά ενέργεια από την λογική ενέργεια. Και πώς γίνεται αυτό; Με το να διώχνει από την νοερά ενέργειά του, από τον νου του, όλους τους λογισμούς».

«Δεν χρειάζεται να είναι κανείς φιλόσοφος για να μάθει αυτά τα πράγματα. Γι’ αυτό και οι Πατέρες λέγανε, για να φθάσει κανείς στον φωτισμό, δεν χρειάζονται τα γράμματα. Δεν είναι η επιστήμη και τα γράμματα αυτά που θα οδηγήσουν τον άνθρωπο στην φώτιση του νοός, αλλά η ασκητική. Και αυτό το τονίζουν οι Πατέρες πάρα πολύ».
Ο φωτισμός του νου προσδιορίζεται, κυρίως, με την κατάσταση της εσωτερικής νοεράς προσευχής. Όταν ο νους αποδεσμεύεται από την λογική και φωτίζεται από την Χάρη του Θεού, τότε προσεύχεται αδιαλείπτως.

«Όπου υπάρχει η κάθαρση του νου, αρχίζει ο φωτισμός του νου. Είναι ο νεοφώτιστος, μετά ο φωτισμένος και υποτίθεται ο φωτισμένος είναι ένας ο οποίος έχει την αέναη μνήμη Θεού, έχει απελευθερωθεί ο νους του από την λογική, τα πάθη κλπ, και ασχολείται μόνο με την προσευχή, την ευχή και έχει μνήμη Θεού». 
«Στην δική μας παράδοση ο φωτισμός είναι η κάθαρση της καρδιάς και η αντικατάσταση των πολλών λογισμών με μόνον έναν λογισμό που είναι μία απλή προσευχή».
«Αυτό ήταν το «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α΄ Θεσ. ε΄, 17) του Αποστόλου Παύλου. Αυτός είναι ο κυρίως φωτισμός. Και αυτό είναι που περιγράφει ο Απόστολος Παύλος ως φωτισμό, δηλαδή. Και στην αρχαία Εκκλησία αυτός είναι ο φωτισμός».
«Η γνώση που έρχεται στον άνθρωπο με τον φωτισμό δεν είναι φιλοσοφική γνώση, αλλά είναι προσευχή. Δεν είναι λογική γνώση, είναι γνώση της προσευχής, διότι η λογική γνώση μένει στην λογική του ανθρώπου».
«Η φώτιση είναι μια κατάσταση αδιάλειπτη, διαρκεί όλο το εικοσιτετράωρο και κατά τον ύπνο ακόμα»…
«Όλες οι προσευχές είναι ρήματα και νοήματα, οπότε αυτά χρησιμοποιούνται στην εμπειρία του φωτισμού από το ίδιο το Άγιον Πνεύμα, το οποίο παίρνει τα ίδια τα λόγια με τα οποία προσευχόμαστε εμείς, ψαλμούς κ.ο.κ., παίρνει τα ίδια τα ρήματα και τα νοήματα αυτά, και το Πνεύμα προσεύχεται μέσα μας με τα δικά μας τα λόγια».
Η αποδέσμευση του νου από την λογική λέγεται ελευθερία από την αιχμαλωσία…
«Η αναίρεση αυτής της αιχμαλωσίας πραγματοποιείται με την παλινόρθωση της αδιάλειπτης μνήμης του Θεού στον κολοφώνα (=αποκορύφωμα) των ενεργειών της ψυχής, που ονομάζεται νους, ο οποίος μεταμορφώνεται από αιχμαλωτισμένη και εμπαθή δύναμη».

Ο φωτισμός του νου δεν είναι μια τεχνική μέθοδος, με την οποία διαχωρίζεται η νοερά ενέργεια από την λογική ενέργεια, αλλά είναι μια κατάσταση επισκέψεως του Αγίου Πνεύματος. Αυτό γίνεται με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος…

Προσδιορισμός του φωτισμού του νου 

Η αποδέσμευση του νου από την λογική

 πρωτοπρ. πατήρ Ιωάννης Ρωμανίδης

Από το βιβλίο: «Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας 
κατά τις προφορικές παραδόσεις του πατρός Ι. Ρωμανίδη» 
Τόμος Β΄, του σεβασμιωτάτου μητροπ. Ναυπάκτου 
& Αγ. Βλασίου Ιεροθέου Βλάχου
Ο μακαριστός πατήρ Ιωάννης Ρωμανίδης ιερουργός 
των θείων Μυστηρίων…

Δείτε και άλλα κείμενα του πατρός Ιωάννου Ρωμανίδη: